Wednesday, July 2, 2008

«Αυτά που κάψαν το σανίδι» - «Μασκαράτα» - «Φιλοκτήτης»

«Αυτά που κάψαν το σανίδι»

«Αυτά που κάψαν το σανίδι»
Πληθωρικό και πολύτροπο συνθετικό τάλαντο. Ιδιοφυής «καθοδηγητής» της ερμηνείας του τραγουδιού. Μεγαλόκαρδος, χωρίς ίχνος έπαρσης για το δικό του πλούσιο και σπουδαίο συνθετικό έργο, λάτρης της μουσικής ομορφιάς από όπου κι από όποιον δημιουργείται. Αναφερόμαστε στον Σταμάτη Κραουνάκη, ο οποίος «ευλόγησε» δημιουργούς και δημιουργήματα που συνδέθηκαν με το ελληνικό θέατρο στον 20ό αιώνα και πρόσφερε ευφροσύνη, χαρά, συγκίνηση με την αλησμόνητη μουσικοθεατρική δημιουργία του «Αυτά που κάψαν το σανίδι», στο Ηρώδειο. Μια μεγάλη, βαθύτατα λαϊκού αισθήματος, μουσικοθεατρική παράσταση (κρίμα που προγραμματίστηκε μόνο για δυο βραδιές). Ενα καθ' όλα καλοδουλεμένο «προσκύνημα» τιμής σε παλαιότερων και νεότερων γενεών συνθέτες, στιχουργούς και ηθοποιούς που τα «απαθανάτισαν» με την ερμηνεία τους. «Προσκύνημα» του Κραουνάκη, της Λίνας Νικολακοπούλου (εξαιρετικά συνδετικά κείμενα που ιστορούν εύστοχα την κάθε εποχή, αλλά και τα θεατρικά τραγούδια που άφησαν εποχή), της ομάδας «Σπείρα-Σπείρα», της καλοδιδαγμένης ορχήστρας και της απολαυστικής ερμηνείας δημοφιλών ηθοποιών (παλαιότερων και νεότερων). Μια βραδιά διονυσιακής μουσικοθεατρικής «βακχείας», με τον Κραουνάκη - φύσει και θέσει - «Διόνυσο» (στο πιάνο και μετέχοντας διακριτικά στο τραγούδι και στην παρλάτα), ο οποίος με την αγάπη του για τραγούδια που τον «έθρεψαν», με το λυρικό «ντουέντε» του, με όλα τα κύτταρά του, με τον έμφυτο, μοναδικής δύναμης, οίστρο του «κέντριζε» τους «Ακολούθους» του σ' αυτή την αξιοθαύμαστη ως ιδέα, σύλληψη, σύνθεση, προετοιμασία και εκτέλεση μουσικοθεατρική «βακχεία»: Τους τραγουδιστές Δ. Μπάση, Ζ. Φυτούση, Γ. Χαρούλη, Μ. Τανάγρη, Σ. Θεοδωρίδου και τους ταλαντούχους ηθοποιούς. Ηθοποιοί που όλοι κάναν το «θαύμα» τους. Με πρώτον τον «δαιμόνιο» Χρήστο Στέργιογλου και τελευταίους την Σπεράντζα Βρανά, τις ακατάβλητες Αννα Καλουτά και Ζωζώ Σαπουντζάκη και τον οργιαστικού κεφιού Λάκη Λαζόπουλο, ο οποίος πρόσθεσε και μια επίκαιρη «πινελιά» του λέγοντας «Να ζήμενς κανείς ή να μη ζήμενς». Κι ανάμεσά τους οι: Ελένη Ουζουνίδου, Κατιάνα Μπαλανίκα, Μάρω Κοντού, Γιώργος Μαρίνος, Γρηγόρης Βαλτινός, Μάρθα Βούρτση, Μάρθα Φριντζήλα, Αννα Παναγιωτοπούλου.
«Μασκαράτα»
«Μασκαράτα»
Το Φεστιβάλ Αθηνών έδωσε τη δυνατότητα να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το άγνωστο, απαγορευμένο από την τσαρική λογοκρισία τρίπρακτο, έμμετρο έργο «Μασκαράτα» («Ο χορός των μεταμφιεσμένων», 1835) του σπουδαίου Ρώσου ρομαντικού ποιητή και μυθιστοριογράφου Μιχαΐλ Γιούρεβιτς Λέρμοντοφ (1814-1841). Ο πρόωρα χαμένος (σε μονομαχία) Λέρμοντοφ, επηρεασμένος από την επαναστατική ποίηση του λόρδου Μπάυρον, λάτρης του επαναστάτη συμπατριώτη του Πούσκιν και «κληρονόμος» της ποίησής του, μυημένος στο επαναστατικό κίνημα των Δεκεμβριστών, εξορισμένος και ο ίδιος δυο φορές από το τσαρικό καθεστώς, με αυτό το - εν πολλοίς βιωματικό, κοινωνικού ρεαλισμού δράμα - κατήγγειλε την υποκρισία, την απανθρωπιά, τις ίντριγκες, τα τζογαδόρικα παιχνίδια, τα διεφθαρμένα ήθη της μονίμως αργόσχολης, παρασιτικής, γλεντοκόπας, ελευθεριάζουσας ρωσικής αριστοκρατίας. Με μυθοπλαστικό εύρημα ένα χορό μεταμφιεσμένων, ο Λέρμοντοφ έβγαλε τη «μάσκα» της αριστοκρατίας και των διαφόρων «δορυφόρων» και «υπηρετών» της, κρίνοντας όμως και όσους, από απερισκεψία και ακρισία, γίνονται θύματά της, σαν τον κεντρικό ήρωα του έργου, τον Αρμπένιν. Οπως ο «Οθέλλος», με «τεκμήριο» το κλεμμένο μαντίλι της Δυσδαιμόνας, πέφτει στην παγίδα του Ιάγου, έτσι και ο Αρμπένιν, με «τεκμήριο» το χαμένο βραχιόλι της γυναίκας του, παγιδευμένος από τις ερωτοτροπίες μιας -μασκοφορεμένης, με το ίδιο βραχιόλι - βαρόνης με έναν ερωτύλο πρίγκιπα, δηλητηριάζει την τίμια γυναίκα του, νομίζοντας πως εκείνη ήταν η μασκοφορεμένη που συνάντησε τον πρίγκιπα. Η ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού δεν «αναβίωσε» την αισθητική του ρομαντισμού της εποχής του έργου. Επέλεξε έναν άλλο «δρόμο». Μια σύγχρονης αντίληψης εξπρεσιονιστική, σχεδόν γκροτέσκα, «ανάγνωση» του έργου, που να το καθιστά μια διαχρονική, δηλητηριώδους σαρκασμού κοινωνική καταγγελία, μέσω όλων των προσώπων του έργου. Πλην ενός. Της αδικοχαμένης, τίμιας γυναίκας του Αρμπένιν, που ως αντίποδας της διαφθοράς ερμηνεύτηκε αντιστικτικά. Με εμφαντικά ρομαντική ψυχογραφική αλήθεια (Μαρία Ναυπλιώτου). Η σκηνοθετική κατεύθυνση υπηρετήθηκε από τη διακριτικά έμμετρη μετάφραση (Στρατής Πασχάλης), το λιτά συμβολιστικό σκηνικό και τα καλαίσθητα κοστούμια εποχής (Ελένη Μανωλοπούλου), την αρμόζουσα κινησιολογία (Σεσίλ Μικρούτσικου), τη ζωντανά εκτελεσμένη μουσική (Θοδωρής Αμπαζής), τους φωτισμούς (Αλέκος Αναστασίου) και τη δημιουργική υποκριτική κατάθεση όλων των καλών ηθοποιών (συνεργατών του Λιβαθινού στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου): Δ. Παπανικολάου (η υπερεκφραστικότητά του κινδυνεύει να γίνει μανιέρα), Νίκος Καρδώνης, Μαρία Κίτσου, Μαρία Σαββίδου, Στέλιος Ιακωβίδης, Βασίλης Ανδρέου, Σοφία Τσινάρη, Ιριος Μάρα, Ηλίας Κουνέλας, Δημήτρης Πασσάς, Στρατής Πανούριος, Καλλιόπη Σίμου.
Χ. Μίλερ «Φιλοκτήτης»
«Φιλοκτήτης»
Επηρεασμένος από τον δάσκαλό του Μπ. Μπρεχτ, ο οποίος τολμούσε να μετασκευάζει θεατρικά έργα του παρελθόντος (λ.χ τη σοφόκλεια «Αντιγόνη») και παλιούς μύθους για να μιλήσει για τα κοινωνικά φαινόμενα και προβλήματα της εποχής του, ο Χάινερ Μίλερ, τέλη δεκαετίας του 1950 αρχές της δεκαετίας του 1960, έγραψε το πρώτο αρχαιόθεμο έργο του, τον «Φιλοκτήτη», διατηρώντας μόνο τους τρεις πρωταγωνιστές της ομώνυμης τραγωδίας, για να μιλήσει κι εκείνος για προβλήματα της εποχής του. Ο Σοφοκλής διεκτραγώδησε τα πάθη του βαριά τραυματισμένου στην Τροία Φιλοκτήτη, παραπεταμένου από τους συμπολεμιστές του στη Λήμνο, όπου καταφθάνει ο χειρότερος αντίπαλός του, ο «δαιμόνιος» Οδυσσέας, φέρνοντας μαζί του και τον νεαρό και τίμιο γιο του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμο, προκειμένου να τον χρησιμοποιήσει για να ξεγελαστεί ο σακάτης Φιλοκτήτης και να να παραδώσει τα όπλα του Αχιλλέα, με τα οποία εξασφαλίζει λίγη τροφή. Εποχή κλιμάκωσης του Ψυχρού Πολέμου, με την πατρίδα του, τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, να είναι κεντρικός στόχος του αμερικανογερμανικού κυρίως ΝΑΤΟικού άξονα, ο Χ. Μίλερ γράφοντας το δικό του «Φιλοκτήτη» στοχάζεται και αλληγορεί για πολιτικοστρατιωτικά προβλήματα της εποχής του. Αυτό το ούτως ή άλλως, δύσβατο νοηματικά, φιλοσοφικού ήθους, πολιτικού στόχου και ιδιότυπο δραματουργικά έργο έπεσε στα σκηνοθετικά χέρια του Ματίας Λάνγκοφ και έγινε τουλάχιστον δυσνόητο, αν όχι εντελώς ακατανόητο από τον ανίδεο για τη μιλερική δραματουργία θεατή. Ο Λάνγκοφ μάλλον ανήκει στην κατηγορία εκείνων των σκηνοθετών που φτιάχνουν και στηρίζουν τη φήμη τους, «εντυπωσιοθηρώντας», παρά πασχίζοντας να αναδείξουν την ουσία, την αξία του έργου με το οποίο καταπιάνονται. Ο Λάνγκοφ παρότι διέθετε την εύγλωττη, αλλά και αρμόζουσα, στην πυκνή νοηματικά, ποιητικού ήθους γραφή του Μίλερ, μετάφραση της έμπειρης στη μιλερική δραματουργία Ελένης Βαροπούλου, κατάφερε να δυσκολέψει την κατανόηση του έργου, με μια εντελώς ερήμην του αφαιρετικού αισθητικού χαρακτήρα του κειμένου εντυπωσιοθηρική εικονοποιία. Με ένα υπερβολικά ογκώδες, για μια τόσο μικρή κυκλική σκηνή, αντιαισθητικό θεατρικά - μορφολογικά και χρωματικά (η κρίση της στήλης ουδεμία σχέση έχει με τα περί αισθητικής και σεβασμού του μικρού αρχαίου θεάτρου στην Αρχαία Επίδαυρο του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου), κακοτράχαλο, κοπιαστικό, επικίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα των ηθοποιών σκηνικό. Μόνο ο σκηνοθέτης ξέρει (αν ξέρει...) τι νόημα είχε το παράξενο, διαφορετικό σε κάθε πλευρά του προσώπου μακιγιάζ στους ρόλους του Οδυσσέα και του Νεοπτόλεμου και η αποκρουστική παραμόρφωση και η πλήρης εξαφάνιση του προσώπου του Φιλοκτήτη. Μόνο εκείνος κατάλαβε (αν κατάλαβε) τι σήμαινε το δήθεν ειρωνικά «πλακατζίδικο» ταινιάκι στην αρχή και το τέλος της παράστασης με τον «Φιλοκτήτη» να φορά προβοσκίδα ελέφαντα, με φόντο την Ακρόπολη. Μόνο εκείνος ξέρει (αν ξέρει) πόσο «σπουδαίο» θα ήταν το τριαντάλεπτο «ιντερμέδιο» που θα πρόσθετε στην αβάσταχτα μακρόσυρτη, δίωρη και πλέον, παράστασή του, αλλά «δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει» εξαιτίας του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου που, λόγω του σκηνικού του, «καθυστέρησε» να εγκρίνει την παραχώρηση του μικρού θεάτρου της Αρχαίας Επιδαύρου. Κατά τα άλλα, ο εντυπωσιοθήρας Λάνγκοφ δεν παρέλειψε να περιλάβει στην παράστασή του ένα ανόητο «σόου», με τον ίδιο επί σκηνής να καταγγέλλει το ΚΑΣ, παρομοιάζοντάς το μάλιστα με τις «σταλινικές καταχρηστικές εξουσίες της Ανατολικής Γερμανίας»! Εν κατακλείδι, ο Λάνγκοφ χρωστά μεγάλη ευγνωμοσύνη στους τρεις υπεράξιους ηθοποιούς, τον Λευτέρη Βογιατζή (η πιο σύνθετη, με άποψη για το ρόλο του Οδυσσέα, ερμηνεία), τον Μηνά Χατζησάββα - Φιλοκτήτη (ο πιο αδικημένος λόγω της παραμορφωτικής εξαφάνισης του προσώπου του, του κύριου εκφραστικού οργάνου κάθε ηθοποιού) και τον Χρήστο Λούλη, οι οποίοι διέσωσαν τη σκηνοθεσία από ένα πλήρες ναυάγιο.

[ΘΥΜΕΛΗ, Ριζοσπάστης, 02/07/2008]

No comments: