Ηχαίτη των λευκών μαλλιών είναι πάντα αναγνωρίσιμη, η λάμψη στα μάτια που ποτέ δεν κρύβει τελείως το εσωτερικό ατσάλι είναι ακόμα η ίδια, τα οικογενειακά χαρακτηριστικά που φαίνεται να περνούν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά εξακολουθούν να εκπλήσσουν. Αλλά ο Βόλφγκανγκ Βάγκνερ είναι πλέον ένας εύθραυστος 89χρονος. Και καθώς στηριζόταν στο μπράτσο της κόρης του, της 30χρονης Καταρίνα, για να χαιρετήσει την Αγκελα Μέρκελ και τους άλλους επίσημους καλεσμένους στην έναρξη του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ στις αρχές Αυγούστου, φαινόταν ξεκάθαρο ότι το λυκόφως είχε επιτέλους φτάσει -καθόλου πρόωρα- για τη γενιά του Βόλφγκανγκ στην ηγεσία τής πιο δυναμικής και αμφιλεγόμενης μουσικής δυναστείας στην Ευρώπη.
Ο Βόλφγκανγκ Βάγκνερ κυβέρνησε την κληρονομική γωνιά του της Ευρώπης πιο πολλά χρόνια κι από όσα έχει κυβερνήσει η βασίλισσα Ελισάβετ τη δική της. Η βασιλεία του κάθε άλλο παρά ανέφελη ήταν. Εχουν περάσει 85 χρόνια από τότε που σύστησαν τον τετράχρονο Βόλφγκανγκ στον Αδόλφο Χίτλερ στο Βάνφριντ, το σπίτι της οικογένειας, κατά την πρώτη από τις πολλές επισκέψεις του στο Μπαϊρόιτ.
Σχεδόν εβδομήντα χρόνια πέρασαν από τότε που ο Βόλφγκανγκ και ο αδελφός του, ο Βίλαντ, φωτογραφήθηκαν αγκαζέ με τον λάτρη του Βάγκνερ δικτάτορα, τον οποίο γνώριζαν στα παιδικά τους χρόνια ως «θείο Βολφ». Και πάνε 57 χρόνια από τότε που οι δύο αδελφοί «αναστήσανε» το Φεστιβάλ Μπαϊρόιτ του παππού τους, το 1951, με τη δημόσια δήλωση ότι εκείνο που μετράει είναι η τέχνη και ότι οι επισκέπτες «παρακαλούνται να απέχουν από συζητήσεις ή αντιπαραθέσεις πολιτικού χαρακτήρα».
Εκτοτε, ο Βόλφγκανγκ δεν κατάφερε απλώς να επιβιώσει. Κατάφερε να πετύχει με τους όρους που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτόν. Κράτησε το Μπαϊρόιτ και το μοναδικό, οραματικό του θέατρο στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής, διασφάλισε τη χρηματοδότησή του και τη σταθερότητά του, διατήρησε το γενικά υψηλό μουσικό του επίπεδο και εξακολούθησε να προσφέρει ένα ετήσιο φεστιβάλ Βάγκνερ που θα μπορούσε να πουλάει κάθε φορά πενταπλάσια εισιτήρια απ’ όσα ήταν διαθέσιμα. Και επιπλέον, τα κατάφερε όλα αυτά χωρίς να κάνει παραχωρήσεις στον έλεγχο από την οικογένεια Βάγκνερ και προχωρώντας ενίοτε σε αναπάντεχα τολμηρές καλλιτεχνικές επιλογές - όπως την επηρεασμένη από τον Μαρξ και τον Τζορτζ Μπέρναρ Σο εκδοχή της τετραλογίας του «Δαχτυλιδιού» που σκηνοθέτησε ο Πατρίς Σερό το 1976. Το 1987 ανέθεσε στον Βέρνερ Χέρτζογκ να σκηνοθετήσει τον Λόεγκριν και το 1994 να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για το φεστιβάλ, ενώ φέτος το φεστιβάλ περιλάμβανε μεταξύ άλλων μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παραγωγή του «Πάρσιφαλ» από τον Νορβηγό σκηνοθέτη Στέφαν Χερχάιμ.
Η επιτυχημένη αυτή πορεία, ωστόσο, δεν ήταν πάντα ανέφελη. Παρ’ όλο που η οικογένεια Βάγκνερ ήταν πάντα πρόθυμη να συζητά δημόσια με τους κατά καιρούς επικριτές της, αλλά και να δημοσιοποιεί τις εσωτερικές διχογνωμίες της, ο ίδιος ο Βόλφγκανγκ ακολούθησε μια λαθρόβια διαδρομή μέσα στο ναρκοπέδιο του παρελθόντος. Οι σχέσεις με τους ναζί τόσο της οικογένειας όσο και του φεστιβάλ συχνά υποβαθμίστηκαν στη διάρκεια των χρόνων που ο Βόλφγκανγκ είχε στα χέρια του τη διεύθυνση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αγγλικής καταγωγής μητέρα του, η Γουίνιφρεντ, εξακολούθησε να καυχάται ανοιχτά για τη φιλία της με τον Χίτλερ μέχρι τον θάνατό της, το 1980. Ο προβληματισμός και η ψυχολογική αναζήτηση σχετικά με το κληροδότημα του ναζισμού, που έχουν σημάδεψει τη ζωή της σύγχρονης Γερμανίας, σπανίως πέρασαν τα τείχη του Μπαϊρόιτ - η αναμνηστική πλάκα για τους ανθρώπους του φεστιβάλ που υπήρξαν θύματα του Ολοκαυτώματος εξορίστηκε στον κήπο του θεάτρου. Και ο Βόλφγκανγκ αντιστάθηκε συστηματικά σε αιτήματα για αλλαγή του ίδιου του φεστιβάλ -ιδιαίτερα όταν προέρχονταν από τα παιδιά του αδελφού του και από τον γιο του, τον Γκότφριντ, με τον οποίο δεν έχει καλές σχέσεις. Επέμεινε πεισματικά ότι το Μπαϊρόιτ πρέπει να εξακολουθήσει να προσφέρει μόνο ένα μηνιαίο φεστιβάλ, όπου να παρουσιάζονται τα 10 «ώριμα» μουσικά δράματα του παππού του.
Τώρα όμως -καθώς πλησιάζουν τα 89α γενέθλιά του- ο Βόλφγκανγκ επιτέλους πείστηκε να αποχωρήσει από τη διεύθυνση του φεστιβάλ, μια θέση που ανέλαβε αμέσως μετά τον θάνατο του Βίλαντ το 1966 και που έχει παραμείνει στην οικογένεια από το πρώτο φεστιβάλ, το 1876, όταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ παρουσίασε για πρώτη φορά τις τέσσερις όπερες του κύκλου του «Δαχτυλιδιού του Νίμπελουνγκ» («Ο χρυσός του Ρήνου», «Βαλκυρία», «Ζίγκφριντ», «Το λυκόφως των θεών»), σ’ ένα ακροατήριο που περιλάμβανε τον Κάιζερ, τον Νίτσε και τον Τσαϊκόφσκι. Η καθυστερημένη αποχώρηση του Βόλφγκανγκ δεν οφείλεται σε έλλειψη προσπαθειών από μέλη της ίδιας της οικογένειάς του και πολιτικούς - ήδη τα μέλη του ιδρύματος του φεστιβάλ του είχαν ζητήσει να παραιτηθεί από το 2002.
Το 2008 φαίνεται πράγματι να είναι η στιγμή του Βασιλιά Ληρ για τον Βόλφγκανγκ. Τρεις γυναίκες της δυναστείας Βάγκνερ ανταγωνίζονται εδώ και καιρό για τη διαδοχή του γηραιού κυρίου. Τώρα ο Βόλφγκανγκ έχει συμφωνήσει να δώσει το σκήπτρο στις κόρες από τους δύο γάμους του: Στην Εύα, η οποία έχει μεγάλη εμπειρία στη διοίκηση του λυρικού θεάτρου, και στην πολύ νεότερη ετεροθαλή αδελφή της, την Καταρίνα, της οποίας το σκηνοθετικό ντεμπούτο με τους «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», το 2007, έγινε δεκτό με αρκετές επιφυλάξεις από την κριτική. Η πιο ριζοσπαστική υποψηφιότητα, η ανιψιά του Βόλφγκανγκ Νίκι Βάγκνερ, η οποία θέλει να επεκτείνει το ρεπερτόριο του φεστιβάλ και να διοργανώσει ένα λιγότερο «ελιτίστικο» ανοιξιάτικο φεστιβάλ, παρέμεινε αουτσάιντερ. Τελικά, το συμβούλιο του φεστιβάλ αποφάσισε, την περασμένη Δευτέρα, να αναθέσει τη διεύθυνση στις δύο κόρες του Βόλφγκανγκ Βάγκνερ, την Εύα και την Καταρίνα.
Πιθανότατα και ο ίδιος ο Βόλφγκανγκ αναγνωρίζει ότι η διατήρηση του «στάτους κβο» δεν είναι πλέον δυνατή. Αυτός ο ίδιος, άλλωστε, παράγγειλε τη φετινή «αποδόμηση» του «Πάρσιφαλ» από τον Στέφαν Χερχάιμ, στην οποία ο πιο λατρεμένος ήρωας του Βάγκνερ καταστρέφει ένα ομοίωμα της έπαυλης Βάνφριντ στολισμένο με τη ναζιστική σημαία, πριν απευθυνθεί στους θεατές λέγοντάς τους ότι τώρα πλέον πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους για ό,τι ακολουθήσει. Ακριβώς τώρα, λοιπόν, η νεότερη γενιά των Βάγκνερ θα πάρει στα χέρια της αυτή την ευκαιρία.
No comments:
Post a Comment