Αισχύλος Πέρσαι. Σκην.: Σταύρος Τσακίρης. Θέατρο: Θεσσαλικό (στο Κατράκειο
Στους «Πέρσας» (472 π.Χ.), η Ατη, δηλαδή η παραπλάνηση του υβριστή θνητού, ήδη διευρύνεται. Παραμονεύει για να παγιδεύσει συλλογικά στο πρόσωπο του Ξέρξη έναν ολόκληρο λαό: «Ζευς τοι κολαστής υπερκόμπων άγαν φρονημάτων». Και μάλιστα, ο εκδικητής θεός –εν προκειμένω ο Ποσειδών λόγω της παράνομης εκ μέρους των Περσών ζεύξης του Ελλησπόντου–, ο θεός λοιπόν, όταν ανιχνεύσει την ύβρη, σπεύδει ύπουλα να τη συντρέξει! Σ’ αυτή τη συνταρακτική παρατήρηση συμφωνούν ρητά και η Ατοσσα και ο Δαρείος. Κάποιος «δολομίτης δαίμων», κάποιος πανούργος θεός, λένε, παρέσυρε τας φρένας του βασιλιά. Μήπως, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο δεν συμβαίνει και στον Ευριπίδη; Ο ταπεινωθείς Διόνυσος στις «Βάκχες» προσελκύει τον Πενθέα στην ολοκλήρωση της ύβρης του. Μαγικές υπόγειες αγχιστείες.
Προδρομικές αρετές
Εκείνο που επίσης χαρακτηρίζει εδώ τον Αισχύλο είναι, παρά την αρχαϊκή τεχνική των αναλυτικών περιγραφών που συνήθως εκλαμβάνονται ως στατικότητα, οι προδρομικές θεατρικές του αρετές:
1) Το ίδιο θέμα το είχε επεξεργαστεί (476 π.Χ.) ο Φρύνιχος με τις «Φοίνισσές» του. Απ’ την επίπεδη όμως λυρική θρηνωδία εκείνου, ο Αισχύλος προχωρεί στην κλιμάκωση του αγωνιώδους συναισθήματος αφού, αντί να ανακοινώσει τη μηδική πανωλεθρία στην αρχή, τη γνωστοποιεί στο μέσον του έργου.
2) Ο Χορός, πέραν της σοφής σταδιακής ανέλιξής του από ηρωικό σε ελεγειακό, λειτουργεί εντονότατα και ως υποκριτής.
3) Μείζων θεατρικός χειρισμός η αντιστροφή της αντιμετώπισης του υλικού απ’ την πλευρά των ηττημένων. Ισως εδώ θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για τον πρώτο πιραντελισμό στο παγκόσμιο θέατρο. Ετσι, πάντως, αποφεύγεται ο ρεαλισμός και ενισχύεται η δραματικότητα καθώς και η εξυπηρέτηση των βαθύτερων σκοπών του ποιητή, όχι ευθέως πατριδολατρικών. Για τούτο δεν είναι τυχαίο ότι πουθενά δεν απαντά αναφορά ελληνικού ονόματος πλην της Αθήνας και των Ελλήνων, ενώ αντίθετα παρελαύνει όλη η μουσικά εξωτική παρτιτούρα των Περσών στρατηγών.
4) Στην πρόχειρη αυτή καταγραφή, ιδού και ένα μερικότερο παράδειγμα καθαρής θεατρικότητας, όμως πολύ εντυπωσιακό: Οι επίτηδες αφελείς ερωτήσεις της Ατοσσας περί Αθήνας, ώστε να δοθεί η, έστω έμμεση, ευκαιρία στον περσικό Χορό να την επαινέσει ως κοιτίδα του πολιτισμού και της δημοκρατίας που άδικα δέχθηκε τη μηδική προσβολή.
Στη νεότερη Ελλάδα πέντε είναι οι σταθμοί για το αριστούργημα αυτό: Μετά τον Πολίτη και τον Ροντήρη, ο Μινωτής, ο Κουν (και μαζί του ο Χρήστου, βέβαια) και ο Ευαγγελάτος. Πολύ μακριά θα μας πήγαινε έστω και ακροθιγώς να αναφερθούμε, τουλάχιστον στις τρεις. Η καθεμιά, ωστόσο, είχε τα επιχειρήματά της – σοβαρά και υπεύθυνα.
Καθώς οι «Πέρσαι» είναι το τέλειο υπόδειγμα του σχήματος «Υβρις – Ατη», δίνει και το κλειδί στην ερμηνεία του σύμπαντος αλλά και μιαν διδαχή στους νικητές Ελληνες υπό το πρίσμα της περσικής ήττας.
«Θρησκευτική ευλάβεια»
Είναι μεγάλη η χαρά μου να επαινέσω (μήπως για πρώτη φορά;) τον Σταύρο Τσακίρη, που, απαρνούμενος θεωρίες, φλυαρίες και εντυπωσιασμούς, ανέγνωσε το έργο με «θρησκευτική ευλάβεια», με μια πολύ προσεγμένη τελετουργική λιτότητα, σεβόμενος ώς εκεί που έπρεπε την ακινησία του ώστε να μην πληγωθεί ο αρχαϊκός αυτός «κινηματογράφος». Χώρισε το Χορό και την αγγελία σε πολλούς ηθοποιούς, οι οποίοι, άλλοι με επιβλητικότερη και πιο επεξεργασμένη φωνή (Μ. Ζαχαράκος, Αλ. Φάις, Φ. Γέμτου) και άλλοι λιγότερο, μας μετέφεραν λαγαρά το κείμενο, συνήθως κρατώντας λειτουργικά ιερά βιβλία (των Περσών;). Η παράσταση κινήθηκε κατά το πλείστον μετωπικά αλλά ο πληθυσμός της παρέπεμπε στην ευθυγράμμιση και στις εν γένει συμπεριφορές του μοιρολογιού. Θεμιτή επίσης θεωρώ την πρωτότυπη εδώ δερβίσικη επίκληση του Δαρείου με την κινούμενη εν τόπω στάση και την οργιαστική απέκδυση του Χορού.
Η μετάφραση του ποιητή Κώστα Λάνταβου ήταν ένας ζωντανός οργανισμός, μουσικά κυματοειδής, διανθισμένος με παρηχήσεις και σύγχρονο αλλά όχι καθημερινό ελληνικό παλμό. Δεν ξέρω αν ήταν μεταφραστικό ή σκηνοθετικό, αλλά η μνημειώδης ρήση είναι άτοπο και άσκοπο να μην ειπωθεί στο πρωτότυπο. Εδώ έγινε: «Ιτε… να ελευθερώσετε…». Πείτε το όλο, ή έτσι ή αλλιώς.
Μουσική – κοστούμια
Την τελετουργία του Τσακίρη βοήθησαν πολύ οι μηδικοί πορφυροί χιτώνες αίματος του Χορού και ο ανακτορικός της Ατοσσας, μαζί μ’ ένα πλήθος «αυστηρών» καρεκλών που μετακινούνταν κατ’ οικονομίαν (Ελένη Μανωλοπούλου).
Η γενικώς ελεγειακή και μεταφυσική, ζωροαστρικής προέλευσης, μουσική του Νίκου Κυπουργού επιβεβαίωσε το ταλέντο και εν προκειμένω τη γνώση και την εν μέτρω συγκίνησή του.
Καθώς δεν ετέθη εδώ ορχηστικό θέμα, η Αποστολία Παπαδαμάκη πραγμάτωσε με άρτια τεχνική την απέριττη κινησιολογική σκηνοθετική βούληση. Πλήρης άνασσα κύρους, θρήνου, αρχαϊκότητας η Ατοσσα της Εύας Κοταμανίδου και δυναμικά, ως βασιλεύς, κατερειπωμένος Ξέρξης ο Γιάννης Τσορτέκης. Δεν θα συμφωνούσα με την έντονη γείωση ενός περιπατητικού, καθημερινού Δαρείου (που την εξετέλεσε ευάγωγα ο Σοφοκλής Πέππας) ούτε και με το κοστούμι του, ένα πολυφορεμένο στρατιωτικό αμπέχονο πλείστων όσων παραστάσεων. Μ’ έναν οικείο Δαρείο και όχι φάσμα πια, χάνει το ιερό της νόημα η επίκλησή του. Ομοιόμορφα ντυμένοι ή όχι πολύ γνωστοί ηθοποιοί του Χορού θα εδικαιούντο τουλάχιστον μιας φωτογραφίας δίπλα στο βιογραφικό του προγράμματος, ελέω και του πολύμηνου μόχθου.
Βέβαιος έπαινος αναλογεί στον κ. Τσακίρη γι’ αυτό το, ολοκληρωμένου σκεπτικού, δύσκολο εγχείρημα.
Και, επιλογικά: Οι αισχυλικοί «Πέρσαι» πάντα μου θυμίζουν τη Μικρασιατική μας καταστροφή και τον βαθύτερό της υπεύθυνο…
No comments:
Post a Comment