Monday, June 30, 2008

Μάριους φον Μπάγενμπουργκ: «Ο Άσχημος»

«Δώστε μου πίσω το πρόσωπό μου». Η πλαστή ομορφιά του καπιταλισμού ως δώρο και εφιάλτης.

Μάριους φον Μπάγενμπουργκ: «Ο Άσχημος». Σκηνοθεσία: Θανάσης Σαράντος. Θέατρο: Εθνικό - Νέα Σκηνή (στη Β΄ Σκηνή του «Σύγχρονου Θεάτρου Αθήνας» - Γκάζι)

Το Εθνικό ανέβασε ένα σημαντικό έργο σύγχρονο, «μαύρο» και εξωτερικά κωμικό, τον «Ασχημο» του Γερμανού (μάλλον δίκαια βραβευμένου) Μάριους φον Μάγενμπουργκ (γεν. Μόναχο, 1972).

Πρόκειται για μια σύλληψη υπερρεαλιστική, που όμως δυστυχώς αγγίζει κατά πολύ την πραγματικότητά μας, όπως διαμορφώθηκε μέσα από τα καπιταλιστικά πρότυπα και τις αξίες που αυτά επέβαλαν. Σε μια εποχή κατά την οποία αποθεώνεται το σφρίγος, η νεότητα, το εξωτερικό κάλλος, περιφρονείται η γνώση και η ωριμότητα, μυκτηρίζεται δε ανελέητα το γήρας, η δυσμορφία και η αναπηρία, καταστάσεις κατ’ εξοχήν ανθρώπινες, αποβάλλονται από τον κοινωνικό ιστό ως σαρκώματα που εμποδίζουν το κρατούν σύστημα να προχωρήσει.

Οποιος θέλει να επιζήσει σ’ αυτόν τον πολιτισμό των «ωραίων και σέξι» πρέπει παντί σθένει να πουλήσει στον διάβολο την ψυχή και την εξωτερική του ειδή και να την αντικαταστήσει με τρόπο πλαστικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά), φορώντας τη λεοντή της ομορφιάς και της σχηματικής τελειότητας. Μόνον έτσι του επιτρέπεται, και κατά το έργο, να διεκδικήσει ενώπιον κοινού την παρουσίαση της πνευματικής του εργασίας. Χωρίς το «περιτύλιγμα» του δημιουργού, δημιούργημα δεν υπάρχει, και μάλιστα ανενδοίαστα μπορεί να ακυρωθεί αν δεν βρεθεί ένας κατάλληλος ευειδής φορέας για να το παρουσιάσει.

Αυτή είναι η βάση του «Ασχημου» του φον Μάγενμπουργκ, ενός έργου ευσύνοπτου και καίριου, που κατορθώνει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο, τον κωμικό, να αποδείξει το αδιέξοδο της εξωραϊστικής πλαστικής χειρουργικής. Θέλοντας να καθηλώσουμε τον χρόνο ή να ανατρέψουμε το φυσικό δεδομένο, παραβιάζουμε την ηθική τάξη που μας διέπει και χάνουμε οριστικά την ταυτότητά μας, καθώς ο πλαστικός χειρουργός, κατά γκροτέσκα σύλληψη, μπορεί να κατασκευάσει αποκλειστικά την ίδια πατέντα, το ίδιο πρόσωπο για πολλούς, κλωνοποιημένο και τραγικά απρόσωπο. «Θέλω πίσω το πρόσωπό μου», αναφωνεί κάποια στιγμή ο ήρωας, αλλά είναι πια πολύ αργά, η οδός είναι ανεπίστροφη, η διακριτή ταυτότητα, της δυσμορφίας έστω, έχει οριστικά απολεσθεί. Ενώ η καρναβαλική διονυσιακή μεταμφίεση συνιστά μια παραβίαση οίστρου και χαράς που όμως ευχερώς απεκδύεται των «παραφερναλίων» της, αντίθετα η πλαστική μεταμόρφωση διέπεται από εφιαλτική οριστικότητα, το αμετάκλητο της οποίας παρέχει στιγμιαία ικανοποίηση, αλλά λίγο αργότερα κατάσταση διαρκούς θλίψης αν όχι και απόγνωσης μέσα στη φυλακή του ξένου προσωπείου. Το έργο, καθώς προφητεύει πανομοιότυπες διασημότητες πλαστού κάλλους, πιστεύω πως, με τη συνοδεία σαρκαστικού γέλωτα, εκβάλλει ηχηρή ανθρωπιστική κραυγή και το ανάλογο αίτημά της.

Εναλλαγή καταστάσεων

Γύρω απ’ τον άσχημο εφευρέτη Λέτε κινούνται άλλα τρία πρόσωπα με εναλλασσόμενους ρόλους: η σύζυγος και η πλούσια κυρία, ο γιος της και ο βοηθός του Λέτε, ο διευθυντής του, αλλά και ο πλαστικός χειρουργός. Το έργο είναι γραμμένο σε ρυθμούς ροϊκότητας και πολύ γοργής εναλλαγής καταστάσεων, έτσι ώστε ο θεατής οφείλει να βρίσκεται σε αδιάκοπη εγρήγορση. Το στακάτο αυτό ύφος καθώς και το παγερό, κυνικό χιούμορ εξασφάλισε η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Ο νέος –για μένα– σκηνοθέτης Θανάσης Σαράντος προέκρινε μια γυμνή, χωρίς στολίδια, γραμμή, για να περάσει, με την υπογράμμιση της αυτοδυναμίας του λόγου, το έντονο ιδεολογικό στίγμα του έργου. Θα ’λεγα ότι πρόκειται για μια σκηνοθεσία μάλλον πολιτικά τροπισμένη, αφού όψη και ένδυση της Λίνας Μότσιου, επίσης, ακολούθησαν την ίδια λιτή αντίληψη. Ξεκινώντας μ’ ένα επιτυχές παραμορφωτικό γνωστών γυναικείων σταρ βίντεο του Αλέξανδρου Μιστριώτη (όμως μεγαλύτερης του δέοντος διάρκειας), ο Σαράντος πέτυχε περισσότερο στις σκηνές παντομίμας. Η παράσταση άλλοτε έλαμπε και άλλοτε απλώς κυλούσε, χωρίς όμως να μπορείς επ’ ουδενί να αποφανθείς αρνητικά γι’ αυτήν.

Χωρίς γκελ

Βασική της αδυναμία θεωρώ τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση στον κεντρικό ρόλο: υποθερμικός όπως συνήθως, συχνά ταχύλογος και sotto voce ώστε να μη διακρίνουμε ακριβώς τι έλεγε, χωρίς τις απαραίτητες συναισθηματικές μεταπτώσεις που ιδιαίτερα αυτός ο ρόλος απαιτεί και χωρίς γκελ στο κοινό. Αντίθετα, η Μπέσυ Μάλφα διακρίθηκε με την ευχέρεια οργανικών μεταλλάξεών της στους διαμετρικούς ρόλους, με πείρα και φαντασία στην κίνηση και στην πλούσια έκφραση. Θετικός και ο Παναγιώτης Παναγόπουλος στον αναρριχησία βοηθό του Λέτε και στον επαμφοτερίζοντα γιο της κυρίας. Ο διευθυντής του «άσχημου» και πλαστικός χειρουργός Σωκράτης Πατσίκας διαθέτει κωμική φλέβα και την ανέδειξε στην γκροτέσκα εκδοχή της.

Στους αισθητικά πανάθλιους καιρούς της… απερίγραπτης Καλο-κακομοίρας και των εν γένει σαχλεπίσαχλων δυτικών προτύπων, ο «Ασχημος» είναι μια διδακτική απειλή προς όσους νομίζουν πως χαράσσουν ευεργετικά τη μορφή τους, ενώ παραχαράσσουν την ουσία τους. Οι πατημασιές του Χρόνου και της Φύσης επάνω μας θέλουν και πρέπει να αναπνέουν ανεμπόδιστα, ιδίως όταν ασθμαίνουν προς το γήρας. Η τεχνητή λείανση των βημάτων αυτών και του κάθε ίχνους τους δεν μπορεί να γίνεται ατιμωρητί. Και έχουμε γι’ αυτό ένα σωρό γνωστά παραδείγματα, ιδίως πρωταγωνιστριών μας – με πλήρως ακαλαίσθητες ή και τραγικές για την ίδια τους τη ζωή συνέπειες.

[Γιάννης Βαρβέρης, Η Καθημερινή, 29/06/2008]

No comments: