Ευριπίδης: Μήδεια. Σκην. Ανατόλι Βασίλιεφ. Επίδαυρος
Τ ρεις μουσικοί-χορευτές σηκώνονται από τη θέση τους στο βάθος της ορχήστρας και έρχονται στο προσκήνιο.
Το «χορευτικό» που ακολουθεί είναι άψογα εκτελεσμένο στο «στυλ» και στη σύγχρονη πρωτοπορία των Αμερικανών Αλβις Νικολάις και Μέρς Κάνινγκχαμ.
«Ο σκηνοθέτης, ο Ανατόλι Βασίλιεφ, μας εξήγησε ότι το εμπνεύστηκε από την Τιτανομαχία. Από τον πόλεμο, δηλαδή, μεταξύ των Τιτάνων και των Ολύμπιων. Τότε, που ο Ουρανός επειδή φοβόταν πως κάποιο από τα παιδιά του θα του έπαιρνε τον θρόνο…».
«Μα, απ’ ότι θυμάμαι δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε αυτό το περιστατικό μέσα στο κείμενο της Μήδειας του Ευριπίδη, όπου μια “ξένη” γυναίκα σκοτώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άνδρα της τον Ιάσονα...».
«Σύμφωνοι, αλλά ο Βασίλιεφ μας εξηγούσε για ώρες και ώρες την Τιτανομαχία.
Εσύ δεν αντιλήφθηκες αυτήν την αναφορά του στην παράσταση;».
«Ομολογώ πως όχι. Δεν πήγε το μυαλό μου εκεί!».
Κουβέντιαζα μ’ έναν από τους μουσικούς που αποτελούσαν τον χορό της «Μήδειας», της σίγουρα πλέον συζητημένης αλλά κι άκρα αμφισβητημένης παράστασης στην φετινή Επίδαυρο. Το παραπάνω είναι ένα ελάχιστο μόνο παράδειγμα των προθέσεων του σκηνοθέτη, όπως και του τι μπορεί να έφτασε μέχρι το κοινό.
Κι αυτό γιατί είμαι σίγουρος ότι δεν ήμουνα ο μόνος που δεν είχε πάρει μυρωδιά στα περί της Τιτανομαχίας. Σίγουρα πρέπει να υπήρξαν άφθονα παρόμοια σημάδια τα οποία δεν έγινε δυνατόν ν’ αποκρυπτογραφηθούν σ’ αυτήν την υπερβολικά φλύαρη παράσταση, που ξεπέρασε δίχως λόγο τις τρεισήμισι ώρες.
Υπήρξαν λ.χ. σκηνές όπου ο Αγγελος είχε τριχοτομηθεί και τα τρία πρόσωπα μιλούσαν για ένα εκνευριστικά μεγάλο διάστημα ταυτόχρονα σε διαφορετικές γλώσσες.
Στην παραπάνω φράση που γράφω υπάρχει μία λέξη που χαρακτηρίζει την παράσταση: το «εκνευριστικά», το οποίο φυσικά και δεν ήταν τυχαίο. Κι αυτό γιατί ένας από τους ολοφάνερους στόχους του Βασίλιεφ ήταν να εκνευρίσει ένα κοινό το οποίο συνήθως παρακολουθεί ειδικά τις παραστάσεις του αρχαίου δράματος μισοναρκωμένο στην μακαριότητά του. Καλά κάνει και χρησιμοποιεί αυτό το είδος της ομοιοπαθητικής.
Διαμαρτυρίες
Σίγουρα υπήρξαν πολλές έντονες διαμαρτυρίες από τη μεριά του κοινού για τα αναπάντεχα και τα «ανεπίτρεπτα» τα οποία διαδραματίστηκαν μέσα στην κατακόκκινη αρένα (το σκηνικό ήταν του Διονύση Φωτόπουλου). Θα τα έχετε ήδη διαβάσει. Ακούγοντας λοιπόν όλες αυτές τις αντιδράσεις την πρώτη νύχτα στην Επίδαυρο αναρωτιόμουν, αν και γνώριζα βέβαια την απάντηση: Μα καλά, θα ήταν καλύτερα να είχαμε παρακολουθήσει μια «φρόνιμη» παράσταση από έναν από τους μικρομεσαίους δικούς μας σκηνοθέτες που κάνουν τις αρχαίες τραγωδίες χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει; Οχι δεν θα ήταν καλύτερα.
Γιατί μ’ αυτούς σίγουρα δεν θα υπήρχε μεν παρόμοια διαμαρτυρία. Αλλά ούτε και θα είχαμε κουβεντιάσει τόσο πολύ πάνω στη Μήδεια. Ετσι, δεν έγινε μήπως και με τις διαφειλονικημένες «Βάκχες» του Λάνγκχοφ που ακόμα τις θυμόμαστε έπειτα από τόσα χρόνια.
(Στις αγγλικές κριτικές μου γράφω μάλιστα και δυο-τρία ονόματα μικρομεσαίων «διδασκάλων», τους οποίους λέω καλύτερα να τους αποσιωπήσω τώρα…).
Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο υπερβολικά φλύαρος, και με τη συγχυσμένη μεταφυσική προδιάθεση Ανατόλι Βασίλιεφ είναι –πώς να το κάνουμε;– ανάμεσα στους μεγαλοφυείς θεατράνθρωπους της εποχής μας. Ακριβώς όπως είναι και ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, ο Οσκαρας Κορσουνόβας, ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι, η καινούργια τέλος πάντων γενιά των ικανών σκηνοθετών οι οποίοι πολύ συχνά τρώνε τα μούτρα τους, στην πορεία τους να προχωρήσουνε το θέατρο κάποια βήματα παραπέρα. Συμπερασματικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Βασίλιεφ απέτυχε μ’ αυτήν την πληθωρική Μήδεια, η οποία τελικά κατάντησε φτηνό ανέκδοτο για τα αδηφάγα –και πάμφθηνα– ΜΜΕ μας. Οχι! Σίγουρα δεν ήταν ΤΟΣΟ κακή. Το αντίθετο μάλιστα.
Εμένα προσωπικά τουλάχιστον μου άρεσαν και τα ουγγρο-απωανατολίτικα ασπρόμαυρα κοστούμια του Αντάλ Τσάμπα, όπως και η –επίσης φλύαρη– χορογραφία του Χόρβατ Τσάμπα, αλλά και η λαϊκότροπη μουσική του Τάκη Φαραζή. Βρήκα επίσης ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι τεχνικοί σκηνής ήταν ανά πάσα στιγμή φανεροί, αποστασιοποιώντας έτσι τη δράση του έργου και φέρνοντάς το πλησιέστερα σε μία κοντινή μας μεταφυσική θυσία. Το κοινό μπορεί να κρίνει και να κατακρίνει. Τι το δημοκρατικότερο, αν θέλετε. Ζήτημα γούστου θα πείτε. Ακριβώς.
Εκείνο πάντως που βρήκα ανεπίτρεπτο ήταν το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης γέμισε τον χώρο της ορχήστρας με καφετιά κομμάτια φελλού, τα οποία εξοβέλισαν ένα από τα μοναδικά προτερήματα του χώρου της Επιδαύρου. Τη μοναδική ακουστική της. Το αποτέλεσμα ήταν να γεμίσουν την αρένα με ολοζώντανα αναίτια μικρόφωνα, γύρω γύρω.
Οι άλλες μου –μη τεχνικές– γκρίνιες θα ήταν επάνω στην καλλιτεχνική σύλληψη του δημιουργού για τις οποίες δεν νομίζω πως ο κριτικός έχει λόγο να επεμβαίνει. Να τ’ αφήσουμε λοιπόν. Γιατί η λογική απάντηση εδώ θα ήταν: Αν νομίζεις ότι έπρεπε να γίνει έτσι, κάν’ το εσύ…
Η Κονιόρδου
Εκείνο που μένει πάντως από την παράσταση είναι η αστραφτερή, υπερβατική Μήδεια της Λύδιας Κονιόρδου. Μία προσωπικότητα η οποία εκφράζεται ξεκάθαρα ακόμα και όταν δεν μιλάει. Κι εδώ ο Βασίλιεφ θριάμβευσε με μια παρόμοια ηθοποιό στα χέρια του. Υπάρχει μία σκηνή όπου κανένας από το ζευγάρι Ιάσωνα-Μήδεια δεν λέει λέξη. Κι αυτό για ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο για το θέατρο, χρονικό διάστημα. Και δεν «χάνεις κουβέντα». Επίσης η Κονιόρδου ήταν η μόνη που –κατά τα φαινόμενα– ακολούθησε σωστά την πολύ ιδιότυπη, στακάτο εκφορά λόγου που της διδάχθηκε εδώ δίχως να ξενίσει.
Πιστεύω ότι είναι από τις ελάχιστες Ελληνίδες ηθοποιούς που έχουν τόσο τη γνώση όσο και την ικανότητα να εφαρμόζουν μία τεχνική, χρησιμοποιώντας το μυαλό, την παιδεία αλλά και το ελεγμένο συναίσθημα. Βέβαια, εδώ φάνηκε ο μοναχικός δρόμος που έχει επιλέξει η Κονιόρδου. Γιατί πώς να αντιμετωπίσει στη σκηνή απέναντί της έναν τόσο «λίγο» Ιάσωνα (Νίκο Ψαρρά), μία τόσο συμβατική Τροφό (Αγλαΐα Παππά) έναν τόσο αδιάφορο Παιδαγωγό (Δημήτρη Κανέλλο); Μόνο ο Κρέοντας του Γιώργου Γάλλου και ο Αιγέας του Νίκου Καραθάνου φανέρωσαν κάποια συγκεκριμένη προσωπικότητα στη συγκεκριμένη παράσταση.
Μια παράσταση που πρέπει να δείτε. Και να κρίνετε...
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 31 Aυγούστου 2008
No comments:
Post a Comment