Σαββατόβραδο στην ταβέρνα του Λεωνίδα στο Λιγουριό, και μες στη
χαρούμενη ακαταστασία που φέρνει μαζί του ο κόσμος ύστερα από κάθε
παράσταση στην Επίδαυρο, ο Μηνάς Χατζησάββας μιλούσε κατενθουσιασμένος.
Οχι για τη δική του ερμηνεία στην αριστοφανική «Ειρήνη», αν και
καταχειροκροτήθηκε ως Ιεροκλής, αλλά γι' αυτήν του Θανάση Βέγγου και την
επιβράβευσή της από το κοινό. Την επιβράβευση, τελικά, μιας προσφοράς
35 χρόνων. «Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί! Ούτε για τον Μινωτή ούτε για
κανένα», έλεγε. «Μόνο για τον Νέζερ λίγο πριν πεθάνει», θυμόταν καλύτερα
ο Γιάννης Βούρος. Αλλά έβρεχε σ' εκείνη την παράσταση του Νέζερ; Αυτή
τη φορά, 12 χιλιάδες μουσκεμένοι θεατές, όρθιοι, στο τέλος, πανηγύριζαν:
«Βέγγος - Βέγγος!» Κι όσο εκείνος, κόκκινος από ντροπή και δακρυσμένος,
τραβιόταν πίσω να κρυφτεί ανάμεσα στους συναδέλφους του, που επίσης τον
χειροκροτούσαν, τόσο το κοινό επευφημούσε, αφήνοντας τις λιγοστές,
εξάλλου, ομπρέλες κατά μέρος.
Ηταν το πιο ανακουφιστικό τέλος μιας αγχώδους μέρας. Θα νικούσε η
βροχή ή η παράσταση; Το απόγευμα έδειχνε το πρώτο. Τα μαύρα σύννεφα
ξέσπασαν σε μια απειλητική μπόρα που, όμως, ξεθύμανε εγκαίρως. Γύρω στις
8.00, το μποτιλιάρισμα που σχηματίζεται πάντα μεταξύ Λιγουριού και
θεάτρου για τις δημοφιλέστερες παραστάσεις ήταν και πάλι μπροστά μας και
οι τροχονόμοι έμοιαζαν να σφυρίζουν σαν διαιτητές την έναρξη του ματς.
Πολύ άγχος!
Ματς; Ε, ναι. Για τον Βέγγο, αυτή η παράσταση έμοιαζε με πυγμαχικό
αγώνα με τον εαυτό του. Και τι δεν ακούγεται για το άγχος που είχε από
τη στιγμή που είπε το ναι στον Γιώργο Μιχαηλίδη: Πως, όταν πληροφορήθηκε
ότι η πρόταση της παράστασης εγκρίθηκε, έκανε πίσω, γιατί, λέει, είχε
πει το ναι πιστεύοντας το αντίθετο. Πως ζήτησε έπειτα να παίξει κάποιον
άλλο ρόλο, πάντως όχι, να χαρείτε, τον πρωταγωνιστικό. Πως, όταν πήγε
πρώτη φορά στην Επίδαυρο για πρόβες, τον πήρανε τα δάκρυα. Πως έφυγε απ'
το «Ξενία» και πήγε σε ξενοδοχείο στην Παλιά Επίδαυρο, όχι μόνο γιατί
το δωμάτιό του είχε κάποιο πρόβλημα, αλλά και γιατί δεν άντεχε τόση
ησυχία. Κι, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει συνήθως με τις φήμες, αυτές
πρέπει να 'ναι αληθινές. Αλλωστε, ο ίδιος δεν είχε υπογράψει το μοναδικό
σημείωμά του προς τους δημοσιογράφους ως «ένας φοβισμένος Τρυγαίος»;
Πόσο άδικο είχε. Η φωνή του και μόνο, όταν άρχισε η παράσταση,
ήταν αρκετή για να ξεσηκώσει γέλια και χειροκροτήματα, που εντάθηκαν,
βέβαια, όταν εμφανίστηκε ο ίδιος. Το βομβαρδισμένο νεοκλασικό που είχε
στήσει ο Μανώλης Παντελιδάκης ήταν ο πρώτος από πολλούς ετεροχρονισμούς:
κοστούμια και φορέματα σημερινά, αλλά και πιστόλια και μηχανήματα και
ορθόδοξοι ιερείς και ψησταριές και τέρατα σαν από αμερικανικά κόμικς
εναλλάσσονταν στην ορχήστρα του θεάτρου ενταγμένα στην εξέλιξη του
έργου. Μαζί με άλλα ευρήματα, λεκτικά, του Παύλου Μάτεσι και
σκηνοθετικά, φυσικά, του Μιχαηλίδη, προκάλεσαν αρκετές φορές τα γέλια
και τα χειροκροτήματα του κόσμου, που ήταν, πάντως, καρφωμένος τελικά
πάνω στον παλιό, καλό Βέγγο.
Πώς θα αντιδρούσε το κοινό, αν ο σκηνοθέτης τον ήθελε αλλιώς;
Ισως την απάντηση να δίνει ότι το δυνατότερο χειροκρότημα πριν από το
τέλος, ο κόσμος, και μαζί του οι Νίκος Σηφουνάκης, Σταύρος Δήμας, Νίκη
Τριανταφυλλίδη, Γρηγόρης Βαλτινός, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Μαρίνα
Λαμπράκη-Πλάκα, Γιώργης Χριστοφιλάκης (και, περιέργως, ελάχιστοι άλλοι
καλλιτέχνες), το χάρισαν σε μια ατάκα δική του, όχι του Αριστοφάνη:
«Καλοί μου άνθρωποι!» Καλέ μας Θανάση...
«Τη φάγαμε!»
«Τη φάγαμε τη βροχή!». Το 'πε κι ο ίδιος μια στιγμή στα παρασκήνια. Και
πράγματι, μολονότι μερικές δεκάδες θεατών έφυγαν τις δυο φορές που το
αδιάκοπο ψιλόβροχο δυνάμωσε, το μεγάλο θέατρο παρέμεινε σχεδόν γεμάτο.
Στο τέλος, όλοι ήταν μούσκεμα: Ο κόσμος από τη βροχή. Κι ο Βέγγος, που
δεν τον πετυχαίνουν οι σταγόνες έτσι αεικίνητος που παραμένει, από τα
δάκρυα. Δάκρυα κι έπειτα στα παρασκήνια, ανάμικτα επιτέλους με χαμόγελα.
Ποτέ άλλοτε ολόκληρη Επίδαυρος δεν φώναζε ρυθμικά τ' όνομα ενός
πρωταγωνιστή, που δεν είχε ξαναπατήσει εκεί ούτε σαν κομπάρσος. «Σε σας
το χρωστάω!» έλεγε έπειτα στους θεατές, που έρχονταν για συγχαρητήρια
και αυτόγραφα. «Πάντως, ο Τρυγαίος με εμπιστεύτηκε νομίζω, και τον
ευχαριστώ πολύ. Ας με συγχωρήσει η Επίδαυρος, δεν ήταν όλα τέλεια, αλλά η
πρωτιά μου ήταν», είπε στην τηλεόραση. «Είκοσι χρόνια! Είκοσι χρόνια
λέω όχι. Αλλ' αυτή τη φορά είπα, χαλάλι σου Μιχαηλίδη, πάμε!» συνέχισε
στην ταβέρνα, όπου πάνε παραδοσιακά οι συντελεστές των παραστάσεων, ενώ ο
σκηνοθέτης άκουγε ικανοποιημένος. Κι όταν αραίωσαν τα φλας, κάθησε
ήσυχος επιτέλους στο τραπέζι. Ομως όχι των πρωταγωνιστών. Αλλά σ' ένα
μικρότερο, στην άκρη, με την οικογένειά του.
(Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην "Ε", 10/07/1995)
No comments:
Post a Comment