Τρίτη χρονιά για το ελληνικό Φεστιβάλ με διευθυντή τον Γιώργο Λούκο και ο απολογισμός αποδεικνύεται αυτή τη φορά περισσότερο περίπλοκος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Φεστιβάλ διατηρεί ακόμα την ικανότητα να ταρακουνά, να απογοητεύει και να εξοργίζει. Και είναι αλήθεια πως είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με τις επιλογές ή τη διάρκειά του, δεν μπορούμε να ζούμε πια, παρά σχολιάζοντάς το.Ακόμα και όταν, όπως φέτος, τα σχόλια μοιάζουν επιφυλακτικά. Πρώτον, κατά γενική ομολογία το θέατρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, υστέρησε, ιδιαίτερα όσον αφορά την ελληνική συμμετοχή. Ύστερα, η ελευθεριότητα, που ξεδιπλώνεται στα φεστιβαλικά θέατρα κάθε καλοκαίρι, φαίνεται πως άρχισε να γίνεται αναμενόμενη και να κουράζει. Η τακτική επαφή με τους ξένους θιάσους (που κάποτε ακούγονταν σαν μακρινές χώρες) έφερε την εξοικείωση και η αμηχανία έδωσε τη θέση της στην αμφισβήτηση. Τέλος, είχαμε βέβαια φέτος τα σοβαρά επεισόδια της Επιδαύρου. Εδειξαν με τον πλέον άμεσο τρόπο πως η Επίδαυρος παραμένει μια ισχυρή ιδέα πολιτιστικής συγκρότησης, που εκτείνεται σε ένα πλατύ φάσμα προσδοκιών, από την προγονοπληξία μέχρι την εθνική ταυτότητα και την τουριστική εκμετάλλευση.
«Krum» από τον «μεγάλο σκηνοθέτη του ευρωπαϊκού μέλλοντος» Κριστόφ Βαρλικόφσκι |
- Οι ελληνικές συμμετοχές
Το αουτσάιντερ που -δικαίως- διακρίθηκε: «Αυτός που λέει ναι, Αυτός που λέει όχι» από τον θίασο «18 Μποφόρ» σε σκηνοθεσία Ολιας Λαζαρίδου |
Ανάμεσα στις παραστάσεις αυτές, οι «Βάκχες» του Θωμά Μοσχόπουλου, πολύ πέρα από μια «πρώτη ανάγνωση», έδιναν την αίσθηση του θορυβώδους εγχειρήματος χωρίς σαφή άποψη για τη συγκεκριμένη τραγωδία.
Στην Πειραιώς, ο Γιάννης Χουβαρδάς εκπλήρωσε την υπόσχεσή του στον διευθυντή του Φεστιβάλ ανεβάζοντας τις «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» του Χόρβατ. Εργο ιδιοφυές και ανοικονόμητο. Η παράσταση έδωσε μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία του προπολεμικού τοπίου, οι αναφορές όμως στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα λειτουργούσαν αδύναμα κάτω από τη σκηνογραφία του.
Το νέο ελληνικό θέατρο όμως είχε τη δυνατότητα να αναμετρηθεί και με δύο παλιότερες παραστάσεις: τους ιστορικούς «Ορνιθες» του Θεάτρου Τέχνης και τον ανανεωμένο «Πλούτο» από τον ΘΟΚ. Δεν χρειάζονται ασφαλώς σχόλια για την αξία ειδικά της πρώτης παράστασης. Στο θέατρο του Ηρωδείου όμως ο νεωτερισμός τους έμοιαζε με σκονισμένο κύπελλο σε ψηλή προθήκη.
Στην Πειραιώς, ο Γιάννης Χουβαρδάς εκπλήρωσε την υπόσχεσή του στον διευθυντή του Φεστιβάλ ανεβάζοντας τις «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» του Χόρβατ. Εργο ιδιοφυές και ανοικονόμητο. Η παράσταση έδωσε μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία του προπολεμικού τοπίου, οι αναφορές όμως στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα λειτουργούσαν αδύναμα κάτω από τη σκηνογραφία του.
Το νέο ελληνικό θέατρο όμως είχε τη δυνατότητα να αναμετρηθεί και με δύο παλιότερες παραστάσεις: τους ιστορικούς «Ορνιθες» του Θεάτρου Τέχνης και τον ανανεωμένο «Πλούτο» από τον ΘΟΚ. Δεν χρειάζονται ασφαλώς σχόλια για την αξία ειδικά της πρώτης παράστασης. Στο θέατρο του Ηρωδείου όμως ο νεωτερισμός τους έμοιαζε με σκονισμένο κύπελλο σε ψηλή προθήκη.
- Οι ξένες συμμετοχές
Η πανηγυριώτικη εκδοχή της «Μήδειας» του Βασίλιεφ προκάλεσε το μένος του κοίλου, ειδικά καθώς έβλεπε να πρωταγωνιστεί στην ιεροσυλία η ίδια η ιέρεια, Λυδία Κονιόρδου |
Η παρέλαση της αμερικανικής αβανγκάρντ σκηνής συνεχίστηκε με το «Κουκλόσπιτο» και το «Γκόσπελ στον Κολωνό» του Λι Μπρούερ. Καθαρές γραμμές και έμπνευση, πολιτική και ψυχανάλυση. Αμερικανικά πράγματα και αυτά, χαριτωμένα και όχι και τόσο αφελή. Σε εντελώς άλλο κλίμα ο Ζαν Κριστόφ Σάις ανέβασε την «Ανδρομάχη». Η παράσταση διέθετε λεπτότητα, μέτρο και χάρη αντάξια του Ρακίνα μάλλον, παρά του Ευριπίδη. Προσέθετε και μια πολιτικώς ορθή άποψη για τη σχέση των πολιτισμών, άσχετη με το νόημα του έργου.Για δεύτερη χρονιά ο Τόμας Οστερμάιερ έδειξε το διπλό πρόσωπο της τέχνης του. Ελεγχόμενα εικονοκλάστης στη «Λυσσασμένη γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς, βαθιά ανατρεπτικός στον «Αμλετ». Η πρώτη παράσταση έβγαζε μια ατμόσφαιρα διάλυσης που σε άλλους άρεσε και σε άλλους όχι. Η δεύτερη όμως ήταν αναμφίβολα ένα άλμα του σκηνοθέτη, μια επικίνδυνη ακροβασία ανάμεσα στην ερώτηση «να ζει κανείς ή να μη ζει» και την απάντηση πως «όλα τα άλλα είναι σιωπή». Και μια παρατήρηση: Ο Αμλετ αυτός δεν είναι, προσπαθεί να γίνει «μπούλης».Τέλος, ο Κριστόφ Βαρλικόφκσι με το «Krum». Εδώ έχουμε τον απόλυτο σκηνοθέτη και το κλίμα που δημιουργεί από το σχεδόν τίποτα. Τρεισήμισι ώρες κατάδυσης στο περιβάλλον της νωθρότητας· έκρηξη ή διέξοδος πουθενά. Ενας μεγάλος σκηνοθέτης του μέλλοντος, ζωντανά, μπροστά μας.
Το Κρατικό Θέατρο ζήτησε από τον Σκοπιανό σκηνοθέτη Σλόμπονταν Ουνκόφκσι να χρησιμοποιήσει τη σκηνή του για να ανεβάσει τον «Ορέστη». Ωραία, λαρζ κίνηση... Και ας είχε κενά η παράσταση, και ας υψωνόταν σε υπερβολικές κλίμακες, το ενδιαφέρον μας έμενε προσηλωμένο στη συμφιλίωση του τέλους.Η Ρούλα Πατεράκη αξιώθηκε να σκηνοθετήσει έναν διπλό Οιδίποδα με το Εθνικό. Τον ανέβασε στην αντίστροφη πορεία του ήρωα από τον Κολωνό προς τη Θήβα. Οργανωμένη και σαφής άποψη για τον χώρο, ευρήματα όμως που φόρτωσαν την παράσταση και μια τεχνική από τους νέους που θα έκανε την Ασπασία Παπαθανασίου να φρίξει. Τιτάνιο το έργο του Μιχαήλ Μαρμαρινού στον διπλό ρόλο.Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η προσέγγιση του Θόδωρου Τερζόπουλου. Στον πυρακτωμένο «Αίαντα» στη Μικρή Επίδαυρο, η ενέργεια των ηθοποιών συμπυκνώνεται στη νύξη και το τραγικό αποκρυσταλλώνεται στο μοιραίο.Η επιστροφή του Σπύρου Ευαγγελάτου στην Επίδαυρο με τις «Φοίνισσες» είχε τον χαρακτήρα της συμφιλίωσης του Φεστιβάλ με τις καλλιτεχνικές δυνάμεις του τόπου. Το χαρήκαμε λοιπόν ιδιαίτερα. Και ο σκηνοθέτης, από τη μεριά του, έβγαλε τη γενιά του ασπροπρόσωπη. Δίδαξε μια ώριμη παράσταση χωρίς τυμπανοκρουσίες, με καλές ερμηνείες, στόχευση και αποτέλεσμα.Διόλου τυχαία αφήσαμε για το τέλος τις παραστάσεις που προκάλεσαν το μεγαλύτερο θόρυβο. Οι «Βατρα-Χ» του Εθνικού από τον Δημήτρη Λιγνάδη, η «Μήδεια» του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας από τον Ανατόλι Βασίλιεφ, αλλά και ο «Αγαμέμνων» της Αντζελας Μπρούσκου συνέβαλαν από κοινού στο να θυμόμαστε τη φετινή χρονιά σαν τότε που η Επίδαυρος απέκτησε εξώστη. Η παράσταση πίστας που οργάνωσε με κέφι και θράσος ο Λιγνάδης συνάντησε βέβαια την ανταπόκριση του κοινού αλλά και την επίθεση της κριτικής. Η πανηγυριώτικη εκδοχή της «Μήδειας» προκάλεσε το μένος του κοίλου, ειδικά καθώς έβλεπε να πρωταγωνιστεί στην ιεροσυλία η ίδια η ιέρεια, η Λυδία Κονιόρδου.Ο «Αγαμέμνων», τέλος, της Μπρούσκου είχε την πιο άδικη αντιμετώπιση. Παρά τα προβλήματα, διέθετε σαφή άποψη για την αισχύλεια τραγωδία. Και αν έμοιαζε στενή και πεζή δεν πειράζει. Το αντίθετο θα έπρεπε να μας προβληματίσει, αν η σκηνοθέτις μιλούσε για τα μεγάλα και τα υψηλά από τώρα...
- Ελληνες και ξένοι
- Μια χαμένη ευκαιρία
Επίδαυρος
Λίγοι πρόσεξαν πως υπήρχε στο πρόγραμμα της Επιδαύρου μια ενδιαφέρουσα συγκυρία. Με μόνη εξαίρεση τον Σπύρο Ευαγγελάτο, οι υπόλοιποι σκηνοθέτες προσέγγιζαν για πρώτη φορά τον αρχαίο χώρο ή το αρχαίο δράμα. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που κυριάρχησαν οι ακροβασίες και η υπερβολή του πρωτάρη. Εκεί, νομίζω, πρέπει να αποδοθεί και η γλουτοκτόνος διάρκεια των παραστάσεων.Ο Σπύρος Ευαγγελάτος με τις «Φοίνισσες» συμφιλιώθηκε με το Φεστιβάλ βγάζοντας τη γενιά του ασπροπρόσωπη. (Στη φωτ. η Ιοκάστη της Αντιγόνης Βαλάκου) |
- Το μέλλον της Επιδαύρου
No comments:
Post a Comment