Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
Οι γούνες ανταλλάσσονται με λευκές ρόμπες. Η λύτρωση είναι όλη μπροστά μας. Σκηνή από την «Ελλειψη Χώρου» του Μάρταλερ |
Σε αναζήτηση της θεατρικής ευτυχίας, ο επαγγελματίας επισκέπτης ενός Φεστιβάλ πηγαίνει στις παραστάσεις κάθε φορά με την προσδοκία ότι αυτή ίσως είναι η βραδιά. Οποία απογοήτευση όταν δυο εκ των τριών επιφανέστερων συμμετοχών στη Βιέννη φέτος απείχαν παρασάγγας από μια τέτοια νίκη. Οι αριστοκρατικά πληκτικές «Δούλες» του Λουκ Μποντί, καλλιτεχνικού διευθυντή των ετήσιων βιεννέζικων εκδηλώσεων, και το θλιβερά μάταιο χάπενινγκ του Ροντρίγκο Γκαρσία «Κάποτε στη ζωή πρέπει να σταματήσεις να γελοιοποιείσαι». Ευτυχώς, η τρίτη γκλαμ παρουσία του Φεστιβάλ μάς αποζημίωσε. Η «Ελλειψη Χώρου», τελευταία παραγωγή του Ελβετού σκηνοθέτη-συνθέτη Κρίστοφ Μάρταλερ, είναι μία ακόμη ποιητικά μελαγχολική, καυστικά αστεία και εκρηκτική ανάλυση της δυτικής πραγματικότητας, από τον δημοφιλέστερο θαυματοποιό της γερμανικής σκηνής των τελευταίων χρόνων.
Στριμωγμένοι σε ένα εναέριο τρενάκι στον ανήφορο προς ένα ορεινό «SPA» πολυτελείας, ειδικευμένο σε θέματα γήρατος και θανάτου, οχτώ λουσάτοι κύριοι και κυρίες τιτιβίζουν χαρούμενα για τις υψηλές προσδοκίες τους από τις θεραπείες και τα προγράμματα του περίφημου «Δρος Κτίστοφ Μ.». Υποψίες ότι το γήρας μπορεί να παλεύεται, όμως ο θάνατος εξακολουθεί να είναι απαζάρευτος, δεν έχουν ακόμη σκιάσει τις απονήρευτες ψυχές τους.
Στην πύλη της σουρεαλιστικής κλινικής για «δυτικούς ανθρώπους», υποδέχεται τους νεοαφιχθέντες ένα είδος βλοσυρού «Αρχάγγελου Γαβριήλ». «Ποτέ μη λησμονούμε πως θα μας δικάσει Αυτός που μας έπλασε». Η φράση αντηχεί αρκετές φορές ανάμεσα σε συνεδρίες για λιποαναρρόφηση, πλαστικές επεμβάσεις, εμφυτεύσεις μαλλιών, «μπαλονάκια», βηματοδότες, μεταμόσχευση οργάνων. Γούνες, περούκες, περουκίνια, κοσμήματα ανταλλάσσονται με λευκές ρόμπες και οι ασθενείς αραδιάζονται για ανάπαυση στις λευκές ξαπλώστρες του αντισηπτικού σκηνικού.
Κάπου κάπου αποτολμούν κανένα μικρό χορευτικό, αλλά τον περισσότερο χρόνο τραγουδούν με μαγευτική δεξιοτεχνία, ντυμένη σε ύφος «άτσαλο», Σούμπερτ και Μάλερ, σε απίθανους παλαιότροπους συνδυασμούς, πένθιμους ή χαρωπούς, σόλο ή εν χορώ, και καντάτες του Μπαχ σε παραλλαγή λοξών «χιτς». Στα ενδιάμεσα, η παρέα απαγγέλλει αποσπάσματα Πόε και Αρτό περί αυτοχειρίας, σχολιάζει προσφορές διαμερισμάτων στο Εκείθεν και φέρετρα από Ανατολική Ευρώπη.
Συνεχείς παράλληλες δραστηριότητες (ο θυρωρός μεταφέρει έναν κουβά, ένας ασθενής εξομολογείται, δυο νοσοκόμοι τραγουδούν στα keyboards Σινάτρα - «You can win if you want», είτε «παγώνουν» ξαφνικά σε απόλυτη σιγή ή διακόπτονται από θορύβους «χειρουργείου» - τσιρίδες, τρυπάνια, πριόνια, λιποαναρροφητικές αντλίες.
Ενα πανούργο κολάζ λόγου και μουσικής, με το χαρακτηριστικό φλεγματικό τέμπο-Μάρταλερ και τη διορατική κοινωνική ματιά του σκηνοθέτη και του μεγαλειώδους θιάσου του, που με την ίδια μαεστρία υποδύονται, παίζουν μουσικά όργανα, τραγουδούν.
Το οικείο μικρό σύμπαν του Μάρταλερ. Από τον κοκαλιάρη Veli Jaggi μέχρι τον ολοστρόγγυλο Josef Ostendorf, δεκαπέντε χρόνια, όλοι σαν παλιοί γνωστοί. Αυτή τη φορά επελαύνουν ως αναγνωρίσιμα πρότυπα σύγχρονης ευμάρειας -επιτυχημένοι, υπερδραστήριοι, κυνικοί, δέσμιοι φόβων, μοναξιάς, εμμονών νεότητας. Πίσω από τα γκαγκς και το κλίμα ελαφρότητας χασμουριέται ο τρόμος.
Ενα αλύπητο ξεγύμνωμα των χορτάτων αυτής της Γης. Κοινωνική κριτική χωρίς διδακτισμό, στο ιδιάζον ύφος των παραστάσεων του Μάρταλερ. Εύθυμα - ειρωνικά και μαζί απέραντα μελαγχολικά διερευνάται το σύστημα αξιών της σύγχρονης ευμάρειας.
Ταξίδι χωρίς επιστροφή για τους προνομιούχους του απανταχού καπιταλισμού, που στην αναζήτηση παράτασης της ημερομηνίας λήξης του εύπορου σαρκίου τους καταλήγουν ενθουσιώδεις αυτόχειρες, ευγνώμονες δωρητές οργάνων σε μια καλοστημένη, κερδοφόρα επιχείρηση «θανάτου». «Η μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο είναι η αυτοθυσία!». «Χαρίστε τα όργανά σας! Χρειάζονται», φωνάζει στο μικρόφωνο ο φροντιστής - «βοηθός Χάρου». Αποδεχόμενοι μια δική τους πορεία προς τον Γολγοθά, οι πελάτες τραγουδούν εν χορώ και με αγαλλίαση αποσπάσματα από τα «Κατά Ματθαίον Πάθη»... *
Στριμωγμένοι σε ένα εναέριο τρενάκι στον ανήφορο προς ένα ορεινό «SPA» πολυτελείας, ειδικευμένο σε θέματα γήρατος και θανάτου, οχτώ λουσάτοι κύριοι και κυρίες τιτιβίζουν χαρούμενα για τις υψηλές προσδοκίες τους από τις θεραπείες και τα προγράμματα του περίφημου «Δρος Κτίστοφ Μ.». Υποψίες ότι το γήρας μπορεί να παλεύεται, όμως ο θάνατος εξακολουθεί να είναι απαζάρευτος, δεν έχουν ακόμη σκιάσει τις απονήρευτες ψυχές τους.
Στην πύλη της σουρεαλιστικής κλινικής για «δυτικούς ανθρώπους», υποδέχεται τους νεοαφιχθέντες ένα είδος βλοσυρού «Αρχάγγελου Γαβριήλ». «Ποτέ μη λησμονούμε πως θα μας δικάσει Αυτός που μας έπλασε». Η φράση αντηχεί αρκετές φορές ανάμεσα σε συνεδρίες για λιποαναρρόφηση, πλαστικές επεμβάσεις, εμφυτεύσεις μαλλιών, «μπαλονάκια», βηματοδότες, μεταμόσχευση οργάνων. Γούνες, περούκες, περουκίνια, κοσμήματα ανταλλάσσονται με λευκές ρόμπες και οι ασθενείς αραδιάζονται για ανάπαυση στις λευκές ξαπλώστρες του αντισηπτικού σκηνικού.
Κάπου κάπου αποτολμούν κανένα μικρό χορευτικό, αλλά τον περισσότερο χρόνο τραγουδούν με μαγευτική δεξιοτεχνία, ντυμένη σε ύφος «άτσαλο», Σούμπερτ και Μάλερ, σε απίθανους παλαιότροπους συνδυασμούς, πένθιμους ή χαρωπούς, σόλο ή εν χορώ, και καντάτες του Μπαχ σε παραλλαγή λοξών «χιτς». Στα ενδιάμεσα, η παρέα απαγγέλλει αποσπάσματα Πόε και Αρτό περί αυτοχειρίας, σχολιάζει προσφορές διαμερισμάτων στο Εκείθεν και φέρετρα από Ανατολική Ευρώπη.
Συνεχείς παράλληλες δραστηριότητες (ο θυρωρός μεταφέρει έναν κουβά, ένας ασθενής εξομολογείται, δυο νοσοκόμοι τραγουδούν στα keyboards Σινάτρα - «You can win if you want», είτε «παγώνουν» ξαφνικά σε απόλυτη σιγή ή διακόπτονται από θορύβους «χειρουργείου» - τσιρίδες, τρυπάνια, πριόνια, λιποαναρροφητικές αντλίες.
Ενα πανούργο κολάζ λόγου και μουσικής, με το χαρακτηριστικό φλεγματικό τέμπο-Μάρταλερ και τη διορατική κοινωνική ματιά του σκηνοθέτη και του μεγαλειώδους θιάσου του, που με την ίδια μαεστρία υποδύονται, παίζουν μουσικά όργανα, τραγουδούν.
Το οικείο μικρό σύμπαν του Μάρταλερ. Από τον κοκαλιάρη Veli Jaggi μέχρι τον ολοστρόγγυλο Josef Ostendorf, δεκαπέντε χρόνια, όλοι σαν παλιοί γνωστοί. Αυτή τη φορά επελαύνουν ως αναγνωρίσιμα πρότυπα σύγχρονης ευμάρειας -επιτυχημένοι, υπερδραστήριοι, κυνικοί, δέσμιοι φόβων, μοναξιάς, εμμονών νεότητας. Πίσω από τα γκαγκς και το κλίμα ελαφρότητας χασμουριέται ο τρόμος.
Ενα αλύπητο ξεγύμνωμα των χορτάτων αυτής της Γης. Κοινωνική κριτική χωρίς διδακτισμό, στο ιδιάζον ύφος των παραστάσεων του Μάρταλερ. Εύθυμα - ειρωνικά και μαζί απέραντα μελαγχολικά διερευνάται το σύστημα αξιών της σύγχρονης ευμάρειας.
Ταξίδι χωρίς επιστροφή για τους προνομιούχους του απανταχού καπιταλισμού, που στην αναζήτηση παράτασης της ημερομηνίας λήξης του εύπορου σαρκίου τους καταλήγουν ενθουσιώδεις αυτόχειρες, ευγνώμονες δωρητές οργάνων σε μια καλοστημένη, κερδοφόρα επιχείρηση «θανάτου». «Η μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο είναι η αυτοθυσία!». «Χαρίστε τα όργανά σας! Χρειάζονται», φωνάζει στο μικρόφωνο ο φροντιστής - «βοηθός Χάρου». Αποδεχόμενοι μια δική τους πορεία προς τον Γολγοθά, οι πελάτες τραγουδούν εν χορώ και με αγαλλίαση αποσπάσματα από τα «Κατά Ματθαίον Πάθη»... *
2 - 11/10/2008
No comments:
Post a Comment