«Ο ουρανός κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη είναι η σκοτεινότερη πλευρά, η άλλη όψη της «Νίκης», του σημαντικότερου κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον έργου της.Όταν παίχτηκε σκηνοθετημένο έξοχα από τον Κάρολο Κουν είχα διατυπώσει την άποψη πως διαθέταμε μια «νέα Ορέστεια» και η αναφορά μου δεν γίνεται τόσο στο δραματουργικό ή ποιητικό επίπεδο αλλά στον αναλογικό Μύθο. Εκείνη η «Νίκη» (με εισαγωγικά) ήταν μια ειρωνική και τραγική συνάμα παραλλαγή του αρχετυπικού μύθου της εμφύλιας σύρραξης, της αυτοδικίας και της νομικής πλασματικής ταφόπλακας που σφραγίζει μια ιστορία αιμάτων. Το παλιότερο έργο της Αναγνωστάκη μιλούσε για τη μετεμφυλιακή μοίρα των ηττημένων και τον «θρίαμβο» των ισχυρών αλλά και τα υπόγεια μίση, τον ομφάλιο λώρο που αιματηρός ενώνει νικητές και ηττημένους, θύτες και θύματα. Στον σύντομο μονόλογό της «Ο ουρανός κατακόκκινος» μιλάει για την ήττα των ονείρων, την εξευτελιστική προϊούσα φθορά της επανάστασης, την έκπτωση των ιδεών μιας ολόκληρης γενιάς προδομένων αλλά συνάμα και την ήττα μιας ουτοπίας που στηρίχτηκε πάνω στη φαντασίωση: «Το θέμα δεν είναι να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, το θέμα είναι να τον αλλάξουμε». Η Αναγνωστάκη με τρόπο λιτό, απέριττο, χωρίς θεωρητικές κορόνες, χωρίς ίχνος διδακτισμού, χωρίς καν μοιρολόγια για τη χαμένη Άνοιξη, αφηγείται την κάθοδο στον Άδη διαπορούσα πώς είναι δυνατόν μια πορεία εβδομήντα χρόνων αυταρχικής, δογματικής, έστω για το καλό των ανθρώπων, αγωγής να καταρρεύσει σε μια νύχτα. Πώς είναι δυνατόν μια παιδεία που διακήρυξε την πίστη της στη συλλογικότητα, στην αλληλεγγύη, στη συντροφικότητα να παραγάγει στεγνούς καπιταλιστές, μαφιόζους, πόρνες, προαγωγούς. Η θεμελιώδης σκέψη του μονολόγου αυτής της αξιοθρήνητης εξουθενωμένης, αλκοολικής, πρώην μικροαστής, συζύγου κομμουνιστή, εκπαιδευτικού, μητέρας μικρονοϊκού, άσχημου, ανέραστου, εμπόρου λευκής σαρκός, πρώην Σοβιετικής υπηκόου πωληθείσης στην Ελλάδα (!), είναι η ροπή ακόμη και του πλέον καλοπροαίρετου αγωνιστή προς το κακό. Σε άλλον πιθανόν χώρο και χρόνο θα άξιζε κανείς να συζητήσει σοβαρά αυτή την ενδιαφέρουσα άποψη. Αν αντιλαμβάνομαι σωστά αυτή τη ροπή, την ενδιάθετη στον άνθρωπο προς το κακό, η Αναγνωστάκη θεωρεί υπαίτια της μεγάλης αποτυχίας, το πράγμα βέβαια φαντάζει άκρως μεταφυσικό και πάει σχεδόν να συναντήσει το προπατορικό αμάρτημα. Αν κάθε ανθρώπινη ενέργεια είναι καταδικασμένη να ρέπει προς το κακό (ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» και στο Α΄ Στάσιμο αναφέρεται στη διαδρομή δίκην εκκρεμούς των ανθρώπων ανάμεσα στον Εσθλόν και το Κακόν, επικεντρώνοντας τη θέση του στο ρήμα «ρέπω»). Ο Σοφοκλής στο εν λόγω χορικό, μια ανεπανάληπτη ποιητική θεωρία φιλοσοφίας της ιστορίας, σημειώνει και άλλες τρεις τέτοιες διαδρομές ή αν θέλετε μεσοδιαστήματα μεταξύ σφύρας και άκμονος των ανθρωπίνων πράξεων. Το εκκρεμές, λέει, κινείται μεταξύ παντοπόρου και απόρου, πολυμήχανου και αμήχανου, υψηπόλιδος και απόλιδος ανθρώπου. Δυστυχώς η απαισιοδοξία της Αναγνωστάκη επαληθεύεται απ΄ αυτόν τον νομοτελειακό κανόνα. Ο Άνθρωπος ανοίγει συνεχώς περάσματα, κατασκευάζει μηχανές, υψώνει θεσμούς και πολιτικά συστήματα και συνεχώς ρέπει προς το αδιέξοδο, σκοντάφτει σε τοίχο, αμηχανεί, παραπλανάται, αποπροσανατολίζεται και γκρεμίζει ό,τι έχτισε, αναθεωρεί, καταστρέφει και συχνά γυρίζει στο χάος, στην αναρχία και στην αταξία. Ένα τέτοιο έρμαιο της νομοτέλειας της ιστορίας είναι η Σοφία Αποστόλου της Αναγνωστάκη: η μέθη για το καινούργιο, ο έρως της επανάστασης, τα οράματα νέας ζωής, γίνονται αλκοολίκι, αηδία ζωής, εφιάλτης, ταπείνωση και έξοδος προς την κόλαση. Η Αναγνωστάκη είναι ακόμη πιο τολμηρή στις απαισιόδοξες διαπιστώσεις της. Βλέπει στο επικρατούν κακό μια ηρωική ροπή, μια διά της παρανομίας εξέγερση. Αφού δεν μπορώ να την αλλάξω, φαίνεται να πιστεύει, την κοινωνία κι αφού δεν έχει παρά καθαρά φιλολογική καταφυγή το να την ερμηνεύσω, θα την οδηγήσω στο χάος, θα πολεμήσω τον μέσο όρο, την υπνώττουσα πλειονότητα, τους εφησυχασμένους, τους βολεμένους. Αφού δεν μπορώ να τους ξυπνήσω, θα τους ναρκώσω, θα τους βουλιάξω, θα κερδοσκοπήσω σε βάρος τους. Ανάμεσα στις φυλακές και στις εξορίες της γενιάς της και στη φυλακή του μαστροπού γιου της υπάρχει η ροπή προς τα δεξιά. Στο παλιό της έργο ήταν η «Νίκη» της Δεξιάς που θριάμβευε, στον μονόλογό της είναι η «Ήττα» της Αριστεράς που κυριαρχεί. Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα; Ή μήπως είναι το ίδιο νόμισμα με τις δύο πλευρές του; Ο μονόλογος της Αναγνωστάκη που παίζεται ήδη για τρίτη φορά με διαφορετική πρωταγωνίστρια, τώρα ανέβηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών (στο Σχολείο) με σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου, χώρο και κοστούμια Μέντη και φωτισμούς του Παυλόπουλου, με έξοχη ερμηνεία της Ρένης Πιττακή. Ο Χατζόπουλος είναι σκηνοθέτης και ηθοποιός λόγου. Πιστεύει ότι η γλώσσα, η ποίηση, ο δραστικός σκηνικός λόγος είναι ο σπορέας της μιμητικής πράξεως. Αυτός καθοδηγεί και τη μηχανή του σώματος, είναι μια μανιβέλα που δίνει στροφές στο συναίσθημα, στη λογική και στην κίνηση. Η μουσική του λόγου, οι συνηχήσεις, ο ρυθμός, η ενδιάθετη μελωδία κάθε γλώσσας λιπαίνει όχι μόνο τη σύνολη ψυχοσωματική οντότητα του ηθοποιού αλλά φωτίζει το ήθος και τη διάνοια του χαρακτήρα και παραπέρα δημιουργεί μια αύρα που προκαλεί δονήσεις που επηρεάζουν και το περιβάλλον, όχι μόνο το ανθρώπινο, αλλά και το τεχνητό, τον χώρο. Ο λόγος επίσης επηρεάζεται και αλλοιώνεται από τον λόγο του Άλλου και τον λόγο του χωρόχρονου. Η Πιττακή μέσα σ΄ αυτή την αισθητική πλατφόρμα έστησε μια παραπαίουσα συνείδηση εκκινώντας και εστιάζοντας στον λόγο της Αναγνωστάκη. Παράπαιε πρώτα η άρθρωσή της. Ο αλκοολισμός της είχε μουδιάσει τη γλώσσα της και, όπως κάθε αλκοολικός, προσπαθεί και κατορθώνει να αρθρώνει στρόγγυλα γιατί (αντίθετα με τον τυχαίο μεθυσμένο ή το στουπί) έχει συνείδηση πως είναι φτιαγμένος. Επίσης δεν τρεκλίζει αλλά πατάει γερά προσέχοντας να μην πέφτει. Ανάμεσα στην πιεσμένη άρθρωσή της, το σταθερό πάτημα, τις μεγάλες σιωπές για να συγκροτήσει τη φράση που πρόκειται να εκφωνήσει η Πιττακή επιστράτευσε και το πικρόχολο χιούμορ της προδομένης γυναίκας και της αποτυχημένης επαγγελματικά αλλά και της απογοητευμένης μητέρας.
Αυτό το ηθικό, κοινωνικό και πνευματικό ράκος που γελοιοποιεί τις «ευτυχισμένες μέρες» με το να τις επικαλείται ως άλλοθι και ως απάτη, είναι η εικόνα ενός κόσμου που βούλιαξε γιατί αντιμετώπισε είτε επιπόλαια, είτε φιλολογικά, είτε ηλίθια, την πρόκληση της ιστορίας με αποτέλεσμα να μετατρέψει ένα όραμα σε εφιάλτη, μια τραγωδία σε φάρσα και μια ροπή προς ελευθερίαν σε ροπή προς εθελοδουλεία. Το μέγα μάθημα του Χατζόπουλου και της Πιττακή είναι απλό στη σαφήνειά του. Το μεγάλο θέατρο, αυτό που γεννάει ιδέες, ερεθίζει συνειδήσεις και προκαλεί πνευματικές ζυμώσεις δεν είναι ούτε οπτική φλυαρία, ούτε ανούσια παραξενίσματα, ούτε σοφίσματα αλλαγής ελέγχου, ούτε τεχνάσματα.
No comments:
Post a Comment