Sunday, February 27, 2011

Ζωής αγώνας άγονος;

  • Η θυελλώδης ζωή-βιογραφία του Σαίξπηρ
  • Από τον Γιάννη Ε. Στάμο, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011
  • Πήτερ Ακρόιντ, Σαίξπηρ: Η βιογραφία, μτφρ.: Σπύρος Τσούγκος,, εκδόσεις Μικρή Αρκτος, σ. 624, ευρώ 33,31
Τα χιλιάδες σαιξπηρικά ζητήματα και οι αντίστοιχες βιογραφίες που έχουν εκδοθεί κατά καιρούς, αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα του πάθους των μελετητών του, που αγγίζει σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια της υπερβολής και της μονομανίας. Ορισμένοι μάλιστα δεν δίστασαν να αμφισβητήσουν και την ύπαρξή του ως ιστορικού προσώπου, στηριζόμενοι κυρίως στο γεγονός ότι από την πένα του Σαίξπηρ, και σε χειρόγραφη μορφή, διασώζονται μόλις 14 λέξεις, ενώ αρκετοί μελετητές δεν δίστασαν να αποδώσουν τη σύνθεση των έργων του σε σύγχρονούς του συγγραφείς, με επικρατέστερους όλων τους Κρίστοφερ Μάρλοου και Φράνσις Μπέικον.
Οι πρώιμες καταγραφές βιογραφικών στοιχείων χρονολογούνται μισό αιώνα μετά τον θάνατό του και περιορίστηκαν ως επί το πλείστον σε υπαινικτικές αναφορές, ενώ η πρώτη εκτενής βιογραφία γράφτηκε το 1709 από τον Νίκολας Ρόου, με τις εικασίες ωστόσο λογίων και συλλεκτών της εποχής να εξακολουθούν να αποτελούν το βασικό σώμα εξιστόρησης. Από τον πρώιμο 18ο αιώνα μέχρι και τις μέρες μας ακολούθησε ένα λυσσαλέο κυνήγι πληροφοριών, σημειώσεων, εγγράφων και εσχάτως σημειολογικών συσχετισμών, ώστε να διαχωριστεί ο μύθος από τον άνθρωπο και συγγραφέα Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο αμερικανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος του 19ου αιώνα Ραλφ Γουόλντο Εμερσον θεωρούσε τον Σαίξπηρ τον μοναδικό βιογράφο του Σαίξπηρ, υποδεικνύοντας δηλαδή στα σωζόμενα και αποδιδόμενα στον ποιητή θεατρικά έργα την κύρια πηγή άντλησης πληροφοριών. Το συγκεκριμένο γεγονός, ωστόσο, ενέχει τον κίνδυνο μιας «παραλογοτεχνικής εικοτολογίας», καθώς, ανεξάρτητα από τα επικαιρικά και βιωματικά στοιχεία που διαπερνούν αναμφισβήτητα το έργο του άγγλου δραματουργού, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η μυθοπλαστική του δεινότητα παρασύρει εύκολα σε επικίνδυνες παρανοήσεις.
Ο Σαίξπηρ άλλωστε, σε αντίθεση με τον Κρίστοφερ Μάρλοου, τον Τόμας Κιντ και τους υπόλοιπους σύγχρονούς του συγγραφείς, που επεδείκνυαν έναν σνομπισμό «ακαδημαϊκού τύπου», είχε στενή σχέση και συνεργασία με τους ηθοποιούς. Ο Σαίξπηρ δεν έφερε εξαρχής τον τίτλο του μεγάλου συγγραφέα, και συνεργαζόμενος με διάσημους και καταξιωμένους ηθοποιούς, ίσως επηρεάστηκε από τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους, ενώ ταυτόχρονα πιθανολογείται ότι, κατά τα πρότυπα της κομέντια ντελ άρτε, οι επιτυχημένοι αυτοσχεδιασμοί τους επί σκηνής επηρέασαν δραματικά την τελική διαμόρφωση και έκδοση των κειμένων. Ο Σαίξπηρ, όντας και ο ίδιος ηθοποιός, υπήρξε από τους ελάχιστους συγκαιρινούς του συγγραφείς που αντιλαμβανόταν τα μέλη του θιάσου ως ισότιμους συντρόφους, και όχι υπηρέτες ή δραματουργικά εργαλεία. Στο πλαίσιο αυτής της αγαστής συνεργασίας και ομαδικότητας, προέκυπτε μια αίσθηση κοινοκτημοσύνης όσον αφορά το συγγραφικό υλικό, στην οποία ορισμένοι αποδίδουν τη μη έκδοση των έργων όσο ο Σαίξπηρ βρισκόταν εν ζωή.
Γεννημένος το 1564 στο Στράντφορντ της Αγγλίας, και παρά την αριστοκρατική καταγωγή της μητέρας του, Μαίρη Αρντεν, ο Σαίξπηρ ανδρώθηκε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον λαϊκής προέλευσης, που έχαιρε ωστόσο οικονομικής ευμάρειας, οφειλόμενη κατ' αποκλειστικότητα στη μορφή του φιλόδοξου και υπερδραστήριου πατέρα. Ο Τζον Σαίξπηρ καταγράφεται σε επίσημα έγγραφα από γαιοκτήμονας, κατασκευαστής γαντιών και κτηνοτρόφος, μέχρι χωροφύλακας του Στράτφορντ, ενώ στο απόγειο της κοινωνικής του ανέλιξης διετέλεσε δήμαρχος της ομώνυμης πόλης. Σε έγγραφα εμπορικών συναλλαγών που διασώζονται, ο Τζον Σαίξπηρ υπογράφει με χρήση συμβόλου, γεγονός που ενισχύει τον ισχυρισμό ότι ο μεγαλύτερος δραματουργός της Αγγλίας προερχόταν από αναλφάβητο πατέρα.
Ο Ουίλιαμ, σε αντίθεση με τα αδέλφια του που ακολούθησαν επαγγελματικά τον πατρικό κανόνα, είχε -ευτυχώς- διαφορετικές φιλοδοξίες, που εκδηλώθηκαν εύλογα με τις αναμενόμενες ενδοοικογενειακές προστριβές. Χαρακτηριστικά, όπως επισημαίνει ο Ακρόιντ στη μελέτη του, δύο από τους αντι-ήρωες των θεατρικών κειμένων του Σαίξπηρ φέρουν τα ονόματα των αδελφών του, Ρίτσαρντ και Εντμοντ, ενώ η απέχθειά του στα δυσώδη επαγγέλματα προβάλλει χαρακτηριστική στο έργο του. Η πληθώρα νομικών όρων στα θεατρικά κείμενα του Σαίξπηρ έχει οδηγήσει τους μελετητές στο συμπέρασμα ότι ίσως υπήρξε γραφέας σε δικηγορικό γραφείο, ενώ η πρώτη του επαγγελματική ενασχόληση με τον χώρο του θεάτρου πιθανολογείται ότι ήταν η φύλαξη αλόγων στην είσοδο των εν λόγω κτηρίων.
Στις 30 Νοεμβρίου 1582 παντρεύεται την κατά οκτώ έτη μεγαλύτερή του Αν Χάθαγουεϊ, ενώ πέντε χρόνια αργότερα εγκαταλείπει τη σύζυγο και τα παιδιά του για να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο, γεγονός που καταδεικνύει, παράλληλα με την αποτυχία του γάμου του, την υπέρμετρη φιλοδοξία του. Η συγκεκριμένη απόφαση, πρωτάκουστη για τα ηθικά στερεότυπα της εποχής, πιθανολογείται ότι δεν λήφθηκε «αναίμακτα», σημαδεύοντας τον ψυχισμό και τη δραματουργία του. Οπως σημειώνει ο Τζέιμς Τζόις: «Ο εκτοπισμός από την καρδιά, ο εκτοπισμός από το σπίτι, αποτελεί κυρίαρχο μοτίβο στη δραματουργία του Σαίξπηρ». Η νοσταλγία για τη γενέτειρα δεν έσβησε ποτέ, με τον εμβληματικό ποταμό Εϊβον να συναντάται δεκάδες φορές στο έργο του.
Ο Ακρόιντ περιγράφει γλαφυρά το λονδρέζικο περιβάλλον κατά τον ύστερο 16ο αιώνα, με τον μισό πληθυσμό να καταγράφεται κάτω των είκοσι ετών και τον τυχοδιωκτισμό, τη βία, την εγκληματικότητα και το νεανικό σφρίγος να συναρθρώνουν το κυρίαρχο γνώρισμα της πόλης. Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις αμιγώς θεατρικές αίθουσες, η πλειονότητα των παραστάσεων τελούνταν συνήθως σε στεγασμένες αυλές πανδοχείων, δίπλα σε πορνεία, με ό,τι συνεπάγεται η συγκεκριμένη γειτνίαση. Σε περιόδους έξαρσης των αφροδίσιων νοσημάτων, τα θέατρα σφραγίζονταν, ενώ ενδεικτικό της θεατρικής παιδείας του κοινού αποτελεί το γεγονός ότι στις αίθουσες συστεγάζονταν θεάματα με αλυσοδεμένες αρκούδες, αγώνες πυγμαχίας και ακροβατικά.
Οι θίασοι με τους οποίους συνεργάστηκε ο Σαίξπηρ, ως συγγραφέας και ηθοποιός, ήταν, με χρονολογική σειρά: «Οι Ανδρες του Λόρδου Στρέιντζ», «του κόμη του Σάσεξ» «του Πέμπροκ», για να καθιερωθεί με τους «Ανδρες του Λόρδου Αρχιθαλαμηπόλου», όπου κάποια στιγμή αναβαθμίστηκε από απλό μέλος σε εταίρος, γεγονός που αποδεικνύει, παράλληλα με τη φήμη που απολάμβανε, την οικονομική του ευμάρεια. Οι δύο μεγαλύτεροι θίασοι της εποχής, «Οι άνδρες του Λόρδου Αρχιθαλαμηπόλου» και «οι Ανδρες του Λόρδου Ναυάρχου», καταλάμβαναν τη βόρεια και τη νότια όχθη του Τάμεση, παρουσιάζοντας κατά κύριο λόγο έργα του Σαίξπηρ και του Μάρλοου, αντίστοιχα, με την έντονη ανταγωνιστικότητα να περνά από προσωπικό σε συλλογικό επίπεδο. Το 1593, η δολοφονία του Μάρλοου από μαχαιριά στο μάτι θα σημάνει την καθολική εδραίωση του Σαίξπηρ ως κραταιάς μορφής στην ελισαβετιανή θεατρική σκηνή. Ο Κρίστοφερ Μάρλοου υπήρξε ήδη καθιερωμένος όταν ο Σαίξπηρ κατέφτανε στο Λονδίνο και επηρέασε αναμφισβήτητα τον εν δυνάμει θεατρικό συγγραφέα, που δεν δίστασε -κυρίως στα πρώιμα έργα του- να τον μιμηθεί ή να τον παρωδήσει, εκφράζοντας ένα αμφιλεγόμενο συναίσθημα ζήλιας ή μεταμφιεσμένου θαυμασμού.
Τον Αύγουστο του 1596 ο θάνατος του γιου του, Αμνετ, σε ηλικία 11 ετών, θα αποτελέσει ίσως το ισχυρότερο πλήγμα στον πολυκύμαντο βίο του, με τους μελετητές να εξετάζουν -δικαίως- τα έργα της συγκεκριμένης περιόδου με σημείο αναφοράς το τραγικό γεγονός. Ο σκεπτικισμός και η μακάβρια ατμόσφαιρα στον «Αμλετ» συνδέονται άμεσα με το θλιβερό συμβάν, ενώ ο θάνατος του νεαρού Αρθούρου στον «Βασιλιά Ιωάννη» αποτελεί ουσιαστικά τον θρήνο του συγγραφέα για τον πρόωρα χαμένο γιο του. Μερικούς μήνες αργότερα, ο πατέρας τού Σαίξπηρ χρίζεται ευγενής, με την τραγική ειρωνεία να προκύπτει από το γεγονός ότι η μεταβίβαση του τίτλου θα σταματούσε αναπόφευκτα στον άγγλο συγγραφέα, καθώς είχε χαθεί ο μοναδικός επίγονος και συνεχιστής του ονόματός του.
Τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα βρίσκουν τον Σαίξπηρ σε πλήρη οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική ανέλιξη, με αγορές πανάκριβων ακινήτων, σημαντικό μέρισμα από το θρυλικό «Globe Theater» («Θέατρο Σφαίρα») και την αμέριστη εύνοια του βασιλιά Ιακώβου, καθώς ο θίασός του τελούσε πλέον υπό την αιγίδα του βασιλικού οίκου, μετονομαζόμενος από «Ανδρες του Λόρδου Αρχιθαλαμηπόλου» σε «Ανδρες του βασιλιά». Η βασιλική μορφή, που ξεχώριζε ανέκαθεν στη δραματουργία του, εντείνεται στα έργα της συγκεκριμένης περιόδου, με χαρακτηριστικότερη τη σύνθεση της ομώνυμης μορφής στο ιστορικό έργο Ερρίκος Ε'. Η καταστροφή τού «Globe Theater» το 1613 από πυρκαγιά κατά τη διάρκεια παράστασης του Σαίξπηρ και η απώλεια του μερίσματός του στο εκ νέου ανεγερθέν οικοδόμημα τον έπληξε οικονομικά, αλλά όχι ανεπανόρθωτα. Ο άγγλος δραματουργός, όπως και οι υπόλοιποι σύγχρονοί του συγγραφείς, θεωρείται βέβαιο ότι έγραφε μανιωδώς για το θέατρο, εξασφαλίζοντας υψηλές αμοιβές.
Στις 23 Απριλίου 1617, σε ηλικία 53 ετών, πεθαίνει ο μεγαλύτερος άγγλος δραματουργός. Εφτά χρόνια μετά τον θάνατό του ο Τζον Χέμινγκς και ο Χένρι Κόντελ συντάσσουν το λεγόμενο «Φόλιο», τον επίσημο κατάλογο με τα αποδεκτά έργα του Σαίξπηρ, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι αρκετά έργα του αποκλείστηκαν, καθότι δυσανάλογα με την υπόλοιπη δραματουργία του.
Η παρούσα βιογραφική απόδοση από τον διάσημο μελετητή Πήτερ Ακρόιντ ξεχωρίζει, καθώς ο μελετητής ενδυναμώνει τα αμφισβητούμενα βιογραφικά στοιχεία με αδιάψευστα ιστορικά ντοκουμέντα και ανάλογες κοινωνικοπολιτικές αναφορές. Η εντυπωσιακή επιχειρηματολογία του, προκειμένου να αρτιωθούν ορισμένες πρωτότυπες, ή σχετικά παγιωμένες, απόψεις, με αναφορές στο έργο του Σαίξπηρ και αντιπαραβολή εξωκειμενικών στοιχείων, καθιστούν το βιβλίο ένα εγχειρίδιο έρευνας και μελέτης. Ο Πήτερ Ακρόιντ δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη, αφήνοντας μετέωρες τις αμφισβητούμενες απόψεις του, αλλά συνοδεύει, ακόμη και τις πλέον άρτιες, με μια «ποσοστιαία» απόδοση σφάλματος.
Ο πραγματικός αριθμός των έργων του Σαίξπηρ παραμένει άγνωστος, όπως και τα περισσότερα γεγονότα από την πολυτάραχη ζωή του, καταδικασμένα να εμφανίζονται και να χάνονται σαν τα φαντάσματα των έργων του. *

No comments: