Του Βασίλη Αγγελικόπουλου, Η Καθημερινή, Kυριακή, 7 Σεπτεμβρίου 2008
Ο ι εντυπωσιακές αποδοκιμασίες του κοινού στην Επίδαυρο και ο θόρυβος που ακολούθησε έθεσαν επί τάπητος ορισμένα ζητήματα τα οποία προκαλούν έντονες διχογνωμίες, κυρίως για το αν δικαιούται ή όχι να αποδοκιμάζει το κοινό μια θεατρική παράσταση και υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να γίνεται κάτι τέτοιο. Γεμίζουν σελίδες εφημερίδων τις ημέρες αυτές με απόψεις ανθρώπων του θεάτρου για το θέμα ή με μαχητικά άρθρα και σχόλια που υπεραμύνονται της μιας ή της άλλης άποψης, μυκτηρίζοντας συνήθως τις αντίθετες.
Οι αποδοκιμασίες του κοινού σημάδεψαν τις δύο τελευταίες παραγωγές των Επιδαυρίων, δηλαδή τη «Μήδεια», κυρίως, από το ΔΗΠΕΘΕ της Πάτρας σε σκηνοθεσία του Ανατόλι Βασίλιεφ, «γκουρού» του ευρωπαϊκού θεάτρου, με πρωταγωνίστρια τη Λυδία Κονιόρδου, και σε μικρότερο βαθμό τον «Αγαμέμνονα» από το «Θέατρο Δωματίου» σε σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου με την Αμαλία Μουτούση στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Οι αποδοκιμασίες αυτές όμως μοιάζουν να αφορούν αν όχι το σύνολο των φετινών παραστάσεων αρχαίου δράματος της Επιδαύρου, τουλάχιστον το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους, που ήταν ο εντός ή εκτός εισαγωγικών νεωτερισμός.
Πράγματι, παρά τις μεγάλες διαφορές «γλώσσας», σκηνικών μέσων, ύφους, ήθους και βέβαια αποτελέσματος καθεμιάς παράστασης, οι «Βάτρα-Χ» του Δημήτρη Λιγνάδη και οι δύο «Οιδίποδες» της Ρούλας Πατεράκη με το Εθνικό, ο «Ορέστης» του Σλόμπονταν Ουνκόφσκι με το ΚΘΒΕ, η «Μήδεια» του Βασίλιεφ και ο «Αγαμέμνων» της Μπρούσκου, ακόμη και οι κλασικότροπες «Φοίνισσες» με το Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου σε κάποια στοιχεία τους, είχαν κοινό παρονομαστή κάποιον «άλλο» ή «νέο τρόπο» προσέγγισης του αρχαίου δράματος - σε σχέση πάντα με τους γνωστούς, κλασικούς και θαλερούς κάποτε τρόπους με τους οποίους οι Ελληνες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα θεμελίωσαν στον τόπο μας μια μοναδική στον κόσμο (ως θεατρικό φαινόμενο) και αξιοθαύμαστη αναβίωση ενός πανάρχαιου θεατρικού είδους, του αρχαίου ελληνικού δράματος.
Καμιά από τις φετινές παραστάσεις δεν έγινε εκθύμως αποδεκτή από κοινό και κριτική και η ταραχώδης κατάληξη των Επιδαυρίων μοιάζει να φανερώνει ότι ήταν σαν να ξέσπασε στο τέλος μια συσσωρευμένη δυσαρέσκεια, μια κόπωση του κοινού από ατελέσφορους σκηνικούς «νεωτερισμούς» και αδικαίωτα τολμήματα που το ένα μετά το άλλο παρουσιάστηκαν φέτος εκεί. Τα πράγματα όμως δεν μπορεί να είναι -και δεν είναι- έτσι.
- Τα πιο τολμηρά σε 53 χρόνια
Ισχύει βέβαια η παρατήρηση ότι, ποσοτικώς, τα φετινά Επιδαύρια ήταν τα πιο «τολμηρά» ή «νεωτεριστικά» στα 53 χρόνια του θεσμού, αλλά τα γεγονότα δείχνουν ότι και το κοινό έχει αλλάξει πολύ. Δεν είναι πια όχι απλώς το κοινό του '59 που αποδοκίμαζε ως ιερόσυλη μια παράσταση σαν τους «Ορνιθες» του Κουν στο Ηρώδειο, αλλά ούτε και το κοινό της δεκαετίας του '80, που αποδοκίμαζε στην Επίδαυρο για τολμηρές και ανοίκειες καινοτομίες την «Αντιγόνη» του Ρεμούνδου με το Εθνικό, την «Αλκηστη» του Χουβαρδά με το ΚΘΒΕ ή την «Ηλέκτρα» του Στούρουα με την Καρέζη. Η εμπειρία δείχνει ότι το κοινό, γαλβανισμένο πλέον από τις τόσες και τόσες καινοτομίες, νεωτερισμούς και παραξενιές που έχει παρακολουθήσει τα τελευταία 20 χρόνια, δεν αντιδρά πια με ανοιχτές τουλάχιστον και ομαδικές αποδοκιμασίες σε κάτι τέτοια.
Για την ακρίβεια, το κοινό δεν αντιδρά σε τίποτα πλέον, είτε ανιαρή παλιατσούρα είναι η παράσταση, είτε νεωτερίλα και δήθεν, είτε επιθεωρησιακή κουρελού με λεοντή Αριστοφάνη. Δεν αντιδρά. Αντιθέτως χειροκροτεί τα πάντα στο τέλος, συχνά και ενδιαμέσως. Μόνο μην του πατήσεις τον κάλο του κοινού - πράγμα που προφανώς συνέβη με τη «Μήδεια» του Βασίλιεφ.
Μεμονωμένα «ουουου» ή «αίσχος» έχουν ακουστεί κατά καιρούς σε διάφορες παραστάσεις, κλασικότροπες ή νεωτερίζουσες, αλλά ομαδικού χαρακτήρα αποδοκιμασίες θα προκληθούν μόνο όταν το κοινό πειστεί ότι η παράσταση έχει υπερβεί κατά πολύ τα εσκαμμένα και έχει επιδοθεί σε πράγματα που δεν σέβονται όχι την «ιερότητα του τόπου» ή το αρχαίο δράμα, αλλά κυρίως τις αντοχές τις δικές του. Γι' αυτό και παρά τα τόσα ανυπόφορα που έχουμε δει στην Επίδαυρο στις δύο τελευταίες δεκαετίες, μόνο δύο φορές αντέδρασε ομαδικά και με ένταση: Στις επιθετικά προκλητικές «Βάκχες» του Λάνγκχοφ με το ΚΘΒΕ το '98 και τώρα στη «Μήδεια».
Και είναι σφάλμα να υποστηρίζει κανείς -αλλά το διέπραξαν αυτές τις μέρες τόσο ο ηγέτης του Ελληνικού Φεστιβάλ Γιώργος Λούκος όσο και η Λυδία Κονιόρδου- ότι το κοινό αντιδρά σε παραστάσεις ξένων σκηνοθετών και μάλιστα για «εθνικιστικούς λόγους», γιατί θεωρεί ότι μας χαλάνε την αρχαία τραγωδία μας. Μέγα λάθος, διότι πολλοί είναι πλέον (σε δεκάδες μετριούνται) οι ξένοι σκηνοθέτες που έχουν παρουσιάσει αρχαίο δράμα στη χώρα μας και μόνο δύο (άντε δυόμιση με «το τσιγάρο του Στούρουα») προκάλεσαν αποδοκιμασίες. Περισσότερες είναι οι παραστάσεις Ελλήνων σκηνοθετών που αποδοκιμάστηκαν.
Το κοινό δείχνει μεγάλη ανεκτικότητα πλέον στα «νεωτεριστικά», ακόμα κι όταν δεν τα καταλαβαίνει ή το βαριεστούν ή και το συγχύζουν. Αποδείχθηκε αυτό και με την επίμαχη «Μήδεια» - και μάλιστα διττώς: Δεν αντιδρούσε το κοινό επί δυόμισι ώρες στην Επίδαυρο αν και πολλά «περίεργα» ή και προκλητικά έβλεπε να συμβαίνουν στη σκηνή. Αντέδρασε και άρχισε να διαμαρτύρεται, και στις δύο βραδιές, μόνο όταν η παράσταση φάνηκε να του βγάζει αναιδώς γλώσσα και να παίζει με την υπομονή και την ανεκτικότητά του -εννοούμε βέβαια τη διαβόητη πλέον αγγελική ρήση, που επαναλαμβανόταν ακατάπαυστα και μονότονα ταυτόχρονα σε τρεις γλώσσες, μετωπικά και προβοκατόρικα προς το εμβρόντητο κοινό. Ενα αυτό και δεύτερον, το κοινό που παρακολουθεί τη «Μήδεια» στις άλλες, μετά την Επίδαυρο, παραστάσεις της δεν αποδοκιμάζει ούτε διαμαρτύρεται πλέον, άσχετα αν του αρέσουν ή όχι αυτά που βλέπει. Γιατί; Διότι κόπηκε εντωμεταξύ η ακατανόητη και αφόρητη σκηνή που προκαλούσε.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι το κοινό δεν «ξεφωνίζει» ποτέ, όποια χοντράδα κι αν συμβεί επί σκηνής, τις παραστάσεις αρχαίας κωμωδίας. Οι οποίες μόνο της αρχαίας κωμωδίας και του Αριστοφάνη δεν είναι συνήθως - και όχι μόνο οι πρόσφατες… Εκεί, η κερκίδα είτε επειδή καλοπερνάει χαχανίζοντας είτε επειδή δεν διαπιστώνει εύκολα (για τους «χ» πολλούς και γνωστούς λόγους) την ασέβεια και την πρόκληση, παρέχει άνετα και ατιμωρητί το ελεύθερο να διαπράττονται σημεία και τέρατα.
Μόνο σε κραυγαλέο αμάρτημα
Επομένως, το ιστορικό της αναβίωσης του αρχαίου δράματος στη χώρα μας δείχνει ότι μια παράσταση δεν θα αποδοκιμαστεί ποτέ ομαδικά και έντονα, όπως φέτος η «Μήδεια», όσο νεωτερική και τολμηρή κι αν είναι, αν δεν διαπράξει κραυγαλέο αμάρτημα οξύτατης πρόκλησης και επίθεσης στο κοινό. Πολλά τα παραδείγματα - κι ολόφρεσκο η τελευταία παράσταση των φετινών Επιδαυρίων, ο αμέσως μετά τη «Μήδεια» «Αγαμέμνων» της Μπρούσκου, που παρά τα διάφορα τολμηρά της (έκανε τους Αργείους του Χορού ακόμη και σκυλάκια που κουνάνε την ουρά στον αφέντη τους Αγαμέμνονα, αλλά και που τον κατουράνε ή του βατεύουν το πόδι) δεν αποδοκιμάστηκε μαζικά, αν και δόθηκε το έναυσμα από ολίγους.
Δεν είναι λοιπόν κάποιος «συντηρητισμός» ή «εθνικισμός» ούτε καν κάποιος λόγος αισθητικής που ωθεί το κοινό να φτάσει στο σημείο μαζικής αποδοκιμασίας μιας παράστασης. Το κοινό, αντιθέτως, έχει γίνει πολύ ανοιχτό και εξαιρετικά ανεκτικό.
Αυτό είναι μια θετική διαπίστωση από τη μια, αλλά και λίγο μελαγχολική, αν όχι κι επικίνδυνη, από την άλλη. Ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη του ότι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί πια «οι κλασικές παλιατσαρίες», τις οποίες ακόμα επισείουν σαν φόβητρο κάποιοι νεωτεριστές σκηνοθέτες, ενώ αντιθέτως καταιγιστικά επελαύνουν τελευταία ανερμάτιστοι και αβασάνιστοι νεωτερισμοί, αποδομήσεις και άλλα των (εύκολων) καιρών γεννήματα.
No comments:
Post a Comment