Ο Θανάσης Βέγγος, ο τελευταίος των
μεγάλων Ελλήνων κωμικών, που έφυγε από τη ζωή, απέφευγε να δίνει
συνεντεύξεις. Προφανώς ό,τι ήθελε το έλεγε με τις ταινίες -πολιτιστική
υποθήκη- που μας άφησε, αυτή η φιγούρα του ταλαίπωρου νεοέλληνα που
έτρεχε και δεν έφτανε. Φιγούρα περασμένων δεκαετιών, που εκεί που
πιστεύαμε ότι αποτελεί παρελθόν, απειλεί να επανέλθει...
Μια, μοναδική σε περιεχόμενο και έκταση, συνέντευξή του βρήκα
στο ιστορικό περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» - τεύχος 13, Μάρτιος,
Απρίλιος, Μάιος 1971. Την είχε δώσει στον νεαρό τότε σκηνοθέτη,
συνεργάτη του περιοδικού, Τάκη Παπαγιαννίδη (σκηνοθέτη σήμερα της
τηλεοπτικής εκπομπής του Βασίλη Βασιλικού «Αξιον εστί», ΕΤ 3). Και με
την άδειά του μεταφέρω το μεγαλύτερο μέρος της, που καλύπτει ολόκληρη τη
σελίδα των σημερινών «διαχρονικών»:
Η πρώτη ερώτηση -και απάντηση- αφορά το καλλιτεχνικό ξεκίνημα του Βέγγου:
«Ο Κούνδουρος. Ο Νίκος Κούνδουρος. Αν δεν συναντιόμαστε στο
Στρατό [σ.σ. εννοεί στην εξορία της Μακρονήσου, όπου "φιλοξενούνταν"
λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων - αλλά πώς να την κατονομάσει τις
χουντικές εκείνες ημέρες], δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης ούτε
Βέγγος. Δούλευα σ' ένα πατάρι τα δέρματα. Στο Στρατό μαζευτήκαμε μια
ομάδα για να σκαρώσουμε μια παράσταση. Ο Κούνδουρος ήταν σκηνογράφος.
Μια μέρα μου λέει: "Θανάση, όταν απολυθούμε θα παίξεις σε μια ταινία που
θα φτιάξω". Γύρισα στο πατάρι κι ούτε που το θυμόμουνα. Ετσι, όταν ήρθε
να με βρει, δεν είχα καμιά διάθεση πια κι αρνήθηκα. Η επιμονή του όμως
ήταν τέτοια, που στο τέλος με κατάφερε. Γυρίστηκε η "Μαγική πόλη" και
βρέθηκα μέσα σ' ένα καινούργιο κόσμο, που ταυτόχρονα αποτελούσε και μια
λύση για το οικονομικό μου πρόβλημα. Επαιζα τρίτους ρόλους και δούλευα
σαν φροντιστής για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή είναι η αρχή. Χειρότερες μέρες
δεν θυμάμαι στη ζωή μου. Γυρίστηκε κι ο "Δράκος". Μέσα σε δυο χρόνια
έπαιξα 22 μικρούς ρόλους που μ' είχαν τσακίσει. Ηθελα να κάνω κάτι άλλο,
οπωσδήποτε κάτι πιο σημαντικό. Είχα κάποια επιτυχία και μου 'δωσαν
ρόλους πρωταγωνιστή. Πνιγόμουν εκεί μέσα, καταλάβαινα πως δεν ήμουν εγώ,
αλλά κάποιος ηθοποιός Βέγγος που τον μεταχειριζόντουσαν όπως ήθελαν».
Και τότε αποφασίζει να κάνει μια δική του εταιρεία παραγωγής, όπου οι ταινίες θα γίνονταν όπως πάνω - κάτω ήθελε:
«Με βοήθησαν πολύ δύο σκηνοθέτες που κατάλαβαν και πίστεψαν σ'
αυτά που σκεφτόμουνα. Ο Πάνος Γλυκοφρύδης και ο Ερρίκος Θαλασσινός.
Ταινίες σαν τον "Παπατρέχα" ή το "Μην είδατε τον Παναή" δεν θα 'βγαιναν
χωρίς αυτούς. Και μέχρις ένα σημείο ήμουνα ήσυχος. Είχα δυο ανθρώπους
που μπορούσαν να με καταλάβουν και να προωθήσουν τις σκέψεις μου στο
φτιάξιμο μιας ταινίας. Μια μέρα ο Γλυκοφρύδης μου είπε πως ήταν αδύνατο
να συνεχίσει μαζί μου, γιατί δεν πίστευε πως οι ταινίες αυτές
ανταποκρίνονταν στις απόψεις που είχε για το σινεμά. Η επιτυχία τού "Με
τη λάμψη στα μάτια" σιγούρεψε τη στάση του. Λίγο κατόπιν οι δουλειές του
Θαλασσινού δεν του άφηναν περιθώρια ν' ασχοληθεί μαζί μου. Τότε βρέθηκα
σε δύσκολη θέση. Δεν είχα εμπιστοσύνη σ' άλλον άνθρωπο και, το
χειρότερο, πίστευα πως δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος να με καταλάβει. Ετσι
πέρασα στη σκηνοθεσία. Πάλεψα όσο μπορούσα, το αποτέλεσμα το ξέρεις:
4.000.000 δρχ. χρέος, αυτή ήταν η αμοιβή μου. Τρεις κλητήρες κάθε πρωί
έξω από την πόρτα μου κι από ολόκληρη την εταιρεία έμεινε μονάχα ένα
τηλέφωνο. Σ' αυτή την τραγική κατάσταση, ο Φίνος ήταν μια λύση. Του
εκχώρησα όλες μου τις ταινίες. Τώρα του χρωστάω γύρω στα 2.000.000 και
γυρίζω ταινίες για λογαριασμό του έναντι του χρέους. Ομως υπάρχει και ο
Κατσουρίδης. Μετά τον "Δρα Ζιβέγγο" πείστηκα ότι είναι ο καινούργιος μου
άνθρωπος. Αφέθηκα σ' αυτόν και αισθάνομαι μια σιγουριά. Φτιάχνουμε
συμπαραγωγές και παρά τις επί μέρους δυσκολίες μας του μένω πιστός και
θα του μένω για όσες ταινίες θελήσει».
Και η εμπειρία από τις σκηνοθεσίες του:
«Θα σου πω κάτι. Ο Κούνδουρος στη "Μαγική πόλη" όταν πήγε να
στήσει τη μηχανή έφαγε καρπαζιά με το κουτάλι. Δεν είχε ιδέα τι του
γινόταν. Στο τρίτο γύρισμα ήταν ξεφτέρι. Δασκάλευε και τους δασκάλους
του. Αυτό σημαίνει πως περισσότερο μετράει αν έχεις κάτι μέσα σου για να
πεις. Τα υπόλοιπα μαθαίνονται. Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι
ενστιχτώδης άνθρωπος. Ισως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Μπαίνω
στο πλατώ και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ.
Λέω η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω ν'
απαντήσω. Αλλά η μηχανή θα στηθεί εδώ, πάει τελείωσε [...] Δουλεύω με το
ένστιχτο, δεν έχω κανένα ταλέντο...».
Κι ο Θανάσης;
«... Κανένα ταλέντο, μόνο αυτή η φάτσα, που, κοίταξέ την,
κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είν' αποτυπωμένη όλ' η μιζέρια, όλ' η
δυστυχία, όλος ο κόσμος του ασήμαντου Ελληνα. Κάποιο βράδυ με πλησιάζει
έξ' απ' το σινεμά ένας γέρος. "Καλέ μου άνθρωπε", μου λέει, "είμαι
συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ' ευχαριστώ.
Μόλις βγαίνω απ' το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες". Αυτό το
"καλέ μου άνθρωπε" έγινε το σήμα κατατεθέν του Θανάση. Ετσι, αγαπητέ,
φτιάχτηκε σιγά σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στο χώρο
που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στα σινεμά κ.λπ.
Είναι ψέμα να ισχυριστώ πως δεν απευθύνομαι σ' αυτούς».
Ηθοποιός αλλά και θεατής:
«Βλέπω πολύ σινεμά. Εξι με εφτά ταινίες την εβδομάδα. Δε γίνεται
αλλιώς, εκεί μέσα καταλαβαίνεις καλύτερα τα πράγματα. Παίζω στο θέατρο
επειδή έχω ανάγκη από λεφτά. Τίποτα δεν με συγκινεί εκεί και δεν έχω
σκοπό να συνεχίσω. Λοιπόν, κι ο Κούνδουρος έβλεπε πολύ σινεμά. Αυτό έχει
αξία. Ξέρω πως είμαι πρωτόγονος όσον αφορά τη νοοτροπία του σινεμά, κι
άλλη λύση απ' το ίδιο το σινεμά δεν υπάρχει για να βελτιωθώ. Τελευταία
είδα το "Ψηλά τα χέρια Χίτλερ" του Μανθούλη. Δεν μ' αρέσει πια ο Βέγγος
εκεί μέσα. Τώρα θα έπαιζα διαφορετικά το ρόλο. Αυτό είναι κέρδος...».
Και στην τελευταία ερώτηση, ο χαρακτήρας Θανάσης τι προσφέρει σε μια κοινωνία σαν τη δική μας;
«Τι προσφέρει; Τι να σου πω... Δεν ξέρω» *
No comments:
Post a Comment