Ενταγμένη στο Φεστιβάλ Αθηνών, η παράσταση που φέρνει με την
ομάδα του Societas Raffaello Sanzio (22-25 Ιουνίου, Πειραιώς 260),
αντιδιαστέλλει στο ισχυρό πανταχού παρόν θεϊκό βλέμμα, μία συνθήκη
απόλυτης ανθρώπινης αδυναμίας. Σ' ένα κατάλευκο, «άμωμο» διαμέρισμα,
ένας ηλικιωμένος πατέρας (Τζάνι Πλάτσι) που φθίνει, δεν μπορεί να
ελέγξει τις φυσικές του ανάγκες. Λερώνεται και λερώνει με ακαθαρσίες όλο
το χώρο. Ο γιος (Σέρτζο Σκαρλάτελα), πλήρως αφοσιωμένος, τον φροντίζει,
τον πλένει και τον αλλάζει σαν να ήταν μωρό, χωρίς στιγμή να δείχνει
αποστροφή από τη μυρωδιά: ένα χημικό προϊόν δίνει αληθοφανή όψη και οσμή
στις απεκκρίσεις.
Ο πατέρας κλαίει και ζητά «συγγνώμη» από το γιο του που του
φέρεται τρυφερά. Προς το τέλος της παράστασης μέσα σε εκτυφλωτικά φώτα
και ήχους, από τα μάτια του ζωγραφισμένου Χριστού του Μεσίνα, αρχίζουν
να τρέχουν δάκρυα, αίμα και περιττώματα. Ο καμβάς σκίζεται, ενώ στον
χώρο εκτοξεύεται η φράση «Δεν είσαι ο ποιμένας μου», μέχρι που το «Δεν»
ξεθωριάζει και μένει να αιωρείται το μήνυμα στην πλήρη του κατάφαση. Το
έργο που έχει παρουσιαστεί από το Μπάρμπικαν του Λονδίνου μέχρι το Οσλο
κι ετοιμάζεται και για την Αβινιόν έχει γίνει θέμα πολλαπλών ερμηνειών.
Αλλοι μιλούν για ένα έργο στον πυρήνα του θρησκευτικό, άλλοι για ένα
βαθιά ανθρώπινο μήνυμα κι άλλοι για ένα ισχυρό πολιτικό συμβολισμό. Ο
Καστελούτσι υποδέχεται πρόθυμα και συζητά όλες τις πιθανές ερμηνείες,
εκτός από μια: τη δική του. Το ξεκαθαρίζει εξαρχής στην τηλεφωνική μας
συνομιλία.
- Ποια είναι τα «κλειδιά» της παράστασής σας;
«Για εμένα το θέμα δεν είναι να προτείνω τα δικά μου κλειδιά,
αλλά να επιτρέψω σε καθέναν να βρει τα προσωπικά, δικά του κλειδιά. Δεν
προτείνω μια συγκεκριμένη ανάγνωση. Η δουλειά μου είναι να παρουσιάζω
εικόνες που μπορεί να τις προσλάβει καθένας με τον τρόπο του».
- Συνεπώς είστε δεκτικός σε εντελώς διαφορετικές ερμηνείες.
«Είναι αλήθεια ότι αυτό το θέαμα μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε
από εντελώς διαφορετικές οπτικές, καταλήγοντας σε εντελώς διαφορετικές
ερμηνείες. Ουσιαστικά πρόκειται για την απλή εικόνα ενός πατέρα, ενός
γιου και μιας καθημερινής, αλλά οδυνηρής ιστορίας αδυναμίας που μπορεί
να ερμηνευτεί και ως μια ιστορία αγάπης μεταξύ πατέρα και γιου. Αυτή η
απλή ιστορία, όμως, μέσω ενός υπερρεαλισμού, μετατρέπεται λίγο-λίγο σε
κάτι παγκόσμιο και μεταφυσικό. Πρόκειται δηλαδή για ένα θέαμα που
κάποιος μπορεί να το ερμηνεύσει μόνον οπτικά ή να διακρίνει μια
μεταφυσική πτυχή ή μια θεολογική κ.λπ. Καταρχήν όμως είναι μια καθαρά
ανθρώπινη συνθήκη».
- Ανατρέπετε όμως την αρχετυπική συνθήκη του πατέρα που φροντίζει τον γιο...
«Ναι, γιατί είναι ο πατέρας που χρειάζεται φροντίδα και
αναγκάζεται να τη ζητήσει. Η εικόνα είναι τόσο απλή-σχεδόν κοινότοπη. Κι
όμως αυτή η προσωρινή διάσταση γίνεται το στοιχείο που παραπέμπει στη
μεταμόρφωση και τελικά οδηγεί σε μία παγκοσμιότητα που εκρήγνυται. Η
πατρική "κληρονομιά" είναι τα περιττώματα κι αυτό μπορεί κάποιος θεατής
να το αναγνώσει ακόμα και πολιτικά: Είμαστε καταδικασμένοι να
καθαρίζουμε τις ακαθαρσίες του πατέρα. Γι' αυτό κι η πατρική συγγνώμη
παίρνει διαφορετικές σημασίες».
- Ανατρέπετε επίσης τη «χριστιανική» συνθήκη του γιου που ζητάει συγγνώμη από τον πατέρα για την αδυναμία του.
«Κι όμως η Βίβλος είναι γεμάτη αμφιθυμία και ασάφεια. Γι' αυτό
έχουμε την ελευθερία να ερμηνεύσουμε όπως θέλουμε κάθε εδάφιό της. Δεν
υπάρχουν κανόνες. Εδώ υπάρχουν οι κανόνες που θέτει η ανθρώπινη συνθήκη:
Ο πατέρας είναι ο δημιουργός που χρειάζεται την κατανόηση του
δημιουργήματός του».
- Μπορεί κανείς να ανατρέξει ακόμα και στο πρωκτικό στάδιο της φροϊδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας;
«Μα ναι -γιατί όχι. Υπάρχει μια τέτοια έκφραση. Ή, καλύτερα,
υπάρχει μια αναφορά στη σχέση μεταξύ των περιττωμάτων και της τέχνης. Θα
'χετε ακούσει για τον Ιταλό εκπρόσωπο της εννοιολογικής τέχνης Πιέρο
Μαντζόνι (1933-1963) που έκανε ένα έργο με τίτλο "Τα Περιττώματα του
Καλλιτέχνη". Τα περιττώματα είναι ταυτόχρονα ένα καθαγιασμένο
αντικείμενο της τέχνης αλλά κι ένα απόλυτο, αληθινό αντικείμενο που
υπενθυμίζει την πραγματικότητα και τη θνητότητα. "Χους ει και εις χουν
απελεύσει", όπως είναι κι η εκκλησιαστική ρήση που παραπέμπει στην
ανθρώπινη μοίρα της φθοράς του σαρκίου».
- Η πολιτική χροιά αυτού του «είμαστε καταδικασμένοι να
καθαρίσουμε τις "πατρικές" ακαθαρσίες», αφορά κι αυτές του Σίλβιο
Μπερλουσκόνι;
«Α! Μα τον Μπερλουσκόνι εγώ τον μισώ. Είναι ένας άνθρωπος βαθιά
άρρωστος. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι ο ίδιος. Το πρόβλημα και η ασθένεια
ολόκληρης της Ιταλίας είναι ο "μπερλουσκονισμός". Θέλω να πιστεύω ότι
-δεν μπορεί- κάποια στιγμή η χώρα θα ιαθεί. Ή τουλάχιστον το ελπίζω».
- Πώς αντέδρασε το κοινό όπου παρουσιάστηκε το έργο σας;
«Υπήρξαν πολύ διαφορετικές αντιδράσεις, όλες βαθιές κι
ενδιαφέρουσες. Πάντως, αυτό είναι και το πρόβλημα του θεάτρου: Είμαστε
σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένοι να ρωτήσουμε τους άλλους. Δεν μπορούμε να
παρακάμψουμε το κοινό. Υπακούμε στην υποχρέωση που εφηύρε το ελληνικό
θέατρο. Εγώ, λοιπόν, εισέπραξα εντελώς διαφορετικές απαντήσεις,
αντιδράσεις, όχι συλλογικές, αλλά προσωπικές από τον κάθε θεατή. Υπήρξαν
αντιδράσεις και από Καθολικούς αλλά κι από αγνωστικιστές. Σκέφτομαι,
όμως, ότι αυτό είναι η ιστορία της τέχνης: Ενας τρόπος να υπερβείς όλες
τις κατηγορίες. Η τέχνη είναι ό,τι διαφεύγει από όλες τις μορφές και τις
κατηγοριοποιήσεις. Στην εποχή του, όμως, ακόμα κι ο Καραβάτζο
κατηγορήθηκε ως βλάσφημος, ενώ αντιθέτως στο έργο του εξέφρασε την πιο
αγνή μορφή προσευχής».
- Ο προσωπικός σας Χριστός, ποιος είναι;
«Δεν ξέρω. Είναι μάλλον κάποιος που διαφεύγει διαρκώς. Στο
απόλυτα μυστηριακό πορτρέτο του Μεσίνα, που χρησιμοποιώ στην παράσταση,
παρουσιάζεται ως ένας άνδρας μ' ένα βλέμμα πλήρες πίστεως. Σκέφτομαι
λοιπόν ότι ίσως ο προσωπικός μου Χριστός να είναι κάποιος ικανός να
υποστηρίξει αυτό το βλέμμα».
- Πώς σας φάνηκε η τελετή αγιοποίησης του Πάπα Ιωάννη Παύλου;
«Κάτι τέτοιες "τροποποιήσεις" με αφήνουν παγερά αδιάφορο.
Πιστεύω άλλωστε πως τα θέματα της πίστης συνιστούν ένα πεδίο πολύ
προσωπικό και πολύ ιδιαίτερο».
- Ξέρετε ασφαλώς για το μέγεθος της ελληνικής
οικονομικής κρίσης. Επειδή η κρίση είναι και πανευρωπαϊκή, εσείς την
έχετε αντιληφθεί στο θέατρο;
«Νομίζω ότι όλοι έχουν αισθανθεί την οικονομική ύφεση. Στην
Ιταλία το να κάνεις θέατρο γίνεται όλο και δυσκολότερο, ιδιαίτερα ως
προς κάποια στοιχεία. Π.χ. γίνεται όλο και αποτρεπτικότερη η χρήση
σκηνογραφίας. Γενικώς αλλάζουν οι συνθήκες. Μέσα σ' αυτή την κρίση
αναρωτιόμαστε μέχρι ποιου σημείου είναι απαραίτητος ο ρόλος της Τέχνης.
Οι εικαστικές τέχνες, βέβαια, ως πιο απτές, υπάγονται σε μια κάπως
διαφορετική, ανεξάρτητη αγορά: Κάποιος αγοράζει έναν πίνακα ή δεν τον
αγοράζει. Το θέατρο, όμως, είναι μια χίμαιρα. Κι έχω την εντύπωση ότι η
εποχή τονίζει την ανάγκη ανακάλυψης μιας νέας θεατρικής φόρμας, αλλά κι
ενός προβληματισμού για το ρόλο του. Κι όχι μόνον. Συνειδητοποιούμε
σιγά-σιγά ότι μάλλον ολόκληρη η τέχνη ψάχνει ένα καινούργιο βλέμμα».*
No comments:
Post a Comment