- ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ: "Κάθε μέρα μου έφερνε φαγητό"
«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν! Το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!
Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέριια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο!
“Τι κάνεις;” τον ρωτάω. “Θα πεθάνεις εδώ πάνω” απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μέσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ηταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.
Η “Μαγική Πόλη” και όλο αυτό το φτωχικό νεορεαλιστικό ντεκόρ της πάλι στον Βέγγο οφειλόταν. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα σπίτι του στο Φάληρο... Τέτοια φτώχεια δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου εγώ, ο γόνος μεγαλοαστών που μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Γύρισα σπίτι θυμάμαι κι έπιασα τη μάνα μου. Με είχε ταράξει η φτώχεια μαζί με την καλοσύνη του Θανάση. Τότε, είπα: “Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να καταπιαστώ, τον πόνο και την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων θέλω να δείξω...”. Και το έκανα, πιστεύω»!
- ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: «Ποτέ δεν ξεπέρασε το “πρόβλημα”»
«Θυμάμαι ότι στο Σιδηροχώρι, όπου έμεινε δύο μέρες γιατί είχε μικρό ρόλο στην ταινία, όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Είχε βάλει τα ρούχα του ρόλου και περίμενε μέχρι τις 6.30 το πρωί που ξυπνάγαμε για να αρχίσει το γύρισμα. Ηταν ο απίστευτος συνεργάτης. Ετοιμος κάθε στιγμή με τρομακτικό άγχος και ποτέ δεν ξεπέρασε αυτό το πρόβλημα που είχαν όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί. Ηταν έτοιμος και πάντα με ρωτούσε αν ήταν καλός, αν εξυπηρέτησε με τη συμμετοχή του τις ανάγκες της ταινίας».
- ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Η πρώτη ημέρα που βγήκε στη σύνταξη
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Παύλου Κοντογιαννίδη όταν μας περιγράφει την πρώτη ημέρα που ο ηθοποιός βγήκε στη σύνταξη: «Ηρθε στο θέατρο με ένα κουτί γλυκά, συνήθως μας έφερνε γαλακτομπούρεκα. Τον ρωτήσαμε “τι γιορτάζουμε, Θανάση;” και μας απάντησε “πήρα τη σύνταξή μου, 75.000 δρχ., και έφερα γλυκά για να σας κεράσω».
- ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: «Μοναδική περίπτωση εσωστρεφούς»
«Ο Βέγγος ήταν σχολαστικός με την καθαριότητα, όλοι το γνώριζαν αυτό. Εμείς λοιπόν πηγαίναμε και του λερώναμε το καμαρίνι. Το έπαιρνε είδηση και φώναζε: “πάλι εσείς, κατεργάρηδες;”. Γελούσαμε αλλά δεν ξανοιγόταν πολύ. Υπήρξε μοναδική περίπτωση εσωστρεφούς ανθρώπου» λέει στην «Espresso της Κυριακής» ο ηθοποιός.
- ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ: «Οι τσέπες του ήταν πάντα… τρύπιες»
Και ο Κώστας Τσάκωνας συμπληρώνει: «Ομως, οι τσέπες του Βέγγου ήταν πάντα… τρύπιες. Οταν πληρωνόταν τη δεκαημερία από το θέατρο, γυρνούσε στο σπίτι και δεν είχε να δώσει δραχμή στην κυρία Ασημίνα. Κι αυτό γιατί στο θέατρο έρχονταν χήρες και ορφανά για να τις βοηθήσει. Στις δε χρυσές εποχές, όταν περνούσε με τη βέσπα του από την Ομόνοια, σταματούσε σε όποιον του άπλωνε το χέρι για να τον ελεήσει».
- ΣΟΦΗ ΖΑΝΙΝΟΥ: Η πλάκα των Ζανίνο, Μπάρκουλη
- ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΥΛΑΚΗΣ: «Συνέχεια έτρεχε και χτυπούσε»
Η σκηνή που του έχει μείνει από τον Θανάση; «Πηγαίναμε στο Μοναστηράκι για να αγοράσουμε υλικά για τα σκηνικά της παράστασης. Σε όλη τη διαδρομή ο κόσμος του φώναζε: “Θανάση, ξέρεις από βέσπα;”. Και εκείνος τους χαιρετούσε: “γεια σας, καλοί μου άνθρωποι”».
- ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Το κλάμα που δεν έβγαινε από τον ρόλο
«Στις πρόβες του “Τρελού του Λούνα Παρκ” (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. “Δάσκαλε, αδύνατον να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θαλάσσης, κατάλαβέ το” έλεγε στον Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. “Κι όμως, Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου πρέπει να κάτσεις σε αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς δεν βγαίνει συγκίνηση” του επεσήμανε ο σκηνοθέτης.
Πράγματι, στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Ορθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια και του λέει: “Είδες, Θανάση μου, που είχα δίκιο;”. Και ο Βέγγος του απάντησε: “Δάσκαλε, δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά”»...
- ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: «Αισθανόταν ανασφαλής στο θέατρο»
- ΑΛΕΚΟΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΟΣ: «Κάνε κάτι στον Βέγγο να γελάσουμε»
«Ο Θανάσης ήθελε να του λες τις ατάκες με τη σειρά τους, αν τις άλλαζες, πάθαινε μπλακάουτ. Επαιζε με τον δικό του τρόπο, πολύ δύσκολος και προβληματικός στη συνεργασία, ήθελε τρομερή προσοχή! Γιατί μπορούσε να σταματήσει την παράσταση, αν δεν γινόντουσαν όλα όπως αυτός ήθελε.
Προχωρώντας οι παραστάσεις είχαμε παίξει τα ίδια και τα ίδια λόγια κάθε βράδυ. Επρεπε να κάνουμε και καμιά πλάκα μεταξύ μας στη σκηνή για να σπάει η μονοτονία και η ανία, χωρίς φυσικά να καταλάβει κάτι το κοινό κάτω στην πλατεία. “Ελα, ρε Αλέκο”, μου έλεγαν οι συνάδελφοι, “κάνε κάτι στον Βέγγο να γελάσουμε”!
Φυσικά, για να μη σταματήσει η παράσταση τον κάλυψα, είπα εντάξει, ρε Θανάση, πήγαινε και άνοιξε την πόρτα και πήγαινε στη δουλειά σου. Και άμα έρθει η Νόρα Ράλλη, θα σε φωνάξω, και έφυγε σαν βρεγμένη γάτα».
- ΧΡΥΣΑ ΔΟΤΣΙΟΥ, ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ, ΕΣΠΡΕΣΣΟ, 8.5.2011
No comments:
Post a Comment