Εντεν φον Χόρβαρτ «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης»
Λούλα Αναγνωστάκη «Ο Ουρανός ατακόκκινος»
Ευριπίδη «Ανδρομάχη»
Τα δεκαεπτά έργα του Ούγγρου Εντεν φον Χόρβατ (1901 - 1938), ο οποίος έγραφε στα γερμανικά, παίζονται σπάνια εκτός του γερμανόφωνου χώρου. Ο λόγος: Η υπαινικτική γλώσσα του η οποία εκφράζει το πικρό ροδοζαχαρένιο λούστρο της μικροαστικής τάξης του μεσοπολέμου είναι ιδιαίτερα προβληματική στη μεταφορά της. Τα αξεπέραστα παιχνίδια που κάνει ο Χόρβατ με τη γλώσσα απασχόλησαν και τον θεατρικό συγγραφέα Φραντς Ξάφερ Κρόιτς του οποίου η διάλεξη (ο Χόρβατ του Σήμερα και για Σήμερα, στη δεκαετία του ’80) αναφερόταν σε μία σημαδιακή «αγλωσσία του προλεταριάτου». Πώς να τη μεταφράσεις…
Απέκτησα προσωπική πείρα επάνω στις δυσκολίες έχοντας μεταφράσει, παλιά, τις «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης». Πρωτοπαίχθηκαν στα τέλη του ’70 από το «Ανοιχτό Θέατρο» του Γ. Μιχαηλίδη ο οποίος και το σκηνοθέτησε, με τον Λευτέρη Βογιατζή στον κεντρικό ρόλο. Αργότερα το παρουσίασε και το «Θεατρικό Εργαστήρι» στη Θεσσαλονίκη σε σκηνοθεσία Γ. Ρεμούνδου. Το σίγουρο πάντως είναι ότι το συγκεκριμένο έργο δεν είναι ούτε κωμωδία ούτε σάτιρα. Ομως, υπάρχουν και δικά μας, ελληνικά, μυθιστορήματα τα οποία τόσο στο ύφος όσο και στη διάθεση είναι απόλυτα συγγενικά με το «είδος» Χόρβατ.
Πρώτα πρώτα έχουμε το κλασικό πλέον «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή με την αστικο-λαϊκά καθομιλούμενη γλώσσα το και -σε ασφαλώς μικρότερο βαθμό- το «αισθηματικό μυθιστόρημα» όπως ονομάζει ο Παύλος Μάτεσις το «Πάντα Καλά» του, όπου κι εκεί η γλώσσα φαίνεται να ’ναι όπως ακριβώς μιλιέται σε μια λαϊκο-αστική γειτονιά της Αθήνας. Και όπως δεν γίνεται να περιγελάσει κανείς σκωπτικά την κυρία Εκάβη, την κόρη της Νίνα, τη Νάνσυ και τη Μελανία, έτσι και στη βιεννέζικη περίπτωση οι αντίστοιχοι χαρακτήρες είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, σίγουρα όχι απλές χάρτινες γελοιογραφίες.
Ομως, στην περίπτωση των βιεννέζικων ιστοριών ο σκηνοθέτης τους Γιάννης Χουβαρδάς πόνταρε σε τύπους και όχι σε χαρακτήρες. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σχετικό ξεκατίνιασμα των ηρώων. Μια υπερβολικά εύκολη και βολική σκηνοθετική λύση, η οποία φτιασιδώθηκε με αρκετά «πρωτοποριακά» σουσούμια (λ.χ. η βαλσοειδής περπατησιά του ίλαρχου ε.α. ή η σε 3/4 μέθη του θαυματοποιού ή πάλι σκηνές όπου όλος ο θίασος φοράει επιδεικτικά μαύρα γυαλιά…) και με εμβόλιμες γιοντλ-μπελκαντικές -λαϊκότροπες μουσικές «μπηχτές».
Οσο για την επιδίωξη να δημιουργηθεί μία ατμόσφαιρα ενός μπομπ-φοσεϊκού Καμπαρέ (1972), αυτή απλώς επέκτεινε έως κουραστικά τη διάρκεια της παράστασης. Και όπως το γούστο όσο και η αίσθηση του χιούμορ τόσο στα σκηνοθετικά ευρήματα όσο και στο μεταπολεμικό σκηνικό - κοστούμια του Χέρμπερτ Μούραουερ υπήρξαν ολοφάνερα ελλειμματικά, η παράσταση μετεωριζόταν ανάμεσα στην ακαταλαβίστικη παρωδία και στο άτεχνο -και διανοουμενίζον- έντεχνο λαϊκό ρομάντζο. Εκείνοι βέβαια που κακοφόρμισαν περισσότερο από όλους ήταν οι ηθοποιοί.
Καλοί -συνήθως- ερμηνευτές, όπως η Θέμις Μπαζάκα, ο Ακύλλας Καραζήσης και η Αγγελική Παπούλια, εμφανώς «υπερέπαιζαν» υποτιμώντας έτσι τους ξεκάθαρους χαρακτήρες τους σε τύπους. Εννοείται ότι έτσι πρέπει να είχαν δασκαλευτεί. Την ίδια «γραμμή» ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι - εμφανώς αβοήθητοι- συνάδελφοί τους, όπως ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στον γραφικό ρόλο του φιλοναζιστή ηθοποιού. Είναι περίεργο πως μέσα σε ένα παρόμοιο υποκριτικό χάος έλαμψε μόνος του -λες κι έκανε υποκριτική αντίσταση!- ο Νίκος Κουρής ως ο λαϊκός λαμόγιας αγαπητικός με κάποια αισθήματα και πολύ πονηριά στο μάτι. Ηταν ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Τον μοναδικό που μπορούσε να θαυμάσει κανείς για το εκπληκτικό φινίρισμα στις λεπτομέρειές του και την εντυπωσιακή σιγουριά στο χιούμορ που υποστήριζε.
Η πικρο-καλοσυνάτη ηρεμία του Δημήτρη Ημελλου πλησίασε περισσότερο τη «γραμμή Κουρή», μια γραμμή η οποία θα είχε ενδεχομένως σώσει την παράσταση αν την είχαν ακολουθήσει με συνέπεια και σύστημα από την αρχή. Βέβαια,η παρουσία της Αλέκας Παΐζη ως «μοχθηρής γιαγιάς» ήταν σημαντική για την παράσταση με τη στακάτο ευθύβολη ερμηνεία της. Ομως, και αυτή δεν ήταν παρά μια μικρή όαση σε ένα γενικότερο σκορποχώρι όπου η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα περιέσωσε αρκετά από το πνεύμα του συγγραφέα.
Ρεσιτάλ στον μονόλογο
Αν ψάξει κανείς για κάποια άλλη πνευματική συγγένεια -εστω και μακρινή με τον φον Χόρβαρτ- θα τη βρεί στο «Ο Ουρανός Κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη και -το κυριότερο- στον τρόπο που ερμήνευσε αυτόν τον μονόλογο η Ρένη Πιττακή. Και εδώ η ηρωίδα περνάει των παθών της τον τάραχο. Αριστερή αλκοολική, διωγμένη από τη δουλειά της, με παιδί στη φυλακή και με ιδεολογία κυνηγημένη, η Σοφία Αποστόλου (Ρένη Πιττακή) μονολογεί, αφηγείται, περιγράφει τις κακοτοπιές που πέρασε. Ομως το θαυμαστό είναι ότι ο θεατής όχι μόνο δεν έχει ποτέ την αίσθηση της γκρίνιας και της μιζέριας, αλλά αντίθετα υπάρχει ένα ανθρώπινο μεγαλείο και -το κυριότερο- ένα καλοσυνάτο χιούμορ που προσφέρουν ευφορία και κάθαρση. Ενα σημαντικό έργο σε μια έξοχη ερμηνεία και σε μια διακριτική σκηνοθεσία (Νίκος Χατζόπουλος) κρατήθηκε στο παρασκήνιο.
«Παραδοσιακά»
Σίγουρα η Ειρήνη Παπά δεν φανταζόταν παραστάσεις όπως αυτή η περυσινή με την αλβανική Ηλέκτρα (ή μήπως ήταν Αντιγόνη;) ή πάλι τη φετινή συρο-γαλλική Ανδρομάχη σκηνοθετημένη «ορθόδοξα και παραδοσιακά», δηλαδή με στόμφο και κραυγές από το Ζαν Κριστόφ Σάις όταν οραματιζόταν το αρχαίο δράμα στο θέατρό «της». Παραστάσεις σαν κι αυτές ενδιαφέρουν -κακώς- ένα φεστιβάλ μόνο και μόνο επειδή επιμένουμε να θεωρούμε το αρχαίο δράμα αποκλειστικά δικό μας copyright και - συγκαταβατικά- να προβάλλουμε και «τα τέτοια» καλά - κακά. Μα φυσικά και δεν είναι. Το αρχαίο δράμα ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
No comments:
Post a Comment