Διανοητική λάμψη και συναισθηματικό βάθος στην «Αρκαδία» του Τομ Στόπαρντ
The New York Times
Υπάρχει μια παλιά πεποίθηση στους θεατρόφιλους, ότι οι υπερβολικά
έξυπνοι συγγραφείς είναι συναισθηματικά ψυχροί. Και σε κανέναν δεν έχει
κολλήσει πιο επίμονα και άδικα αυτή η προκατάληψη όσο στον Τομ Στόπαρντ.
Παροτρύνω
λοιπόν όλους να αισθανθούν τη θέρμη που εκλύεται από τη σκηνή του
θεάτρου Εθελ Μπάριμορ στο Μπροντγουέι, όπου παίζεται η νέα παραγωγή του
εκπληκτικού έργου του Στόπαρντ «Αρκαδία». Παρακολουθώντας την παράσταση
που σκηνοθέτησε ο Ντέιβιντ Λεβό, βεβαιώθηκα όσο ποτέ άλλοτε ότι η
κινητήρια δύναμη του έργου είναι το γνήσιο, ασθμαίνον πάθος.
Και
δεν είναι μόνο ερωτικό πάθος. Το έργο, μια ιστορία δύο αιώνων που
εκτυλίσσεται στο ψευδο-ειδυλλιακό σκηνικό της εξοχικής Αγγλίας, αρχίζει
με την απορία ενός 13χρονου κοριτσιού που ρωτάει τι είναι «σαρκική
περίπτυξη». Ομως, ο παλιός καλός σαρκικός πόθος είναι ένα μόνο από τα
στοιχεία της βαθύτερης ορμής που κινητοποιεί τους ήρωες στην «Αρκαδία»,
όσο και το ίδιο το έργο.
Είναι
αυτή η ακατάβλητη ανθρώπινη λαχτάρα για γνώση, σαρκική, μαθηματική,
ιστορική, μεταφυσική ή όποια άλλη. Η λαχτάρα να ανακαλύψεις τι κρύβεται
πίσω από τα ρούχα και τα σύννεφα και τη συσσωρευμένη σκόνη των χρόνων
που περνούν. Η επιτυχία σ’ αυτά τα εγχειρήματα δεν έχει καμιά σημασία,
καθώς η πλήρης και αληθινή γνώση για οτιδήποτε είναι ανέφικτη. Οπως λέει
ένας ήρωας του έργου προς το τέλος, «η θέλησή μας να μάθουμε, αυτή
δίνει νόημα στη ζωή μας».
Παρότι έχω διαβάσει και δει την «Αρκαδία»
πολλές φορές από τότε που πρωτοανέβηκε στο Λονδίνο το 1993, η ερμηνεία
που δίνει ο Λεβό στην ακαταμάχητη «θέληση για γνώση» είναι η καλύτερη
από όσες έχω παρακολουθήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μια
τέλεια παραγωγή. Μερικοί από τους ερμηνευτές δεν είναι οι ιδεώδεις για
τους ρόλους τους, ενώ ορισμένοι αποτυγχάνουν στην υπερβολική τους
προσπάθεια να αποδώσουν την οξφορδιανή προφορά των ηρώων που ερμηνεύουν.
Ωστόσο,
αν η «Αρκαδία» αυτή δεν διαθέτει την αστραφτερή επιφανειακή λάμψη που
είχε στην παράσταση του 2009 στο Λονδίνο, έχει κατακτήσει κάτι πιο
σημαντικό: ένα συναισθηματικό βάθος, γερά ριζωμένο, που υποστηρίζει τη
θέρμη του διανοητικού παιχνιδιού. Η αίσθηση αυτή δημιουργείται, με κέφι
και δεξιοτεχνία, χάρη σε τέσσερις ερμηνευτές, που ενσαρκώνουν δύο
ζευγάρια στις δύο διαφορετικές εποχές.
Είναι ο Τομ Ράιλεϊ και η
Μπελ Πόουλι, που ερμηνεύουν έναν δάσκαλο των αρχών του 19ου αιώνα και
την αριστοκράτισσα μαθήτριά του, και ο Μπίλι Κράνταπ με τη Λία Ουίλιαμς,
στα τέλη του 20ού αιώνα, που ερμηνεύουν δύο λογοτεχνικούς αντιπάλους
και περιστασιακούς συνεργάτες. Οι ηθοποιοί μοιράζονται το ίδιο σκηνικό
-ένα δωμάτιο στο Σίντλεϊ Παρκ, μια μεγαλοπρεπή εξοχική έπαυλη του
Ντέρμπισαϊρ- και εκπέμπουν μια συναρπαστική ενέργεια που ρέει διαμέσου
των αιώνων και μας θυμίζει ότι ο πνευματικός και ο ερωτικός μαγνητισμός
δεν αποκλείουν ο ένας τον άλλο. Οι ήρωές τους συμμετέχουν σε μια
διαχρονική ανθρώπινη πορεία, σαν τις φιγούρες στους πίνακες του
Μπρέγκελ. Ταυτόχρονα όμως διαθέτουν μια ζωηρή ατομικότητα, σαν τα
πορτρέτα του Γκένζμπορο ή σαν τις αιχμηρές γελοιογραφίες του Κρουίκσανκ.
Είναι
δύσκολο έως αδύνατο να συνοψίσεις την πλοκή του έργου. Οταν αρχίζει, το
1809, στο Σίντλεϊ Παρκ, ιδιοκτησία της κοσμικής λαίδης Κρουμ (Μάργκαρετ
Κόλιν), έχουν αρχίσει επισκευές που θα αλλάξουν το στυλ του από κλασικό
σε γοτθικό. Εκατόν ογδόντα χρόνια αργότερα, η Χάνα Τζάρβις, μια
συγγραφέας βιβλίων μπεστ σέλερ, έρχεται εδώ για να κάνει την έρευνά της
προκειμένου να γράψει ένα δοκίμιο με θέμα τη «νευρική κατάρρευση της
ρομαντικής φαντασίας».
Στο Σίντλεϊ του 20ού αιώνα βρίσκεται επίσης
ο Μπέρναρντ Νάιτινγκεϊλ (Μπίλι Κράνταπ), ένας αυτοπροωθούμενος
πανεπιστημιακός καθηγητής, ο οποίος ψάχνει να βρει στοιχεία για ένα
άγνωστο κεφάλαιο της ζωής του λόρδου Βύρωνα. Τα αποδεικτικά στοιχεία που
συλλέγουν (και παρερμηνεύουν) ο Μπέρναρντ και η Χάνα -χαρτιά, σχέδια,
σημειωματάρια- είναι ως επί το πλείστον υλικό που είδαμε να
διαμορφώνεται στις σκηνές του 19ου αιώνα, καθώς η Τομαζίνα Κόβερλι (Μπελ
Πόουλι), κόρη της λαίδης Κρουμ, μελετάει μαζί με τον δάσκαλό της, τον
Σέπτιμους Χοτζ (Τομ Ράιλεϊ).
Ναι,
ο λόρδος Βύρων είναι (ή ήταν) φιλοξενούμενος στο Σίντλεϊ, αν και ποτέ
δεν τον βλέπουμε. Ο Σέπτιμους, όπως μαθαίνουμε, ήταν συμμαθητής του
ποιητή και μοιράζεται ένα μέρος της κομπορρημοσύνης του, όχι όμως και
της ιδιοφυΐας του. Αν υπάρχει μια ιδιοφυΐα στο σπίτι, αυτή είναι η
Τομαζίνα, η οποία έχει τολμηρές μαθηματικές ιδέες, προμηνύματα της
λειτουργίας των υπολογιστών.
Νήματα σεξουαλικής έλξης και
ίντριγκας διατρέχουν τον χρόνο και αγκαλιάζουν τους ήρωες του έργου,
τόσο εκείνους στις αρχές του 19ου αιώνα όσο και τους σύγχρονους, στα
τέλη του 20ού. Η δεξιοτεχνία του Στόπαρντ στο ταξίδι μέσα στον χρόνο
είναι εντυπωσιακή, και η παράσταση, παρά τις αδεξιότητες ορισμένων
ερμηνευτών, διαθέτει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τη ζωντάνια που προσφέρουν
στους χαρακτήρες οι πρωταγωνιστές. Για παράδειγμα, η Χάνα, που συχνά
ερμηνεύεται σαν μια διανοούμενη προσκοπίνα, αποκτά σ’ αυτή την παράσταση
το βάθος που της δίνει η ευαίσθητη ερμηνεία της Λία Ουίλιαμς, το
αίσθημα μοναχικότητας μιας ζωής που έβαλε τη διανοητική δουλειά πάνω από
το συναίσθημα.
Ο Μπίλι Κράνταπ, που έχει παίξει τον Σέπτιμους και
το 1995 στο Μπροντγουέι, ερμηνεύει με μεγάλη άνεση και ευστοχία τον
Μπέρναρντ, ενώ η Μπελ Πόουλι συλλαμβάνει τους σπινθήρες ενός νεανικού
μυαλού που αναγνωρίζει το χιούμορ και την ποίηση στο τελευταίο θεώρημα
του Φερμά όσο και την τραγωδία του εμπρησμού της βιβλιοθήκης της
Αλεξάνδρειας. Και ο Τομ Ράιλεϊ είναι εξαιρετικός στον ρόλο του νεαρού
άνδρα που μπορεί να μην είναι ο λόρδος Βύρων, αλλά ξέρει να αναγνωρίζει
και να υποκλίνεται μπροστά στην αληθινή ιδιοφυΐα.
Στην «Αρκαδία» αυτή, η «θέληση για γνώση» αναδύεται σαν μια ακράτητη, ολοζώντανη, αστείρευτη όρεξη για ζωή.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/05/2011
No comments:
Post a Comment