Saturday, September 6, 2008

Από τη μαστορική στη βιοτεχνία

Κριτική - Γιάννης Βαρβέρης

Κάρλο Γκολντόνι Η Λοκαντιέρα, σκην.: Βασίλης Νικολαΐδης. Θέατρο: ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου

Αν σήμερα μετράμε τον Γκολντόνι ως θεατρική μεγαλοφυΐα είναι επειδή απελευθέρωσε τη σκηνή από την αυτοσχεδιαστική «δεσποτεία» των ηθοποιών και προμήθευσε το ιταλικό, και μέσω αυτού το παγκόσμιο, θέατρο με άρτια έργα. Παρά τον διωγμό που υπέστη από τους φανατικούς υποστηρικτές της παράδοσης και ιδίως τον Κάρλο Γκότσι, ο λογοκρατούμενος Βενετσιάνος δικηγόρος επαναστάτησε αποτελεσματικά έναντι της ομιλούσας κίνησης, λάβαρου της κομέντια, και ουσιαστικά θεατροποίησε το θέατρο: Δημιούργησε πάγιο γλωσσικό οργανισμό και μετέτρεψε τους πρώην τύπους σε προπλάσματα χαρακτήρων. Εξάλλου, ο λογικός ειρμός και το συγκεκριμένο καλούπι είναι πια κατά τον 18ο αιώνα αναντίρρητες αστικές επιταγές.

Έτσι, ο ανανεωτής Γκολντόνι καθιστά τον λόγο ισότιμο με την υπόκριση και κατ’ ουσίαν καταργεί την κομέντια, όσο και αν μερικά εξωτερικά χαρακτηριστικά της σαφώς επιβιώνουν μέσα στο έργο του. Και την καταργεί επειδή το εκφραστικό σύμπαν της κομέντια είναι μέχρι τότε ένα πλήρες, αυτόνομο και λειτουργικό σύστημα διατύπωσης πράξεων, αντιδράσεων, αισθημάτων. Οταν αυτά αρχίζουν να εκφράζονται με τον λόγο, η μιμική έρχεται σε δεύτερη μοίρα, επικουρική. Πρόκειται πια για μια μιμική με αλλοιωμένες συμπεριφορές, παρακολουθηματικές του λόγου και μοιραία υπαγορευόμενες απ’ αυτόν. Άρδην αλλαγή των κωδίκων. Αρα, το θεατρικό στοίχημα στον μεταβατικό Γκολντόνι –και βέβαια και στην κλασική «Λοκαντιέρα»– έγκειται στο να βρεθεί ένας σύγχρονος, και όχι αναγκαστικά εκσυγχρονιστικός, τρόπος ώστε το σώμα της τερπνής κωμωδίας να μας περιέλθει ως προϊόν πρώιμου ηθογραφικού θεάτρου μέσα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (μια τέτοια πολύ επιτυχή, νομίζω, προσπάθεια είδαμε προ χρόνων από τον Λ.Βογιατζή με τους «Αγροίκους»).

Καθώς και στη «Λοκαντιέρα» ο αυτοσχεδιαστικός οίστρος μεταποιείται σε λόγο, μοιάζει ανάγκη αδήριτη η υπεροχή ακριβώς αυτού του λόγου απέναντι στα υπόλοιπα παραφερνάλια, όπως επίσης και η σχετική «αθωότητα» της παράστασης μέσα από την επεξεργασμένη σύνθεση της συμπεριφοράς σωμάτων και ομιλιών. Η πολυμήχανη Μιραντολίνα, ανάφτρα ξενοδόχα που βασανίζει τον ανδρικό πληθυσμό με όποια τερτίπια ταιριάζουν στο κάθε άρρεν, είναι μια πρώιμη φεμινίστρια, χαριτωμένη και σαδιστική, στον καθρέφτη της οποίας θα αποτυπωθούν τα υποκριτικά ήθη των ευγενών της εποχής της. Και είναι πράγματι ιδιοφυής ο τρόπος με τον οποίο, κατά πλήρη οικονομία, ο Γκολντόνι διαβάζει με οξυδέρκεια και ειρωνεία τους δορυφορικούς της Μιραντολίνας τύπους, που οι ίδιοι κοιλοπονούν τους εαυτών χαρακτήρες και ταυτόχρονα τον αρτιγέννητο ηθολογικό τους κώδικα.

Τα ΔΗΠΕΘΕ, ένας εθνικά χρησιμότατος όσο και χειμαζόμενος θεσμός («δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι») είναι ανάγκη πάσα να χρηματοδοτηθούν ή να κλείσουν. Αυτός ο φαρισαϊσμός των ελεούντων ψιχίων παράγει γκρίνια, μιζέρια και μετριότητα, ιδίως αν προσθέσει κανείς τη συνήθη μικροψυχία και ολιγόνοια των δημοτικών αρχόντων, η οποία ταλανίζει τους απροστάτευτους και συχνά εν εδωλίω καλλιτεχνικούς διευθυντές.

Η παράσταση

Παρά τη γενική ένδεια μέσων, το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου έστησε μια «Λοκαντιέρα» ταχύρρυθμη, φιλολογικά προσεγμένη δίχως φιλολογικούρες, διδαγμένη ανάμεσα στο στείρο στερεότυπο των τύπων και στη δημιουργική εξέλιξή τους. Έντονα παραδοσιακή η παράσταση του Βασίλη Νικολαΐδη, γι’ αυτό και επίτηδες μουσικά τετιμημένη από προκλασικό Βιβάλντι, υπήρξε δεμένη, με τις κρυμμένες αναλύσεις της χωνεμένες στον πυρετικό της ρυθμό. Το δραματικό φινάλε με εγκαταλελειμμένη, «τιμωρημένη» τη Μιραντολίνα υπήρξε ευτυχής και νόμιμη πρόταση σύγχρονης κοινωνικής ηθικής. Αστραπιαίες σκηνές όπως εκείνη του Μαρκήσιου και των δύο θεατρίνων για το χαμένο μπουκαλάκι, σίγουρα ανθολογούνται. Η καλύτερη μετάφραση «Λοκαντιέρας» που ξέρω έχει φιλοτεχνηθεί από τον πολύτιμο Κωστή Σκαλιόρα. Αλλά και η Αγαθή Δημητρούκα υπηρέτησε με ρέοντα και ακριβή λόγο τον Γκολντόνι, υπογραμμίζοντας τα πιο κωμικά στοιχεία με νόμιμες και ευεργετικές παραχωρήσεις σε λίγες, πιο λαϊκές, φαιδρογόνες εκφράσεις. Ο Γιάννης Μετζικώφ, δεινός κοστουμίστας, παρέμεινε αλλά και σχολίασε με αγαθό χιούμορ την εποχή. Σημαντικότερο θεωρώ το απλούστατο αλλά λειτουργικό σκηνικό του, επειδή τα χρώματά του μετέφεραν ατμόσφαιρα και μια υπόρρητη μελαγχολία που συνομιλούσε με τα παθήματα των ηρώων.

Χαρακτήρες

Ο Νικολαΐδης δούλεψε σαν σε εργαστήρι – χωρίς ονόματα κουδουνιστά, αλλά με στέρεη διδασκαλία που φαινόταν κι ας μην πραγματωνόταν πάντα. Η Μαρία Παρασύρη είναι μια νέα, δροσερή ηθοποιός που ενωτίσθηκε τη μιμική και το νάζι της σουμπρέτας, αλλά απέχει από το ταμπεραμέντο και τους χυμούς μιας Μιραντολίνας. Ο ιππότης Λευτέρης Ζαμπετάκης, ταχύλογος, άπειρος, τρακαρισμένος και πολύ νευρικός, δεν ξεπέρασε τα ελαττώματα της θεατρικής νεότητας ώστε να επικοινωνήσει με το κοινό. Ο υπηρέτης του Τάσος Κοροζής, με φιγούρα παλαιού Χρήστου Ευθυμίου, έπεισε για τον γκροτέσκο τύπο και πλασάριζε με γκελ. Ο καμαριέρης της λοκάντας, Βαγγέλης Ψωμάς, είχε στιγμές ατεχνίας αλλά και μια ειλικρίνεια στον έρωτά του προς την αφεντικίνα του. Ο Γιάννης Κοτσαρίνης (Κόμης) ήταν σωστός αλλά και στεγνός. Το ζευγάρι των δύο θεατρίνων που παριστάνουν τις αρχόντισσες λειτούργησε έξοχα (Λένα Ντζουρβά, Λένα Υφαντή), ιδίως χάρη στην ευτραφή τρέλα της πρώτης. Ομως ο μεγάλος έπαινος ανήκει στον μαρκήσιο του Πάνου Σταθακόπουλου. Ενας έξοχος μίμος με έγνοια για τον ρόλο, δικό του στυλ, δικό του χιούμορ, αυτοσχεδιαστική πλην λειτουργική συνεργασία με την κατάσταση, με μημουαπτική τεχνική και χωρίς ρετσέτες. Ένας κωμικός που και άλλοτε σπαρταριστά (σε φάρσα) τον έχω χαρεί, και που είναι έτοιμος για πρώτους ρόλους στην επικράτεια του γέλιου – είναι όμως έτοιμο και το σταρ σύστεμ μας;

Χάρηκα επιτέλους (αυτό για τους μεταμοντέρνους απο(σο)δομιστές των κειμένων) μια «Λοκαντιέρα» όπου: Ο καμαριέρης της δεν αυνανίζεται επί τη θέα της Μιραντολίνας, ο μισογύνης ιππότης δεν βασανίζεται βαθύτερα από σεξουαλική ανικανότητα, οι δύο θεατρίνες δεν ξενυχτούν στην μπιρίμπα, ο Μαρκήσιος και ο Κόμης δεν φιλιούνται αιφνίδια στο στόμα με γλώσσα και η Μιραντολίνα δεν εκδίδεται σε όλες τις στάσεις για δώδεκα τσεκίνια…

No comments: