Ο
ηθοποιός Γιάννος Περλέγκας στέκεται απέναντι στον ρατσισμό και την
ξενοφοβία χωρίς να αγνοεί όμως τα συναισθήματα της κοινωνίας
- Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, 29/5/2011
Ζει στην πλατεία Καραμανλάκη, λίγο πιο πάνω από την πλατεία Αμερικής,
σε μια πολυκατοικία όπου το δικό του είναι το μοναδικό… ελληνικό! Μέχρι
πριν από λίγο καιρό δεν αισθανόταν τόσα έντονα τον κίνδυνο απ’ αυτή την
πλευρά της οδού Πατησίων. Γιατί στην άλλη πλευρά, πάνω από τη λεωφόρο,
αμέριμνα δεν κινείσαι ποτέ. Ο φόβος, όπως τον περιγράφει ο ηθοποιός
Γιάννος Περλέγκας είναι μοιρασμένος και στους δυο.
«Συναντώντας τους
ξένους στην είσοδο της πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ, διακρίνω τον φόβο
τους να ανταποδώσουν την καλημέρα. Οι πιο κοινωνικοί χαμογελούν. Ομως
τώρα, μετά από όσα συνέβησαν είναι πιο κουμπωμένοι. Αραίωσαν και από τις
πλατείες. Ησυχοι ή επιθετικοί κλείστηκαν στα σπίτια τους. Φόβος υπάρχει
και σε αυτούς».
Ενα τέτοιο φοβισμένο μετανάστη, 30χρονο όπως και ο ίδιος, πρέπει να
παίξει σε λίγες ημέρες σε ένα παρατημένο κτίριο της Πειραιώς 260. Η
«Βρωμιά» του Ρόμπερτ Σνάιντερ που σκηνοθετεί δεύτερη φορά ο Βαγγέλης
Θεοδωρόπουλος (ανεβαίνει στις 9-11 και 15,16/6 ) είναι ένα
ανατριχιαστικά επίκαιρο κείμενο. Πρωταγωνιστής της ο Σαντ, ένας Αραβας
που λιποτάκτησε από τη Βασόρα του Ιράκ γιατί δεν ήθελε να λάβει μέρος
στον πόλεμο του Κόλπου. Πουλάει τριαντάφυλλα τα βράδια για να ζήσει,
αλλά η προσπάθεια γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη στην Αυστρία. Φοβάται
μήπως του επιτεθούν, μήπως τον χαράξουν.
Μα ποιος από μας που φτάνει στις δύσκολες δικές μας περιοχές δεν έχει
παρόμοιους φόβους για την άλλη πλευρά. Τα γνωρίζει όλα αυτά ο Γιάννος
Περλέγκας και προβληματίζεται για τα όρια. «Προχθές πήγα να πάρω τη φίλη
μου που κάνει πρόβες από κτίριο της οδού Σοφοκλέους, και οι μαυρούλες
που κάνουν πεζοδρόμιο άρχισαν να χτυπούν με τις γροθιές τους τα τζάμια
του αυτοκινήτου μου. Επιασα τον εαυτό μου να τρέχει να προλάβει το
φανάρι. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ασφυκτική πραγματικότητα».
Ασφυκτικά νιώθει και ο ήρωας που υποδύεται στον μονόλογο του
Σνάιντερ. «Δεν είναι οικονομικός μετανάστης ούτε πολιτικός. Ο συγγραφέας
τον τοποθετεί στην Αυστρία, αρχές της δεκαετίας του ’90, την εποχή που
υπήρξε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης του αραβικού κόσμου προς τον
δυτικό. Εγραψε τη «Βρωμιά» το 1991 όταν υπήρξε μια έξαρση επιθέσεων
νεοναζί σε σπίτια μεταναστών όπου τους σκότωναν, τους έδερναν, τους
σημάδευαν.
Ο Σαντ έχει σημασία ότι είναι λιποτάκτης όπως ότι έφτασε ώς
τη Βιέννη γιατί υπήρξε μεγάλος θαυμαστής της δυτικής φιλοσοφίας. Αγάπησε
τη χώρα για τον πολιτισμό της και πονάει περισσότερο γι’ αυτό, τώρα που
φοβάται. Κλεισμένος στο σπίτι, τρέμει να βγει έξω, και μέσα στην
απομόνωσή του μιλάει, νοσταλγεί, ειρωνεύεται την πολιτισμένη δύση.
Εξυπνος, φοβισμένος, κυκλοθυμικός, ανυπεράσπιστος, δεν αντέχει όσα ζει.
«Είναι μόνος, στο περιθώριο, αλλά πολύ αξιοπρεπής».
Μεγάλο μέρος του κειμένου το είχε ξαναδουλέψει με τον Β. Θεοδωρόπουλο
στο τρίτο έτος της σχολής. Ηταν βέβαια δέκα χρόνια πριν. Από τότε,
παραδέχεται πως άλλαξαν πολλά. Οπως και η στάση μας για τους μετανάστες.
Προβληματίζεται ο Γ. Περλέγκας. Πώς θα βγουν όλα αυτά στην παράσταση,
πώς θα τη δεχθεί το κοινό με όσα συμβαίνουν γύρω μας τον τελευταίο
καιρό. «Αν δεν μπορέσεις να βρεις τι κινεί την ψυχή αυτού του ανθρώπου,
αυτό το επιθετικό, έξυπνο, ειρωνικό κείμενο κινδυνεύει να φανεί ως
μονόπλευρος χαζοαριστερισμός. Είναι ένα ψυχογράφημα απελπισίας, αλλά όχι
μόνο. Ο Σαντ έφτασε σε αυτή τη χώρα κι από αγάπη για τον πολιτισμό της.
Δεν πρόκειται για έναν εξαθλιωμένο ζητιάνο που σου χτυπάει επίμονα το
τζάμι του αυτοκινήτου σου να του δώσεις χρήματα. Αυτός μιλάει και για τα
κουσούρια των συμπολιτών του». Κάποιοι μπορεί να ενοχληθούν. Το
παραδέχεται. «Ολοι μας δείχνουμε έτοιμοι να διαπληκτιστούμε ανά πάσα
στιγμή. Μια σπίθα αρκεί για να ανάψει ο θυμός μας».
Οσο λοιπόν ο Γιάννος Περλέγκας ψάχνει τα όρια αυτά για να είναι
δίκαιος απέναντι στον ήρωα που θα ερμηνεύσει, χωρίς να αγνοεί όμως και
τα συναισθήματα μιας ολόκληρης κοινωνίας που εναλλάσσονται ανάμεσα στη
συμπάθεια, τη συμπόνια και την τσαντίλα, στέκεται στους οργανωμένους
ρατσιστές με τις ακροδεξιές συμπεριφορές που παίρνουν τον νόμο στα χέρια
τους. «Θεωρώ επικίνδυνο ότι ο ΛΑΟΣ έχει 7,5% μόνο και μόνο από τις
θέσεις του στο μεταναστευτικό ζήτημα, γιατί όλες οι άλλες ταυτίζονται με
το ΠΑΣΟΚ.
Αν υπολογίσουμε πόσο ανέβηκε η Χρυσή Αυγή, βλέπει κανείς πού
οδηγούμαστε απ’ αυτούς, οι οποίοι αναλαμβάνουν να καθαρίσουν τη
«βρωμιά». Ενοχλούμαι όμως και από τη συμπεριφορά κάποιων από μας.
Μεγαλοκυρίες της άλλοτε αστικής, απαξιωμένης σήμερα γειτονιάς μου,
νοικιάζουν τα υπέροχα διαμερίσματα του ’50 και του ’60 με το κεφάλι.
Τους ενοχλεί η παραβατικότητα των ξένων, αλλά η δημοκρατική τους
συνείδηση τους επιτρέπει να στοιβάζουν 20 άτομα σε ένα διαμέρισμα. Κάθε
μέρα στην πολυκατοικία μου συναντάω νέα πρόσωπα. Κι επειδή έχω καλή
μνήμη, ξέρω ότι δεν τους έχω ξαναδεί. Ποιος ξέρει όμως τι συμβαίνει
ακριβώς σ’ αυτά τα σπίτια; Μπορεί να είναι από κέντρα διακίνησης μέχρι
πορνεία. Μερίδιο ευθύνης έχουμε όλοι».
- «Ολοι μας έχουμε μερίδιο ευθύνης»
Εντεκα χρόνια στο θέατρο, ο Γιάννος Περλέγκας έχει κάνει ξεχωριστές
συνεργασίες και ρόλους διαφορετικούς μεταξύ τους. Μόνο το επάγγελμα
γίνεται όλο και πιο ανασφαλές. «Είναι ωραίο αυτό που συμβαίνει
δημιουργικά τα τελευταία χρόνια, αυτό που έφεραν οι ομάδες, ωστόσο η
πραγματικότητα είναι άλλη. Η ανεργία χτύπησε κόκκινο, έφτασε στο 90%.
Παρ’ όλα αυτά οι σχολές αυξάνονται διαρκώς. Ξεπέρασαν τις 50 και κανείς
δεν περιορίζει την αισχροκέρδεια ορισμένων. Για κάθε έτος παίρνουν 150
παιδιά τα οποία πληρώνουν 300–400 ευρώ τον μήνα ο καθένας τους, όταν
όλοι γνωρίζουν πως τελειώνοντας ζήτημα είναι αν θα δουλέψουν οι δύο. Από
τη φουρνιά μου στη σχολή του Εθνικού δουλεύουμε 3–4. Οι περισσότεροι
είναι γραμματείς σε ιατρεία».
Είναι από τους τυχερούς. Επαιξε σε περισσότερα από 20 έργα κάνοντας
αρχή με τον Λ. Βογιατζή, ο οποίος τον επέλεξε, μαθητή ακόμη, για το
«Καθαροί πια». Εκτοτε παίζει τους πιο ετερόκλητους ρόλους κάθε σεζόν
(όπως του επιδεικτικού σπάταλου Λέσινγκ στην «Εμίλια Γκαλότι» και τώρα
του Αραβα μετανάστη), αρνείται την τηλεόραση και καταφεύγει στη μουσική
όποτε μπορεί. Οπως οι παραστάσεις που έδωσε με τη Λ. Κιτσοπούλου. «Τα
ρεμπέτικα είναι το καταφύγιό μου. Κόλλησα το μικρόβιο από τον πατέρα
μου. Είχε πάθος με αυτά, ήταν συλλέκτης, γνώριζε πράγματα και ιστορίες. Ο
ήχος τους είναι από τα πρώτα που θυμάμαι στο σπίτι». Ολοι πίστευαν ότι
θα γίνει μουσικός. Αλλωστε πιάνο σπούδαζε χρόνια, πριν μάθει κιθάρα και
μπουζούκι.
Ο πατέρας του, ο ηθοποιός Τίμος Περλέγκας, του έλεγε πάντα: «Μη
γίνεις ηθοποιός». Δεν πρόλαβε να τον δει στη σκηνή. Ο Γιάννος μοιάζει
προετοιμασμένος για τα κακά του χώρου. Και έχει πάντα στην άκρη του
μυαλού του τα λόγια του Θανάση Βέγγου, όπως τα είπε σε οικογενειακό φίλο
όταν έμαθε ότι «το παιδί του Τίμου έγινε ηθοποιός»: «Οχι, μη, θα πάρει
πίκρες ο μικρός».
No comments:
Post a Comment