Tuesday, September 2, 2008

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

  • «Φοίνισσες» από το «Αμφι-Θέατρο»
«Τρωάδες» με το Εθνικό Θέατρο Αλβανίας
Μέγας ρεαλιστής ο Ευριπίδης, αντλώντας από το μύθο των Λαβδακιδών, με τις «Φοίνισσες» (410-409 π.Χ), προειδοποιούσε για τις ολέθριες συνέπειες του εμφυλίου πολέμου. Στο ευριπίδειο έργο η Ιοκάστη δεν αυτοαπαγχονίστηκε μαθαίνοντας ότι παντρεύτηκε και γέννησε παιδιά με το γιο της Οιδίποδα. Ζει και βιώνει την τραγωδία της μάνας που, παρά τις ικεσίες της, βλέποντας τους δυο γιους της - Ετεοκλή και Πολυνείκη -παραλογισμένους διεκδικητές της εξουσίας αλληλοσφαγμένους, αυτοκτονεί, ενώ την κόρη της Αντιγόνη και τον τυφλό Οιδίποδα να εξορίζονται από το νέο εξουσιαστή Κρέοντα. Με αρμόζουσα στο ποιητικό αλλά και ρεαλιστικό μέγεθος μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, με εύγλωττα συμβολιστικό σκηνικό (μια σιδηροδρομική ράγα σε γυμνό τοπίο) και διακριτικότατα εκσυγχρονιστικά κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, με μελωδίες του Θάνου Μικρούτσικου, ο οποίος κατέχει τη μεγάλη τέχνη να μην επικαλύπτει ούτε μια συλλαβή των Χορικών, και ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Ανδρέα Σινάνου, ο Σπύρος Ευαγγελάτος παρουσίασε στα Επιδαύρια μια απέριττου δραματικού ρεαλισμού παράσταση, με μόνη «υπέρβαση» - υπογράμμιση της ευριπίδειας ειρωνείας - την κωμικοσαρκαστική «ανάγνωση» του μάντη Τειρεσία (πολύ καλός ο Κώστας Αθανασόπουλος). Η Αντιγόνη Βαλάκου υποδύθηκε την Ιοκάστη με τα πολύπειρα μέσα της. Σχηματικός και στομφώδης ο Πέτρος Φυσσούν. Η καλύτερη, απόλυτης απλότητας και εσωτερικής αλήθειας ερμηνεία ήταν του Στέφανου Κυριακίδη. Συμπαθείς αλλά αδύναμες ήταν οι ερμηνείες των άλλων ηθοποιών.
  • Ελληνοαλβανικές «Τρωάδες»
«Φοίνισσες»
Επ' ωφελεία του ίδιου και του Εθνικού Θεάτρου Αλβανίας ήταν η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο αρχαίο δράμα, με την παράσταση των ευριπιδικών «Τρωάδων» (παίχτηκε στους «Βράχους» Βύρωνα, στα αλβανικά, υποτιτλισμένη με τη δωρεάν παραχωρημένη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη). Στην αξιέπαινη ελληνοαλβανική θεατρική συνεργασία συνέβαλε ο αλβανικής καταγωγής, ταλαντούχος ηθοποιός Λαέρτης Βασιλείου. Εύστοχη (από θεματολογική και από καλλιτεχνική άποψη) η επιλογή αυτής της τόσο ουμανιστικής, οικουμενικής, διαχρονικής, άκρως επίκαιρης αντιπολεμικής τραγωδίας. Λόγω των οδυνηρών βιωμάτων και προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα ο αλβανικός και όλοι οι βαλκανικοί λαοί, ήταν «βατή» θεματολογικά και μορφολογικά και γι' αυτό η μετρημένα εκσυγχρονιστική, λιτής σκηνογραφικής και ενδυματολογικής όψης (Αγγελος Μέντης), σκιώδης φωτιστικά (Βασίλης Καψούρης), εκφραστικής κίνησης (Ερμής Μαλκότσης), εξαιρετικής μουσικά (παραδοσιακοί, παρόμοιοι σε όλα τα Βαλκάνια, πολυφωνικοί μελαγχολικοί και θρηνητικοί σκοποί), υπό τη ρεαλιστική σκηνοθετική και υποκριτική καθοδήγηση του Β. Θεοδωρόπουλου, απέδωσε αξιόλογα ερμηνευτικά αποτελέσματα από τους ανίδεους περί το αρχαίο δράμα Αλβανούς ηθοποιούς: Μαργαρίτα Τζέπα, Ραϊμόντα Μπούλκου, Λίζα Τζουβάνι, Γκουλιέλμ Ραντόγια κ.ά.
  • «Ορέστης» από το ΚΘΒΕ
«Ορέστης» με το ΚΘΒΕ
Τον ειρωνικά αμφίσημο ευριπιδικό «Ορέστη» παρουσίασε το ΚΘΒΕ στα Επιδαύρια, στην εξαιρετική μετάφραση του αλησμόνητου Γιώργου Χειμωνά και σκηνοθεσία Σλόμπονταν Ουνκόφσκι. Τραγωδία πολύσημη γέμει δήθεν «θεόσταλτου» - ουσιαστικά εξαιτίας ανθρωπίνων πράξεων και συμφερόντων - μίσους, ενοχικού ψυχολογικού άλγους, ανταγωνιστικών πόθων αλλά και αλληλοσυμβιβασμών για την κατάκτηση της εξουσίας. Ο Ορέστης, πάσχων ψυχοσωματικά εξαιτίας της μητροκτονίας του, με συνένοχη την αδελφή του Ηλέκτρα, ζητά από τον Απόλλωνα - «εντολέα» της μητροκτονίας - να προτείνει στο «δικαστήριο» των θεών την αθώωσή του και την αναγνώριση της πατρογονικής εξουσίας του. Στόχος που ευοδώνεται με τη λυκοσυμμαχία των ανταγωνιζόμενων «θεών» και το συμβιβασμό του Ορέστη να παντρευτεί την Ερμιόνη, κόρη - «κληρονόμου» του εξουσιαστικού μεριδίου του Μενελάου. Πατώντας στα δύο κύρια δραματουργικά επίπεδα του έργου - κυρίως στον πάσχοντα ψυχισμό του Ορέστη και της Ηλέκτρας και στην ειρωνεία του Ευριπίδη για τα «θεόθεν» έργα των ανθρώπων, ο Σοπιανός σκηνοθέτης συνέθεσε μια εκσυγχρονιστική πολιτική αλληγορία για τα συγκρουσιακά - εξουσιαστικά «παιχνίδια» στα Βαλκάνια, υπαινισσόμενος τις πρόσφατες πολεμικές συγκρούσεις (με ήχους πολέμου, αιματοβαμμένο μεταλλικό σκηνικό, σύγχρονα κοστούμια και λαϊκότροπα για το Χορό), το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας (προφανώς τα σημερινά κράτη συμβόλιζαν τα αιωρούμενα λευκά μπαλόνια) και τις πολιτισμικές διαφορές Δύσης - Ανατολής, μέσω της κωμικοποίησης του Φρύγα δούλου, εξαιρετικά ερμηνευμένου από την Αγγελική Παπαθεμελή. Η παράσταση είχε ενδιαφέρον, αλλά και αδυναμίες (κυρίως στο Χορό), σκηνοθετικές υπερβολές και υπέρ το δέον σωματοποιημένες «ψυχογραφικές» ερμηνείες. Στη συνολικά γόνιμη υποκριτική προσπάθεια των ηθοποιών κυριάρχησαν οι ερμηνείες της Λυδίας Φωτοπούλου (κάπως υπερβάλλουσα και σχηματική ψυχοκινητικά), με πιο εσωτερική στο λόγο, στην κίνηση και την εξέλιξη του Ορέστη, την ερμηνεία του Λάζαρου Γεωργακόπουλου.
  • «Οιδίπους τύραννος» και «Επί Κολωνώ», με το Εθνικό Θέατρο
Από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ»
Η αναμφίβολα σημαντική, αλλά πρωτοδοκιμαζόμενη στο αρχαίο δράμα, σκηνοθέτρια Ρούλα Πατεράκη φιλοδόξησε ό,τι δεν τόλμησαν μακρόχρονα μοχθούντες με το αρχαίο δράμα σκηνοθέτες (λ.χ. ο Μινωτής), να ανεβάσει σε ενιαία παράσταση και τις δύο, μέγιστου ποιητικού λόγου γι' αυτό και απροσμέτρητων απαιτήσεων, σοφόκλειες τραγωδίες «Οιδίπους τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ». Αναγκαία η υψηλόφρων φιλοδοξία, αναγκαιότερη όμως - και προϋπόθεσή της - η γερή σχετική προπαιδεία. Διαφορετικά κινδυνεύει από αμετροέπεια. Η σκηνοθέτρια συνυπέγραψε με τον φιλόλογο Γιάννη Λιγνάδη τη μετάφραση των τραγωδιών. Η υπογράφουσα αγνοεί το μεταφραστικό «μερίδιο» του καθενός τους. Ολοφάνερη πάντων έγινε η διασκευαστική επέμβαση της Πατεράκη και στα κείμενα, αλλά και στο γλωσσικό στιλ τους, με το γλωσσικό «τουρλού» (αποσπάσματα του αρχαίου πρωτοτύπου και μετάφρασή τους, καθαρευουσιανισμοί, επιτηδευμένες ποιητικούρες, καθομιλουμένη, πεζολογία) κυρίως στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Τραγωδία, που ως ανούσιο, εντυπωσιοθηρικό, τάχα πρωτότυπο «παραξένισμα» προτάχθηκε του «Τυράννου», μπερδεύοντας τους ανίδεους θεατές. Η σκηνοθεσία, ενώ επέλεξε ένα απέριττο σκηνικό (Εύα Μανιδάκη), αναλώθηκε -μακραίνοντας τη διάρκεια της παράστασης - με ένα αχρείαστο ουρμπανιστικού τύπου (πολεοδομικού σχεδιασμού) εύρημα. Την τοποθέτηση μαύρου χώματος (που ασταμάτητα χαλούσαν με τα πόδια τους και ξανάφτιαχναν οι ηθοποιοί) για να προσδιορίζεται, τάχα, το παλάτι, η πόλη της Θήβας και της Αθήνας και ο βωμός στον Κολωνό όπου προσπέφτει ο τυφλός και εξόριστος Οιδίποδας. Η σκηνοθεσία για να «κρύψει» το λίγο χρόνο που είχαν οι ηθοποιοί για την αποστήθιση των δύο έργων θεώρησε «εύρημα» το να διαβάζουν το κείμενο και να πετούν, παράγοντας έτσι «πρωτότυπους» ήχους. «Πρωτοτυπώντας» (για να θυμίζει το δέσιμο των ποδιών του νεογέννητου Οιδίποδα από τον Λάιο), έβαλε βαρίδια και αλυσίδα στα πόδια του Οιδίποδα, καθιστώντας τον σακάτη (τόσο σακάτης θα γινόταν βασιλιάς;), βασανίζοντας σωματικά και ερμηνευτικά τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Ως «νεοτερικότητα», ίσως για να παραπέμψει στο - πραγματικά πρωτοποριακό για την εποχή του - «σουρεαλιστικό δράμα» (όπως ο δημιουργός του το χαρακτήρισε) του Γκιγιόμ Απολινέρ «Οι μαστοί του Τειρεσία», εμφάνισε ολόγυμνο κάτω από αραχνοΰφαντο κοστούμι τον Τειρεσία (Μάνος Σταλάκης) και έκανε «δραγουμάνο» του τυφλού μάντη το σιωπηλό στο πρωτότυπο συνοδό του, προφανώς και για να μεγεθύνει την κειμενική και ερμηνευτική παρουσία του πολύ ιδιότυπα ταλαντούχου Κοσμά Φουντούκι (τελικώς τον παγίδευσε υποκριτικά, χρησιμοποιώντας τον και στο ρόλο του Εξάγγελου και ως κορυφαίο του Χορού). «Πρωτοτυπία» θεώρησε να μετατραπεί ενδυματολογικά και κινησιολογικά ο Χορός στον «Επί Κολωνώ» σε βουδιστές μοναχούς και στον «Τύραννο» σε φραγκισκανούς και να καίγεται λιβάνι. «Πρωτοτυπία» και η μεταφορά σε ανάκλιντρο ως «βουδιστικού τοτέμ» της Ιοκάστης (Μάνια Παπαδημητρίου), η ανάθεση του Θεράποντα στον εκ φύσεως, πληθωρικό κωμικό Δημήτρη Πιατά (συγκινητικά προσπάθησε να υπερβεί τη φύση του) και το να πλαταγίζει τα χέρια του πάνω στο δερμάτινο κοστούμι του ο πάντα στοχαστικός και μετρημένος ερμηνευτικά Νίκος Χατζόπουλος. Κι ενώ η σκηνοθεσία ανάλωσε φαιά ουσία και προφανώς μόχθο για τις εφετζίδικες «νεοτερικές» και «πρωτοτυπίες» της, άφησε την ουσία, το βάθος, το κάλλος του ποιητικού λόγου να βολοδέρνει σε μια τάχα με «πνευματικότητα», παλιομοδίτικη, στομφώδη, συναισθηματικά άνυδρη, τονικά άχρωμη και με μεγαλόσχημες χειρονομίες εκφορά του, την οποία, λόγω πείρας, μερικώς απέφυγε η Καριοφυλλιά Καραμπέτη. Η Ρ. Πατεράκη αν θέλει - και πρέπει - να ξαναδοκιμαστεί στο αρχαίο δράμα, οφείλει να το μελετήσει πολύ και σεβαστικά.

No comments: