- Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 4 Μαΐου 2011
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο
Φάληρο το 1926. Ηταν το μοναχοπαίδι ήρωα της Αντίστασης, που μετά τον
πόλεμο εκδιώχθηκε από την Εταιρεία Ηλεκτρισμού. Κι έτσι ο μικρός Θανάσης
αναγκάζεται να βγει στη βιοπάλη. «Πείνασα κι εγώ και η οικογένειά μου»,
περιέγραφε τη σκοτεινή περίοδο.
«Ολα είναι δρόμος». Η δεύτερη συνάντηση
Βέγγου - Βούλγαρη, το 1998. Ενας «άλλος» Βέγγος αποκαλύφθηκε στο κοινό:
ήταν ο ηθοποιός των λεπτών ημιτονίων και της εσωτερικότητας
Τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα του θα του στοιχίσουν τη
«θητεία» του στη Μακρόνησο, από το 1948 μέχρι το 1950. Στο
νησί-κολαστήριο συνδέεται με τον συγκρατούμενό του Νίκο Κούνδουρο, ο
οποίος αργότερα θα τον αναζητήσει για ένα ρόλο στη «Μαγική πόλη» (1955).
«Οταν ήμασταν μαζί στη Μακρόνησο μού είπε: "Θανάση, θα γυρίσω
μια ταινία και θα σε βάλω να παίξεις". "Τι λέει ο άνθρωπος;" σκέφτηκα.
Υστερα από χρόνια εμφανίζεται στην Καλλιθέα σε ένα πατάρι, όπου δούλευα
επισκευάζοντας γυναικείες τσάντες και πορτοφόλια, και με έκανε
ηθοποιό!», αφηγούνταν ο Βέγγος.
Αναθέτοντάς του το 1955 ο Κούνδουρος ένα χαρακτηριστικό ρόλο στη
«Μαγική πόλη» έβαζε το σπόρο για μια καριέρα που ο Βέγγος δεν
φανταζόταν ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. Suis generis κωμικός, όπως
έχει επισημανθεί από την κριτική, από το πρώτο μικρό ρολάκι του ήταν από
μόνος του ένας ρόλος. Ενας σύγχρονος αριστοφανικός χαρακτήρας. Ενας
οικείος φουκαράς.
Το 1956 ο Κούνδουρος τον καλεί να συνεργαστεί και στον περίφημο
«Δράκο» του. Τον ίδιο χρόνο ο Βέγγος παντρεύεται τη γυναίκα με την οποία
έζησε όλη τη ζωή του, 53 χρόνια: τη Λευκαδίτισσα Ασημίνα. «Στην αρχή,
με τη γυναίκα μου μέναμε σε ένα δωμάτιο», θυμόταν.
Και μπορεί να μπαινοβγαίνει, για μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους,
στα πλατό, αλλά επειδή τα μεροκάματα είναι ευτελή, συνεχίζει να κάνει
δουλειές του ποδαριού. «Στα δικά μου χρόνια πεινούσαμε, αλλά
ονειρευόμασταν και το ξεχνούσαμε», διαπίστωνε χαρακτηριστικά.
Τη δεκαετία του '60 παίζει στις πιο δημοφιλείς ταινίες: από τη
«Μουσίτσα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ('59) και τον «Ηλία του 16ου» ('59)
μέχρι το «Κλωτσοσκούφι» ('60) και το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ
Ντασσέν. Τα επόμενα χρόνια συνδέεται κυρίως με τους σκηνοθέτες Πάνο
Γλυκοφρύδη και Ορέστη Λάσκο για τις ταινίες «Ψηλά τα χέρια», «Μην είδατε
τον Παναή», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» κ.ά
Την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, ως εξαιρετικό ταλέντο,
την είχε αποκτήσει από το 1959, παρ' όλο που ποτέ δεν πήγε σε θεατρική
σχολή. Το '59 συμμετέχει και στην πρώτη του θεατρική παράσταση, την
επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη
Γκιωνάκη. Εκτοτε συνέπραξε σε πλήθος θιάσων για δύο είδη: κωμωδία και
επιθεώρηση. Τη σεζόν 1963-64 γίνεται θιασάρχης μαζί με τη Ρένα
Βλαχοπούλου και το 1969 με τη Σμαρούλα Γιούλη. Από το 1970 και επί σειρά
ετών συγκροτεί δικούς του θιάσους. Τότε θα ανεβάσει και το «Τι έκανες
στον Τρωικό πόλεμο, Θανάση» του Αλέκου Σακελλάριου, αλλά και το «Μαμ,
κακά, κοκό και νάνι» των Γ. Μιχαηλίδη και Γιάννη Ξανθούλη, δυο μεγάλες
εμπορικές επιτυχίες.
Αφού διένυσε μίλια, αγκομαχώντας σε ταινίες παραγωγής άλλων, το
'64 έστησε τη δική του εταιρεία, τη «ΘΒ». Στις 8 ταινίες της («Δόκτωρ
Ζι-Βέγγος», «Βοήθεια, ο Βέγγος, φανερός πράκτωρ» κ.ά.) ως Θου-Βου
φαλακρός πράκτορας, αλλά και ως σκηνοθέτης απογείωσε τον ήρωα που
ενσάρκωνε χρόνια, κάνοντας συγχρόνως πραγματικότητα το όραμά του για ένα
λαϊκό σινεμά κοινωνικού προβληματισμού, που ανακουφίζει το κοινό μέσα
από το γέλιο και τη σουρεαλιστική, δεκαετίες μπροστά από την εποχή της,
κινηματογραφική γραφή. Η εταιρεία χρεοκόπησε.
Το 1971 ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ύστερα από πολλά χρόνια
κινηματογραφικών αγκομαχητών, να δικαιωθεί: στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
τιμάται με το Βραβείο Α' ρόλου για την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο,
Θανάση;» του Ντίνου Κατσουρίδη. Με το ίδιο βραβείο αποχωρεί από τη
Θεσσαλονίκη και την επόμενη χρονιά για το «Θανάση πάρε το όπλο σου».
Η επιστροφή του, έπειτα από αρκετά χρόνια, στον κινηματογράφο
συντελέστηκε το '91 με την ταινία «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του
Παντελή Βούλγαρη. Τότε γνωρίζουμε έναν «άλλο» Βέγγο. Οι τόνοι έχουν
πέσει οριστικά, δίνοντας χώρο σε έναν άλλο τύπο εσωτερικότητας. Ο
ηθοποιός συνεχίζει, στην ίδια γραμμή, ακόμη και όταν μεταβαίνει στην
Κολομβία, με μεγάλες δυσκολίες, για την ταινία «Ζωή Χαρισάμενη» του
Πατρίς Βιβάνκος ('93). Ακολουθεί μια σημαντική κινηματογραφική στιγμή
της καριέρας του, το «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θ. Αγγελόπουλου ('95) και
μια εξίσου συγκλονιστική ερμηνεία στο «Ολα είναι δρόμος» του Βούλγαρη
('98). Στην ταινία «Ψυχή βαθιά» (2009) του Βούλγαρη, όπου ως τραγικός
παππούς συνομιλεί με την αρχαία ελληνική τραγωδία, ζητώντας το κουφάρι
του εγγονού του, πραγματοποίησε την ύστατη κινηματογραφική εμφάνισή του.
Μια σπουδαία «κατακλείδα», έπειτα από 130 ταινίες.
Το '95 ήταν μια πολύ μεγάλη στιγμή για την καριέρα του ηθοποιού
σκηνής. Ηταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκε στην Επίδαυρο, υποδυόμενος τον
Τρυγαίο στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Το κοινό τον αποθέωσε. Το '98
επιστρέφει ως Δικαιόπολις στους «Αχαρνής». Και τις δύο φορές η
σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Μιχαηλίδη. Στην αρχαία ορχήστρα αποδεικνύει
πως είναι ο ορισμός του αριστοφανικού ηθοποιού.
Το 1993 τιμήθηκε με Ειδικό Βραβείο από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
για το σύνολο του έργου του. Ενώ το 2008 ο πρόεδρος της Δημοκρατίας
Κάρολος Παπούλιας του απένειμε τιμητική διάκριση. Ενα μόνο όνειρο, δικό
του και του Δήμου Αβδελιώδη, η κινηματογραφική μεταφορά της «Τρικυμίας»
του Σέξπιρ, με τον Βέγγο-Πρόσπερο, δυστυχώς δεν έγινε ποτέ πράξη.
Ο Βέγγος δεν αγάπησε την τηλεόραση. Σε μια καριέρα δεκαετιών
εμφανίστηκε μόνο σε πέντε σίριαλ. Χαρακτηριστική υπήρξε η εμφάνισή του
το 2002 στο «Περί ανέμων και υδάτων» της Κάκιας Ιγερινού. Η τελευταία
τηλεοπτική εμφάνισή του έγινε το 2009 στο «Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας
μας» σε σενάριο πάλι της Κάκιας Ιγερινού (σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ).
Μια αποκαλυπτική βιογραφία του με τίτλο «Ενας άνθρωπος παντός
καιρού» («Αιγόκερως») συνέγραψε ο Γιάννης Σολδάτος, ο οποίος γύρισε και
ομότιλο ντοκιμαντέρ. Ο μόνος που δεν μίλησε σε αυτό ήταν ο ίδιος ο
Βέγγος.
- Νίκος Κούνδουρος σκηνοθέτης
«Είχε ένα δαιμονισμένο ταλέντο να αυτοσχεδιάζει»
Τον γνώρισα στο
Μακρονήσι. Ηταν ένας υπέροχος και άθλιος Ελληνας. Ρακένδυτος, νευρικός,
όπως σε όλη τη ζωή του, ήρθε και με βρήκε επειδή κοιμόμουνα στη μαύρη
γη, κουβαλώντας σανίδες. Τις έστρωσε λέγοντάς μου: «Σύντροφε, θα
κρυώσεις το βράδυ». Του απαντώ: «Και τι σε νοιάζει εσένα, σύντροφε;».
«Μα αύριο θα είσαι άρρωστος», μου είπε. Και αρχίζει και στρώνει τις
σανίδες.
Ετσι γνωριστήκαμε. «Γιατί είσαι εδώ;». «Γιατί ο πατέρας μου
αγωνίστηκε μαζί με συντρόφους του για την Εταιρεία Ηλεκτρισμού. Εγώ δεν
έχω καμία σχέση με την πολιτική. Είμαι σχεδόν ηλίθιος στα πολιτικά», μου
είπε. Και μπήκε στον κινηματογράφο «πουλώντας» τον εαυτό του. Αυτός
είναι ο Βέγγος. Αν θέλετε τον αγοράζετε. Τον αγόρασαν ο Κούνδουρος, ο
Ντασέν, ο Κακογιάννης. Ολοι θέλαμε αυτό το παλλόμενο πράγμα, αυτό το
κινούμενο γεγονός που ήταν ο Βέγγος και σιγά σιγά έγινε ένα γεγονός.
Ποτέ δεν έγραψε μια λέξη ο ίδιος. Ο,τι έκανε ήταν καμώματα και
αυτοσχεδιασμοί. Είχε ένα δαιμονισμένο ταλέντο να αυτοσχεδιάζει. Ηταν
ένας Καραγκιόζης, σε όλη του τη ζωή.
- Αιμιλία Υψηλάντη ηθοποιός
«Ξεκίνησε απαίδευτος, έδωσε τα πάντα στη δουλειά»
Ηταν μανιακός της
δουλειάς. Κι αυτό σε παρέσυρε μαζί του. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικές
λεπτομέρειες αυτής της μανίας: σε μια ταινία μας φορούσα μπλε παπούτσια,
λίγο χτυπημένα στην άκρη. Ηταν ασπρόμαυρη. Κι αυτός έσκυβε και
προσπαθούσε να βγάλει την ασπρίλα.
Μιλάμε για μια μανιακή αφοσίωση, που τον χαρακτήριζε γενικότερα
ως άνθρωπο. Σε μια σκηνή της ταινίας «Ο Θανάσης, η Ιουλιέτα και τα
Λουκάνικα» έπεφτε στη θάλασσα με όλα τα ρούχα του. Κι όταν έβγαινε για
να ξαναγυριστεί το πλάνο, δεν ξαναέβαζε μόνο τα βρεγμένα ρούχα, αλλά και
τις κάλτσες, που όμως δεν φαίνονταν στο πλάνο. Ο Θανάσης ήταν ταγμένος.
Ξεκίνησε σχεδόν απαίδευτος και έδωσε τα πάντα στη δουλειά. Κι όταν
απέκτησε κάποια χρήματα, τα έδωσε όλα στο σινεμά. Εκπληκτική περίπτωση.
Κινηματογραφικά φτιάξαμε μια σχέση υπέροχη.
- Ντίνος Κατσουρίδης σκηνοθέτης
«Να κάνει υπομονή, θα πάω να τον συναντήσω»
Είναι πολύ δύσκολη η
στιγμή για μένα, γιατί ο Θανάσης είναι ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής
μου. Δεκαέξι χρόνια περπατήσαμε χέρι χέρι, δεκατέσσερις ταινίες δικές
του και δικές μου και ανάμεσά τους τρεις μεγάλες ταινίες κατά την άποψή
μου, το «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση», «Θανάση πάρε τ' όπλο σου» και «Ο
παλαβός κόσμος του Θανάση», που άλλαξαν ριζικά και την πορεία του ίδιου
του Βέγγου.
Πριν από μερικές μέρες κηδέψαμε τον Τάσο τον Ζωγράφο, που ήταν ο
τρίτος της συντροφιάς. Να κάνει λίγη υπομονή ο Βέγγος και, λίγο πιο
νωρίς λίγο πιο αργά, θα πάω κι εγώ να τον συναντήσω. Θα βρούμε και τον
Ζωγράφο, θα λέμε τα παλιά και θα γελάμε, και μαζί μας θα γελάνε και οι
άγγελοι. Τίποτα άλλο.
No comments:
Post a Comment