Saturday, September 6, 2008

Ευτυχώς... ακόμη μας ταρακουνά


Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ελευθεροτυπία / 2 - 06/09/2008

Τρίτη χρονιά για το ελληνικό Φεστιβάλ με διευθυντή τον Γιώργο Λούκο και ο απολογισμός αποδεικνύεται αυτή τη φορά περισσότερο περίπλοκος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Φεστιβάλ διατηρεί ακόμα την ικανότητα να ταρακουνά, να απογοητεύει και να εξοργίζει. Και είναι αλήθεια πως είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με τις επιλογές ή τη διάρκειά του, δεν μπορούμε να ζούμε πια, παρά σχολιάζοντάς το.
Ακόμα και όταν, όπως φέτος, τα σχόλια μοιάζουν επιφυλακτικά. Πρώτον, κατά γενική ομολογία το θέατρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, υστέρησε, ιδιαίτερα όσον αφορά την ελληνική συμμετοχή. Ύστερα, η ελευθεριότητα, που ξεδιπλώνεται στα φεστιβαλικά θέατρα κάθε καλοκαίρι, φαίνεται πως άρχισε να γίνεται αναμενόμενη και να κουράζει. Η τακτική επαφή με τους ξένους θιάσους (που κάποτε ακούγονταν σαν μακρινές χώρες) έφερε την εξοικείωση και η αμηχανία έδωσε τη θέση της στην αμφισβήτηση. Τέλος, είχαμε βέβαια φέτος τα σοβαρά επεισόδια της Επιδαύρου. Εδειξαν με τον πλέον άμεσο τρόπο πως η Επίδαυρος παραμένει μια ισχυρή ιδέα πολιτιστικής συγκρότησης, που εκτείνεται σε ένα πλατύ φάσμα προσδοκιών, από την προγονοπληξία μέχρι την εθνική ταυτότητα και την τουριστική εκμετάλλευση.
«Krum» από τον «μεγάλο σκηνοθέτη του ευρωπαϊκού μέλλοντος» Κριστόφ Βαρλικόφσκι
  • Οι ελληνικές συμμετοχές
Είναι αλήθεια πως στο σύνολό τους οι ελληνικές παραστάσεις περιορίστηκαν σε σποραδικές και απροσδιόριστες υποσχέσεις. Ας συγκρατήσουμε όμως τα συμπεράσματά μας· το ελληνικό θέατρο καλείται να δράσει σε ένα διεθνές περιβάλλον και να συγκριθεί με την αφρόκρεμα του παγκόσμιου θεάτρου.
Διόλου τυχαία η παράσταση που διακρίθηκε ήταν το αουτσάιντερ «Αυτός που λέει ναι, Αυτός που λέει όχι» από το θίασο των «18 Μποφόρ» και την Ολια Λαζαρίδου. Μια σεμνή πρόταση που χρησιμοποιούσε το μπρεχτικό παραμύθι για να αναπτύξει τη διαλεκτική διαδικασία αυτογνωσίας και αυτοκάθαρσης.
Σε αντίθεση με αυτή, παραστάσεις όπως ο «Ουρανός κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη από τον Νίκο Χατζόπουλο, το «Μη με λες Φωφώ» του Βασίλη Αλεξάκη, ακόμα και η «Μασκαράτα» του Λέρμοντοφ από τον Στάθη Λιβαθινό (δεν ξεπερνά την καθιερωμένη υφολογία του σκηνοθέτη) έμοιαζαν να αναζητούν λόγους για τη θερινή τους παρουσία. Περιπλανώμενο, αντίθετα, στην Αθήνα το «Εδώ» του Γκαζμέντ Καπλάνι και του Γιώργου Νανούρη, προσδιόριζε με σαφήνεια τους στόχους του στην αποκάλυψη του κρυμμένου προσώπου της πόλης.
Η προσοχή στράφηκε, όπως ήταν επόμενο, στους νεότερους, στον Εκτορα Λυγίζο και τον Δημήτρη Κουρτάκη. Διφορούμενα τα μηνύματα: οι «Βρικόλακες» του πρώτου χάθηκαν στην αμετροέπεια. Το «Καφενείο», από την άλλη, του Κουρτάκη προδίδει ενοχλητικά τις επιρροές του, προτείνει όμως για αντάλλαγμα το άνοιγμα της ιθαγενούς ερμηνευτικής σε νέες κατευθύνσεις.

Το αουτσάιντερ που -δικαίως- διακρίθηκε: «Αυτός που λέει ναι, Αυτός που λέει όχι» από τον θίασο «18 Μποφόρ» σε σκηνοθεσία Ολιας Λαζαρίδου
Ανάμεσα στις παραστάσεις αυτές, οι «Βάκχες» του Θωμά Μοσχόπουλου, πολύ πέρα από μια «πρώτη ανάγνωση», έδιναν την αίσθηση του θορυβώδους εγχειρήματος χωρίς σαφή άποψη για τη συγκεκριμένη τραγωδία.

Στην Πειραιώς, ο Γιάννης Χουβαρδάς εκπλήρωσε την υπόσχεσή του στον διευθυντή του Φεστιβάλ ανεβάζοντας τις «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» του Χόρβατ. Εργο ιδιοφυές και ανοικονόμητο. Η παράσταση έδωσε μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία του προπολεμικού τοπίου, οι αναφορές όμως στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα λειτουργούσαν αδύναμα κάτω από τη σκηνογραφία του.

Το νέο ελληνικό θέατρο όμως είχε τη δυνατότητα να αναμετρηθεί και με δύο παλιότερες παραστάσεις: τους ιστορικούς «Ορνιθες» του Θεάτρου Τέχνης και τον ανανεωμένο «Πλούτο» από τον ΘΟΚ. Δεν χρειάζονται ασφαλώς σχόλια για την αξία ειδικά της πρώτης παράστασης. Στο θέατρο του Ηρωδείου όμως ο νεωτερισμός τους έμοιαζε με σκονισμένο κύπελλο σε ψηλή προθήκη.
  • Οι ξένες συμμετοχές
Ως εκπρόσωπος της εκκωφαντικής πρωτοπορίας έφτασε για δεύτερη φορά στην Αθήνα το Wooster Group, με έναν «Αμλετ» βυθισμένο στη διπλή θεατρικότητα της σκηνής και του κινηματογραφικού φακού. Τα συμπλέγματα της αμερικανικής σκηνής και η αυτο-ψυχανάλυσή της... Τι ιδέα όμως και αυτή, ενός ειδώλου να μιμείται το άλλο, σε μια συνεχή παράθλαση...

Η πανηγυριώτικη εκδοχή της «Μήδειας» του Βασίλιεφ προκάλεσε το μένος του κοίλου, ειδικά καθώς έβλεπε να πρωταγωνιστεί στην ιεροσυλία η ίδια η ιέρεια, Λυδία Κονιόρδου
Η παρέλαση της αμερικανικής αβανγκάρντ σκηνής συνεχίστηκε με το «Κουκλόσπιτο» και το «Γκόσπελ στον Κολωνό» του Λι Μπρούερ. Καθαρές γραμμές και έμπνευση, πολιτική και ψυχανάλυση. Αμερικανικά πράγματα και αυτά, χαριτωμένα και όχι και τόσο αφελή. Σε εντελώς άλλο κλίμα ο Ζαν Κριστόφ Σάις ανέβασε την «Ανδρομάχη». Η παράσταση διέθετε λεπτότητα, μέτρο και χάρη αντάξια του Ρακίνα μάλλον, παρά του Ευριπίδη. Προσέθετε και μια πολιτικώς ορθή άποψη για τη σχέση των πολιτισμών, άσχετη με το νόημα του έργου.
Για δεύτερη χρονιά ο Τόμας Οστερμάιερ έδειξε το διπλό πρόσωπο της τέχνης του. Ελεγχόμενα εικονοκλάστης στη «Λυσσασμένη γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς, βαθιά ανατρεπτικός στον «Αμλετ». Η πρώτη παράσταση έβγαζε μια ατμόσφαιρα διάλυσης που σε άλλους άρεσε και σε άλλους όχι. Η δεύτερη όμως ήταν αναμφίβολα ένα άλμα του σκηνοθέτη, μια επικίνδυνη ακροβασία ανάμεσα στην ερώτηση «να ζει κανείς ή να μη ζει» και την απάντηση πως «όλα τα άλλα είναι σιωπή». Και μια παρατήρηση: Ο Αμλετ αυτός δεν είναι, προσπαθεί να γίνει «μπούλης».
Τέλος, ο Κριστόφ Βαρλικόφκσι με το «Krum». Εδώ έχουμε τον απόλυτο σκηνοθέτη και το κλίμα που δημιουργεί από το σχεδόν τίποτα. Τρεισήμισι ώρες κατάδυσης στο περιβάλλον της νωθρότητας· έκρηξη ή διέξοδος πουθενά. Ενας μεγάλος σκηνοθέτης του μέλλοντος, ζωντανά, μπροστά μας.
  • Ελληνες και ξένοι
Η προσπάθεια επικοινωνίας του ντόπιου δυναμικού με τους ξένους καλλιτέχνες -κάτι που συνειδητά καλλιεργεί το Φεστιβάλ- κατέληξε και σε συνεργασίες. Στο «Κουαρτέτο» της Ρενάτε Τζετ, στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Γκραουζίνις και στον σαφώς αξιολογότερο «Φιλοκτήτη» του Λάνγχκοφ, είδαμε Ελληνες ηθοποιούς να ακολουθούν τις διδασκαλίες ξένων σκηνοθετών... Παραπαίοντας να ακολουθούν, αλλά κάτι είναι και αυτό...
Είναι φανερό ότι πρόκειται για προσπάθειες που χάνουν στη μετάφραση ένα μέρος της δυναμικής τους. Δεν πειράζει· ακόμα και έτσι, ο διάλογος με τους φορείς μιας διαφορετικής ιθαγένειας δεν πρέπει να σταματήσει. Παραμένει ζητούμενο του θεάτρου μας να κλείσουν τα κλιματιστικά και να ανοίξουν τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας.
  • Μια χαμένη ευκαιρία
Για να είμαστε ειλικρινείς, το ελληνικό Φεστιβάλ έχασε με τον Βασίλιεφ μια μεγάλη ευκαιρία. Αυτό που χάρισε ο «Αμλετ» του Οστερμάιερ -μια πρεμιέρα παγκόσμιας προβολής- μπορούσε να προσφέρει πολλαπλάσιο το πρόσωπο του Ρώσου σκηνοθέτη. Πρόσφατα μια καλή φίλη μού έλεγε πόσο κολακευμένη ένιωσε ακούγοντας στα πηγαδάκια της Αβινιόν τους θεατρόφιλους να σχολιάζουν την πρώτη παρουσίαση του «γκουρού» στο αρχαίο δράμα και την Επίδαυρο. Το έχουμε πει και άλλοτε: το σημείο στο οποίο κρίνονται τα φεστιβάλ είναι οι πρεμιέρες, το πού επιλέγει κάποιος σκηνοθέτης να παρουσιάσει την πρόσφατη δουλειά του. Τα άλλα είναι αγορασμένες παραστάσεις, σημαντικές αλλά μεταχειρισμένες. Εχουν και αυτές την αξία τους, αφορούν όμως περισσότερο τη διδακτική εξοικείωση του κοινού και τον φάκελο του καλλιτέχνη.
Η συνεργασία του σκηνοθέτη με το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών ήταν μια σωστή καλλιτεχνικά απόφαση, όπως και η παρουσίαση της «Μήδειας» στο Φεστιβάλ. Η παρουσίαση στην Επίδαυρο ήταν λάθος. *
Επίδαυρος
Λίγοι πρόσεξαν πως υπήρχε στο πρόγραμμα της Επιδαύρου μια ενδιαφέρουσα συγκυρία. Με μόνη εξαίρεση τον Σπύρο Ευαγγελάτο, οι υπόλοιποι σκηνοθέτες προσέγγιζαν για πρώτη φορά τον αρχαίο χώρο ή το αρχαίο δράμα. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που κυριάρχησαν οι ακροβασίες και η υπερβολή του πρωτάρη. Εκεί, νομίζω, πρέπει να αποδοθεί και η γλουτοκτόνος διάρκεια των παραστάσεων.

Ο Σπύρος Ευαγγελάτος με τις «Φοίνισσες» συμφιλιώθηκε με το Φεστιβάλ βγάζοντας τη γενιά του ασπροπρόσωπη. (Στη φωτ. η Ιοκάστη της Αντιγόνης Βαλάκου)
Το Κρατικό Θέατρο ζήτησε από τον Σκοπιανό σκηνοθέτη Σλόμπονταν Ουνκόφκσι να χρησιμοποιήσει τη σκηνή του για να ανεβάσει τον «Ορέστη». Ωραία, λαρζ κίνηση... Και ας είχε κενά η παράσταση, και ας υψωνόταν σε υπερβολικές κλίμακες, το ενδιαφέρον μας έμενε προσηλωμένο στη συμφιλίωση του τέλους.
Η Ρούλα Πατεράκη αξιώθηκε να σκηνοθετήσει έναν διπλό Οιδίποδα με το Εθνικό. Τον ανέβασε στην αντίστροφη πορεία του ήρωα από τον Κολωνό προς τη Θήβα. Οργανωμένη και σαφής άποψη για τον χώρο, ευρήματα όμως που φόρτωσαν την παράσταση και μια τεχνική από τους νέους που θα έκανε την Ασπασία Παπαθανασίου να φρίξει. Τιτάνιο το έργο του Μιχαήλ Μαρμαρινού στον διπλό ρόλο.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η προσέγγιση του Θόδωρου Τερζόπουλου. Στον πυρακτωμένο «Αίαντα» στη Μικρή Επίδαυρο, η ενέργεια των ηθοποιών συμπυκνώνεται στη νύξη και το τραγικό αποκρυσταλλώνεται στο μοιραίο.
Η επιστροφή του Σπύρου Ευαγγελάτου στην Επίδαυρο με τις «Φοίνισσες» είχε τον χαρακτήρα της συμφιλίωσης του Φεστιβάλ με τις καλλιτεχνικές δυνάμεις του τόπου. Το χαρήκαμε λοιπόν ιδιαίτερα. Και ο σκηνοθέτης, από τη μεριά του, έβγαλε τη γενιά του ασπροπρόσωπη. Δίδαξε μια ώριμη παράσταση χωρίς τυμπανοκρουσίες, με καλές ερμηνείες, στόχευση και αποτέλεσμα.
Διόλου τυχαία αφήσαμε για το τέλος τις παραστάσεις που προκάλεσαν το μεγαλύτερο θόρυβο. Οι «Βατρα-Χ» του Εθνικού από τον Δημήτρη Λιγνάδη, η «Μήδεια» του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας από τον Ανατόλι Βασίλιεφ, αλλά και ο «Αγαμέμνων» της Αντζελας Μπρούσκου συνέβαλαν από κοινού στο να θυμόμαστε τη φετινή χρονιά σαν τότε που η Επίδαυρος απέκτησε εξώστη. Η παράσταση πίστας που οργάνωσε με κέφι και θράσος ο Λιγνάδης συνάντησε βέβαια την ανταπόκριση του κοινού αλλά και την επίθεση της κριτικής. Η πανηγυριώτικη εκδοχή της «Μήδειας» προκάλεσε το μένος του κοίλου, ειδικά καθώς έβλεπε να πρωταγωνιστεί στην ιεροσυλία η ίδια η ιέρεια, η Λυδία Κονιόρδου.
Ο «Αγαμέμνων», τέλος, της Μπρούσκου είχε την πιο άδικη αντιμετώπιση. Παρά τα προβλήματα, διέθετε σαφή άποψη για την αισχύλεια τραγωδία. Και αν έμοιαζε στενή και πεζή δεν πειράζει. Το αντίθετο θα έπρεπε να μας προβληματίσει, αν η σκηνοθέτις μιλούσε για τα μεγάλα και τα υψηλά από τώρα...
  • Το μέλλον της Επιδαύρου
Ας μη λησμονηθεί η δεύτερη φορά που ο Μπέκετ εγκαταστάθηκε στην Επίδαυρο με τις «Ευτυχισμένες μέρες» της Φιόνα Σο. Και ας σημειωθεί μια μεγάλη στιγμή στην ιστορία της Αργολίδας: Η Πίνα Μπάους υποκλίνεται στην ορχήστρα της μπροστά σε ένα κατάμεστο θέατρο που την αποθεώνει... Το αρχαίο θέατρο τυλίγει σαν χιτώνας τη μορφή της χορογράφου και δίνει στην αξία της κλασικό μέγεθος...
Από εδώ ξεκινάει το μέγα ερώτημα που σχετίζεται με το μέλλον της Επιδαύρου. Κανείς ασφαλώς δεν έχει αντίρρηση να παρουσιάζεται εκεί μια «μεγάλη παράσταση», είτε αυτή έχει να κάνει με το αρχαίο δράμα, τον Μπέκετ ή την Μπάους. Το ερώτημα γίνεται πιο ενδιαφέρον όταν τίθεται ανάποδα: Μπορεί μια σύγχρονη παράσταση να βγει κερδισμένη από την Επίδαυρο; Και πόσο είναι τελικά θεμιτό να παρουσιάζεται ένας ακραίος πειραματισμός με όλες τις αντιφάσεις του ενώπιον δέκα χιλιάδων απροετοίμαστων θεατών; Χωρίς αμφιβολία το ζήτημα της Επιδαύρου είναι ζήτημα διαχείρισης ενός σπάνιου πολιτιστικού αγαθού το οποίο πρέπει κάποια στιγμή να αποτελέσει αντικείμενο μιας ανοιχτής συζήτησης.

No comments: