Βρήκαμε τον Πατρίς Βιβάνκος στις Βρυξέλλες, όπου εργάζεται στα
προγράμματα media της Ε.Ε. Ο σκηνοθέτης, που μας έχει χαρίσει ένα
ντοκιμαντέρ για τον Αγγελόπουλο («Το πλάνο νούμερο 80») και την «Ξένια»
(1989) με πρωταγωνιστή τον σημερινό σούπερ-σταρ του γαλλικού θεάτρου και
σινεμά Ντενί Πονταλιντές, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του αφού έζησε στην
Ελλάδα δεκατρία δημιουργικά χρόνια. Κι αν δέχτηκε, δύσκολα, να θυμηθεί
την ιστορία του με τον Βέγγο, είναι, γιατί, όπως λέει, «μαζί με τον
Γιώργο Αρβανίτη και τη Θέμιδα Μπαζάκα είναι από τις πιο γλυκές
αναμνήσεις που έχω από το ελληνικό σινεμά».
- Πώς τον πείσατε; Με το ταξίδι στην Κολομβία;
«Δεν ξεκίνησα με το ταξίδι στην Κολομβία. Ξεκίνησα με δέλεαρ ένα
ρόλο σοβαρό, ένα ρόλο σχεδόν θλιβερό, με το "εσύ, Θανάση, που έκανες
πάντα ρόλους αστείους, είσαι έτοιμος να κάνεις κάτι που δεν έκανες ποτέ
στη ζωή σου;"».
- Είχαν προηγηθεί, πάντως, οι «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη, όπου επίσης είχε σοβαρό ρόλο.
«Βεβαίως. Δεν ήμουν ο πρώτος που σκέφτηκε έναν Βέγγο σοβαρό,
θλιμμένο· ο Παντελής το σκέφτηκε πρώτος. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ήμασταν
ούτε εγώ ούτε ο Παντελής οι πρώτοι που σκέφτηκαν να δώσουν στον
Μαστρογιάνι, στον Μπουρβιλ, σε διάφορους ηθοποιούς που έκαναν πάντα τον
κλόουν, σοβαρούς ρόλους. Απλούστατα εγώ δεν ήμουνα ο Παντελής Βούλγαρης.
Ημουν ένας νέος σκηνοθέτης και, επιπλέον, ένας ξένος. Και ο Βέγγος ήταν
Ο σταρ. Αν υπήρχε κάποιος σταρ στον ελληνικό κινηματογράφο αυτός ήταν.
Πήγα, πραγματικά, με πολύ low profile, με πολλή ταπεινότητα για να τον
δω. Δεν θα ήμουνα εγώ αυτός που θα ξανάφερνε στο σινεμά έναν Βέγγο με
μήνυμα κοινωνικό, αλλά πάντα βασισμένο σε σκετς, γκανγκ, αστεία και
κίνηση. Και, μάλιστα, θυμάμαι ότι του έλεγα για να τον πείσω ότι θα κάνω
κάτι "αγγελοπουλικό"».
- Αλλωστε, τον πήρε λίγα χρόνια μετά και ο Αγγελόπουλος για το «Βλέμμα του Οδυσσέα».
«Οταν έκανα μοντάζ της "Ζωής χαρισάμενης" στον μεγάλο μοντέρ
Γιάννη Τσιτσόπουλο, πήγαινε κρυφά ο Αγγελόπουλος -μου το είπε μετά ο
Γιάννης- για να δει τον Βέγγο σε σοβαρό ρόλο για να ξέρει αν μπορεί να
τον πάρει ή όχι».
- Λοιπόν, δώσατε στον Βέγγο το σενάριο και...
«Οχι, δεν του έδωσα κανένα σενάριο. Του εξήγησα απλώς τι ήταν η
ταινία, του είπα και για την Κολομβία. Αλλά και για Ιαπωνία, Αργεντινή ή
Ελβετία να του είχα πει, το ίδιο θα του έκανε. Δεν είχε κανένα πρόβλημα
ή ενδοιασμό. Στα μέσα του 1992, που του έκανα την πρόταση, ήταν 66
χρόνων. Γυρίσματα κάναμε αρχές 1993. Μου είπε το "ναι" αμέσως, την ίδια
μέρα, ύστερα από μια ώρα συζήτησης».
- Καταλάβατε γιατί; Μήπως σας συμπάθησε;
«Δεν νομίζω να ήμουν εγώ, ούτε καν οι άλλοι ηθοποιοί που τον
επηρέασαν. Του ζήτησα, μάλιστα, τι σκέφτεται για τους άλλους ρόλους, αν
προτιμάει την Εύα Κοταμανίδου ή την Αννα Φόνσου... Εχω μετανιώσει για
πολλά πράγματα γι' αυτή την ταινία, αλλά ποτέ για τον Θανάση Βέγγο. Εχω
μετανιώσει ακόμη και για την Κολομβία, θα ήταν καλύτερα να πηγαίναμε σε
άλλη χώρα. Αλλά ποτέ για τον Βέγγο».
- Γιατί; Ηταν τελικά ένας μεγάλος ηθοποιός ή απλώς ο Θανάσης Βέγγος κι αυτό σας έφτανε;
«Ηταν μεγάλος ηθοποιός και ο πιο γλυκός άνθρωπος. Στα πρώτα
γυρίσματα, που τα κάναμε στην Ελλάδα, έπρεπε κάθε φορά να του λέω: "Σε
παρακαλώ, Θανάση, το ίδιο, αλλά πιο ήρεμο. Σε παρακαλώ, μην κάνεις
νευρικές κινήσεις, μην κάνεις αυτές τις θεατρικές εκφράσεις, που έχεις
πάντα. Δεν θέλω τον Βέγγο, θέλω τον Θανάση να εκφραστεί". Και το δέχτηκε
πάντα. Στα γυρίσματα είχα πολλά προβλήματα επιβολής και εξουσίας με
άλλους ηθοποιούς, αλλά με τον Βέγγο ποτέ».
- Που ήταν και σκηνοθέτης με τόσο μεγάλη πείρα.
«Μάλιστα, ήρθε στα κρυφά δυο-τρεις φορές να μου δώσει συμβουλές
για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Ζήσαμε και μια δύσκολη εμπειρία στην
Κολομβία. Ανεβήκαμε σε 3.300 υψόμετρο χωρίς να το ξέρουμε. Η Μπογκοτά
είναι ήδη στα 2.800 μέτρα. Κάποια στιγμή πήραμε ένα τρένο (για μια
ειδική σκηνή) και χωρίς να το καταλάβουμε, και βεβαίως χωρίς εγώ να το
σκεφτώ, ανεβαίναμε και ανεβαίναμε... Σου κόβεται η ανάσα στα 3.300
μέτρα. Οχι σε μένα, αλλά ο Μοσχίδης είχε μεγάλο πρόβλημα, είχε μια ατάκα
να πει και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Σταματήσαμε το τρένο και,
βεβαίως, ήμασταν στη μέση του πουθενά, ούτε ελικόπτερο ούτε τηλέφωνο
ούτε κινητό τηλέφωνο στην Κολομβία. Τότε ακριβώς θυμάμαι ότι ο Βέγγος
έκανε για μοναδική φορά τον Βέγγο μπροστά στον Μοσχίδη που δεν
αισθανόταν καλά... Του έκανε τον Βέγγο για να γελάσει... "Σε παρακαλώ,
βρε Γιώργο", με εκείνη την αστεία φωνή που είχε στις ταινίες της
δεκαετίας του '70».
- Πώς συμπεριφέρθηκε κατά τ' άλλα ο Βέγγος στην
Κολομβία, μια τόσο καινούργια, σχεδόν εξωτική χώρα; Το 'παιξε και λίγο
τουρίστας; Είχε περιέργεια;
«Καθόλου. Η Κοταμανίδου ναι, ο Μοσχίδης ναι, ο Γιωτόπουλος ναι. Ο
Βέγγος όχι. Δεν είχε καθόλου όρεξη να πάει στο μουσείο ή να γνωρίσει
τους τουριστικούς τόπους που τα Σάββατα και τις Κυριακές προσπάθησα να
δούμε με κάποια συνοδεία, γιατί βεβαίως μιλάμε για την Μπογκοτά, μια
πόλη επικίνδυνη, με τεράστια εγκληματικότητα».
- Πώς εξηγείτε αυτή την αδιαφορία του Βέγγου; Ηταν κλειστός και μελαγχολικός;
«Εχω σχηματίσει μια άποψη. Κάναμε γυρίσματα πρώτα στην Ελλάδα
και μετά στην Κολομβία. Νομίζω ότι μετά την Ελλάδα, όπου όταν
εμφανιζόταν για γύρισμα γινόταν χαμός από τον κόσμο που τον αναγνώριζε,
στην Κολομβία, που δεν τον ήξερε κανένας, ανακάλυψε μια πρωτόγνωρη γι'
αυτόν ησυχία. Νομίζω ότι έζησε στην Μπογκοτά, που είναι μια πόλη 10
εκατομμυρίων ανθρώπων, με χάος και τρομερό θόρυβο, δηλαδή μια Αθήνα επί
δύο, και επιπλέον με μια βία που δεν υπάρχει στην Ελλάδα -σκοτώνονται
10-15 άτομα καθημερινά-, σαν να ήταν στη... Σαχάρα, στην ερημιά. Ηταν
ένας τόπος που μπορούσε να βγει στο περίπτερο της γωνίας να πάρει μόνος
του τα τσιγάρα του και να μην έχει να εξηγήσει "α, τι κάνεις, ρε
Θανάση..."».
- Τι σας έχει μείνει πιο έντονα από τη συνεργασία σας με τον Θανάση Βέγγο;
«Το ότι ήταν ο πρώτος και ο μοναδικός που κατάλαβε στην Κολομβία
ότι δεν μπορούσα να ελέγξω σωστά την ταινία. Μου το έλεγε κάποιες
στιγμές, πάντα έμμεσα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια του, αλλά μου έλεγε:
"Ρε Πατρισάκι μου, να ελέγχεις, να ελέγχεις τη στάση μου". Ξέρετε, με
αυτή τη φωνή που έλεγες ότι θα κλάψει την επόμενη στιγμή. Ηταν ο
μοναδικός που ένιωθε ότι η ταινία δεν μπήκε στο σωστό δρόμο. Αυτό το
στοιχείο του Θανάση ήταν το πιο έντονο για μένα, όχι τόσο η απλότητά του
ως ανθρώπου και η συμπάθεια που είχε για όλους, αλλά το ότι ένιωσε πριν
από μένα και πριν από όλους τους άλλους ότι η ταινία δεν πήγαινε καλά».
- Ηξερε καλά από σινεμά.
«Από σινεμά, από δημιουργία, από ανθρώπους».
- Οταν είδε την ταινία τελειωμένη, τι είπε;
«Τίποτα. Μου χαμογέλασε, με φίλησε και δεν είπε τίποτα».
- Ο θάνατός του, εκεί στις Βρυξέλλες, ταξίδεψε αμέσως;
«Από το πρωί όλοι για τον Βέγγο μού λένε... Τι να πω; Ηταν ο πιο
απλός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στο χώρο του σινεμά. Πολύ περίεργο,
γιατί ήταν και πολύ διάσημος. Εχω δουλέψει -και πριν από την Ελλάδα και
μετά την Ελλάδα- με πολύ σημαντικά πρόσωπα, με τον Αλέν Ντελόν, για
παράδειγμα, και όχι μόνο ως σκηνοθέτης, αλλά ως επικεφαλής φεστιβάλ, ως
παραγωγός... Τέτοια φοβερή ταπεινότητα δεν ξανασυνάντησα. Ο Θανάσης
ήθελε με απόλυτη ειλικρίνεια να είναι ο πατέρας, ο νονός του γυρίσματος,
αλλά ακόμα κι έξω από τα γυρίσματα. Οταν έβλεπε κάποιον λίγο
θλιμμένο,πάντα τον πλησίαζε. Είχε μια πατρική στάση για όλους».*
No comments:
Post a Comment