* «Gospel at Colonus» Φεστιβάλ Αθηνών
Επιτέλους ήρθε και στην Ελλάδα, έστω και με καθυστέρηση 25 χρόνων από την πρώτη της παρουσίαση, μία από τις πιο εμβληματικές παραστάσεις της δεκαετίας του '80. Το «Gospel at Colonus», η μουσική διασκευή του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» από τον Λι Μπρούερ και τον συνθέτη Μπομπ Τέλσον, αντηχούσε στην εποχή της τη στροφή της νεοϋορκέζικης σκηνής στο έθνικ και τις ρίζες της αφροαμερικανικής παράδοσης. Ο πειραματισμός της φιλοδοξούσε, από τη μία, να δείξει πως οι πηγές του αρχαίου δράματος απλώνονται σε πλατιά ανθρωπολογικά στρώματα και από την άλλη, να στρέψει την τραγική έκφραση στα ανεκμετάλλευτα εκφραστικά ρεύματα της Μαύρης Ηπείρου.Η απόπειρα του Μπρούερ αντλούσε την έμπνευσή της από μια άκρως ενδιαφέρουσα μεταφορά: τοποθετώντας την υπόθεση του Οιδίποδα σε μια εκκλησία της Πεντηκοστής, με τους διαπρύσιους ιεροκήρυκες και τις θερμές εκδηλώσεις του εκκλησιάσματος, δημιουργούσε ένα περιβάλλον εκρηκτικής ενέργειας, στην οποία το έλεος και ο φόβος εμφανίζονται με τις πιο αδρές αποχρώσεις. Το χειροκρότημα που επιφύλαξε το Ηρώδειο δεν είναι τίποτα: τα βίντεο της παράστασης μπροστά στο πρώτο, «αυθεντικό» κοινό της μεταφέρουν εικόνες μιας συγκλονιστικής μέθεξης, που φτάνει μέχρι το παραλήρημα και την έκσταση.Είναι αλήθεια ότι η πρόταση του Μπρούερ μοιάζει να υπάγει τη σοφόκλεια τραγωδία στο λειτουργικό δράμα και να δίνει στον προβληματισμό της μια κάπως απλοϊκή μανιχαϊστική διάσταση. Δεν είναι, όμως, γι' αυτό λιγότερο εντυπωσιακό το αποτέλεσμα. Η πηγαία ενέργεια των γκόσπελ, η αίσθηση της αθωότητας και του γνήσιου ενθουσιασμού των ερμηνευτών μεταδίδεται ακόμα και σε ένα «λευκό» κοινό και ενθουσιάζει. Διόλου τυχαία η πρόταση του Μπρούερ, αποτελεί πια μια σταθερά στην ιστορία της πρωτοπορίας: αναλύεται και διδάσκεται στα κυριότερα μεταπτυχιακά προγράμματα του δυτικού κόσμου.Το πρόβλημα δεν ήταν επομένως η ίδια η παράσταση αλλά ο χώρος του Ηρώδειου, που με την ανελαστική του σοβαρότητα πρόσθετε στην προσέγγιση ακόμη ένα στοιχείο παραξενίσματος. Ο Μπρούερ κινήθηκε έξυπνα: αντί να γεφυρώσει τις αποστάσεις, τις τόνισε παραπέρα προβάλλοντας στο προσκήνιο του μνημείου αναγεννησιακά φρέσκο και συμβολικές εικόνες. Εδωσε έτσι μια μεταμοντέρνα, ποικιλόχρωμη ατμόσφαιρα γιορτής, ένα πολυπολιτισμικό φεστιβάλ αποδοχής και υπέρβασης των διαφορών.Βασικός όμως λόγος για τη διεθνή καριέρα της παράστασης παραμένει πάντα η πολυβραβευμένη μουσική του Τέλσον, ένα είδος «σόουλ όπερας» που αποδίδεται από σπουδαίους και αυθεντικούς ερμηνευτές. Η παράδοση από την οποία αντλεί δεν είναι αόριστα η αφρικανική, αλλά ένα μικρό τμήμα της που σχετίζεται με τη Δυτική Αφρική. Και η οποία, βέβαια, είναι εξαιρετικά οικεία. Ας μη γελιόμαστε, για τους περισσότερους η μουσική αυτή είναι πιο γνώριμη από την κλασική, ας πούμε, μουσική παράδοση. Στα μπλουζ και στα σόουλ, στη μορφή που θυμίζει τον Ρέι Τσαρλς ή στην άλλη που φέρνει στο νου την Αρίθα Φράνκλιν δεν ανακαλύπτουμε κάποια μυστική ήπειρο· αναγνωρίζουμε τα πρώτα μας ακούσματα. Τη συγχώνευση άλλωστε των πολιτισμών, που ευαγγελίστηκε στα '80 ο σκηνικός πειραματισμός του Μπρούερ, την είχε πετύχει με τη μουσική του ο Ελβις Πρίσλεϊ από τη δεκαετία του '50. *
[Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ελευθεροτυπία /2, 28/06/2008]
No comments:
Post a Comment