Tuesday, June 28, 2011

Ιστορία, τέχνη και ζωή

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ

  • «Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας» από το «Θέατρο του Ηλιου»
«Νιζίνσκι- Είμαι μια μαριονέτα του θεού»
BIL
Η Αριάν Μνουσκίν, δημιουργός του 47χρονου «Θεάτρου του Ηλιου», παραμένει ακατάβλητη καινοτόμος. Συνεχίζει να εκπλήσσει με τη θεματολογική τόλμη και πρωτοτυπία, την υψηλή αισθητική, τη διάνοια, την ευφροσύνη, τη συγκίνηση, το ρεαλισμό, την «ποιητική» μαγεία, την ευρηματικότητα, τη βαθύτατη λαϊκότητα, την τελειομανή εικαστική ομορφιά, τη «μαστοριά» - με απλά, χειροποίητα τεχνικά μέσα - των σκηνικών της συλλήψεων και με την ιδιοφυή ικανότητά της να εμψυχώνει και να καθοδηγεί την όμοψυχη καλλιτεχνική «κατάθεση» του 75μελούς θιάσου. Στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών παρουσίασε την καίριας και επίκαιρης σημασίας παράσταση «Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας». Δημιουργία που εναντιώνεται στο ζόφο που επιφυλάσσει στους λαούς ο καπιταλισμός, η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου - του απάνθρωπου σύγχρονου «Μίδα». Δημιουργία που τολμά να «πει» ότι μόνη διέξοδος από το ζόφο είναι ο σοσιαλισμός, του οποίου το «φάρο» στήνει στο τέλος της παράστασης, για να «φωτίζει» όσους «πελαγοδρομώντας» κινδυνεύουν. Η Α. Μνουσκίν και η Ελέν Σιξούς συνέθεσαν μια πολυεπίπεδη (ιστορική, πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική), μαγευτική αλληγορία, με πρώτη «ύλη» το - σκοπίμως παραγνωρισμένο λόγω των ανθρωπιστικών οραμάτων του - μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν «Στη Μαγγελανία» (1891), που εξέδωσε ο γιος του συγγραφέα, το 1909 με τίτλο «Οι ναυαγοί του Ιωνάθαν», προκαλώντας αντιδράσεις. Στην «αυγή» του 20ού αιώνα εκδόθηκε το μυθιστόρημα του Βερν. Συνέπεσε με την περίοδο που διαδίδονται οι σοσιαλιστικές ιδέες. Τότε γεννήθηκε ο βωβός κινηματογράφος. Η Μνουσκίν, με ένα έξοχο μυθοπλαστικό εύρημα, συνέδεσε το μυθιστόρημα του Βερν με τον βωβό κινηματογράφο και τα σοσιαλιστικά οράματα για λαϊκό κράτος, για εκπαίδευση, παιδεία και τέχνη για το λαό. Μια μικρή ομάδα σοσιαλιστών κινηματογραφιστών, στο πατάρι μιας λαϊκής παρισινής ταβέρνας, με την επωνυμία «Η τρελή ελπίδα», χρησιμοποιώντας εργαζόμενους και πελάτες της ταβέρνας ως «ηθοποιούς», το καλοκαίρι του 1914, γυρίζει το μυθιστόρημα του Βερν σε ταινία, της οποίας η πλοκή τιμητικά αναφέρεται στις ιδέες του Ρουσσώ, του Ουγκώ, σε ρήσεις του Μαρξ και «μπρεχτικά» καυτηριάζει τον ανταγωνισμό των αποικιοκρατικών μεγάλων δυνάμεων (Μ. Βρετανία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Γαλλία), την έξαρση του εθνικισμού και των εξοπλισμών, ιδιαιτέρως της Γερμανίας, τη σκόπιμη δολοφονία του πρίγκιπα της Αυστροουγγαρίας Ροδόλφου (28 Ιουνίου 1914), την κήρυξη (5 Ιουλίου) του πολέμου της Αυστροουγγαρίας και Γερμανίας κατά της Σερβίας. Το γύρισμα της «ταινίας» συμπίπτει με τη γενίκευση των πολεμικών επιχειρήσεων, τη δολοφονία (31 Ιουλίου 1914) του ηγέτη του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ζαν Ζορές, ο οποίος καταδίκασε τον πόλεμο των μεγάλων δυνάμεων και με την έναρξη (αρχές Αυγούστου) του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (που ήταν και η απαρχή για τη διάλυση της Β' Σοσιαλιστικής Διεθνούς και τη δημιουργία των Κομμουνιστικών Κομμάτων, αφού τα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα τάχθηκαν στο όνομα της «πατρίδας» με το πλευρό των αστικών τάξεων των χωρών τους). Αρον άρον με το λιγοστό φιλμ που απομένει, «κινηματογραφιστές» και «ηθοποιοί» γυρίζουν την τελευταία σκηνή. Ενας Ευρωπαίος ιδεαλιστής σοσιαλιστής, που πολέμησε το φονικό και ληστρικό όργιο Αγγλων καπιταλιστών και άλλων τυχοδιωκτών, οι οποίοι, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι, ξεβράστηκαν σε ένα «νησί» της Λ. Αμερικής, όπου έσφαξαν τους αυτόχθονες, αλλά και αλληλοσφάχθηκαν ανταγωνιζόμενοι για τον πλούτο του τόπου, μαζί με ένα νεαρό αυτόχθονα, στήνουν το «φάρο» των σοσιαλιστικών οραμάτων. Οι άλλοι επιβάτες του ναυαγισμένου καραβιού - φτωχολογιά, εργάτες, επαναστάτες, δάσκαλοι, ιεραπόστολοι - χάθηκαν, αλλά ο «φάρος» δείχνει το δρόμο.
  • «Μέδουσα: Σχέδια και αυτοσχεδιασμοί για σχεδίες και ναυάγια»
«Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας»
Ενας διάσημος πίνακας του αριστοκρατικής καταγωγής Γάλλου ζωγράφου Τεοντόρ Ζερικώ, φιλοτεχνημένος το 1819, εμπνευσμένος από ένα τρομερό ιστορικό γεγονός, το ναυάγιο, το 1816, της φρεγάτας «Μέδουσας», που η αποικιοκρατική Γαλλία έστειλε για να αποικιοποιηθεί η Σενεγάλη, αποτέλεσε τη «σχεδία» της εν πολλοίς αυτοσχεδιαστικής, κειμενικά συλλογικής, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Θωμά Μοσχόπουλου, παράστασης, με τον προαναφερόμενο τίτλο, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ενα τριμερές σκηνικό «πείραμα» (με εξαίρεση το πρώτο μέρος που κειμενικά είναι φλύαρο, αφελές, επιτηδευμένο, αναφερόμενο και σε ταξιδιωτικές αναμνήσεις των κύριων ηθοποιών της παράστασης), θέτει ένα χρήσιμο προβληματισμό για το ρόλο, τη σχέση και την αλληλοεπίδραση ιστορίας και τέχνης, πραγματικότητας και φαντασίας, προβλεπόμενου και απρόβλεπτου, ζωής και θανάτου. Η γαλλική φρεγάτα ναυάγησε στις ακτές της Αφρικής. Οι αριστοκράτες κράτησαν για τους ίδιους τις σωσίβιες λέμβους και πέταξαν τους, περισσότερους από 150, επιβάτες κατώτερων τάξεων στη θάλασσα. Πάνω σε μια υποτυπώδη σχεδία, σωριασμένο αυτό το πλήθος, πάλευε με τα κύματα, την πείνα, τη δίψα, το θάνατο. Επειτα από πολυήμερη κακουχία, τρόμο, αλληλεξόντωση, ακόμα και κανιβαλισμό, σώζονται μόνον δεκαπέντε. Το γεγονός συνταράσσει το γαλλικό λαό. Τρία χρόνια μετά, ο Ζερικώ, βάσει μαρτυρίας του Κορεάρ και ενός άλλου διασωθέντος και χρησιμοποιώντας ως μοντέλα πτώματα από το νεκροτομείο, εικονοποίησε μόνον τις τελευταίες στιγμές του εφιάλτη που βίωσαν οι διασωθέντες. Τα αίτια, οι υπαίτιοι κι ολόκληρη η αλήθεια αυτού του τρομερού γεγονότος (αμέτρητα άλλα παρόμοια εγκλήματα έκαναν οι αποικιοκράτες αλλά και το εφοπλιστικό κεφάλαιο και στον 20ό αιώνα), κρύβει η «σκόνη» του χρόνου. Μπορεί να διδάξει το σήμερα ένα ιστορικό έργο τέχνης; Μπορεί και λέει όλη την αλήθεια η τέχνη, κάθε εποχής και της σημερινής; Αυτά τα ερωτήματα θέτει - υπαινικτικά - η πολύ ενδιαφέρουσα (ιδίως μουσικά) στο δεύτερο και τρίτο μέρος της παράσταση, με την ομόθυμη συμβολή των δέκα καλλιτεχνικών συντελεστών, των επτά πρωταγωνιστών και των είκοσι εννιά σπουδαστών δραματικής σχολής.
  • «Νιζίνσκι - Είμαι μια μαριονέτα του θεού...»
«Μέδουσα - Σχέδια και αυτοσχεδιασμοί για σχεδίες και ναυάγια»
Ιστορία, τέχνη και ζωή «έσμιξαν» αρμονικά στην κειμενική και σκηνοθετική σύλληψη του Σταύρου Τσακίρη «Νιζίνσκι - Είμαι μια μαριονέτα του θεού». Μια παράσταση (στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών), αναφοράς στον «μυθικό», ουσιαστικά «θεμελιωτή» του σύγχρονου χορού, αλλά τραγικής κατάληξης, Ρώσο χορευτή και χορογράφο, βασισμένη κυρίως στο Ημερολόγιό του, σε βιογραφικές «πηγές» και μαρτυρίες και, ταυτόχρονα, στοχασμού για το ελεύθερο «πέταγμα», τη «φλόγα», την «τρέλα» της τέχνης, αλλά και το ψυχοσωματικό «κόστος» της στη ζωή κάθε μεγάλου καλλιτέχνη. Ο Βάσλαβ Νιζίνσκι (1888-1950) είναι, ίσως, η χαρακτηριστικότερη περίπτωση καλλιτέχνη που λόγω του σπάνιου ταλέντου του, η τέχνη τον «έστεψε» με τα σπουδαιότερα αλλά και τα τρομερότερα «μύρα» της. Γέννημα χορευτών, πολωνικής καταγωγής, τρίχρονος πρωτοχόρεψε. Πρωτοδάσκαλός του ο πατέρας του, που γρήγορα εγκατέλειψε τη θρησκόληπτη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Δεκάχρονος εισάγεται στην αυτοκρατορική σχολή χορού της Αγίας Πετρούπολης. Ο πρίγκιπας Βολκόνσκι «προστατεύει» και όχι μόνο... τον σπάνια ταλαντούχο, μικρόσωμο αλλά εξαντλητικά ασκούμενο, φτωχό έφηβο (αυτός συντηρούσε οικονομικά την οικογένειά του) και το 1907 τον συστήνει στον αριστοκρατικής καταγωγής, πολύπλευρο καλλιτεχνικά, ιδιοφυή παραγωγό και διευθυντή του μπαλέτου «Μαρίινσκι», Σεργκέι Ντιάγκιλεφ. «Δαιμόνια» μεγαλόπνοος, καινοτόμος, αλλά και ομοφιλόφιλος, σκληρός και εκμεταλλευτής ο Ντιάγκιλεφ έγινε η «μοίρα» του Νιζίνσκι. Το 1909 ο Νιζίνσκι, ενταγμένος στα «Ρωσικά Μπαλέτα» του Ντιάγκιλεφ, χορεύοντας, δίπλα στην Αννα Πάβλοβα, τον ανδρικό πρωταγωνιστικό ρόλο στη «Συλφίδα», στο Παρίσι θριαμβεύει. Εκεί γνωρίζει και συνεργάζεται με την Ιζαντόρα Ντάνκαν. Χορογραφεί και ερμηνεύει δικές του μεγάλες - ιστορικές δημιουργίες και αποθεώνεται. Ολοήμερη σκληρή εξάσκηση, ερμηνείες που τον δοξάζουν διεθνώς, συνεχείς παραστάσεις και περιοδείες στο εξωτερικό, προς πλουτισμό του Ντιάγκιλεφ, ο οποίος τον διώχνει από τα «Ρωσικά Μπαλέτα» επειδή παντρεύτηκε (1913). Ο Νιζίνσκι αποτυγχάνει να δημιουργήσει δική του ομάδα. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος του προκάλεσε πολλά προβλήματα, επειδή ήταν Ρώσος. Το 1916 καταφέρνει να πάει στις ΗΠΑ, όπου για ένα χρόνο ξανασυνεργάζεται με τα «Ρωσικά Μπαλέτα». Το αδιάκοπα καταπονούμενο από τον τελειοθηρικό καλλιτεχνικό πόθο, σώμα του και η βασανισμένη από τα προβλήματα ψυχή του, τσακίζονται. Στα 29 χρόνια του οι γιατροί του απαγορεύουν να ξαναχορέψει. Το 1919 κλείνεται - για πρώτη φορά - σε ελβετικό ψυχιατρείο, όπου γράφει το συνταρακτικό «Ημερολόγιό» του. Μόνος συμπαραστάτης, μέχρι το τέλος του, η γυναίκα του. Στη δεκαετία του 1930 η επίσης σημαντική χορεύτρια- χορογράφος αδελφή του, δουλεύει στην ΕΣΣΔ. Ο Νιζίνσκι νοσταλγεί την πατρίδα του. Νοσταλγία που εντείνεται, όταν το Μάη του 1945, ακούει από το ραδιόφωνο, τη χορωδία του Σοβιετικού Στρατού να τραγουδά την αντιφασιστική νίκη. Την ίδια χρονιά με την γυναίκα και το παιδί του εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου πεθαίνει. Η σκηνοθεσία δε βιογραφεί όλη τη ζωή του. Με «οικονομία», χωρίς μελοδραματισμούς, με μοντέρνα αισθητική αντίληψη, με απλά σκηνικά μέσα, με τη μετρημένη χορογραφία και την εκφραστική χορευτική ερμηνεία του Κωνσταντίνου Ρήγου (ως Νιζίνσκι και Ντιάγκιλεφ), συμπυκνώνει τη μοναδική καλλιτεχνική «προίκα», τη βασανιστική ζωή και την ψυχωσική «σταύρωση» του Νιζίνσκι. Καθοριστικό στήριγμα της σκηνοθεσίας υπήρξαν τα δυνατά μέσα (φωνητικά και κινησιολογικά) , αλλά και η αισθαντικότητα και πνευματικότητα της ερμηνείας του Γιάννη Τσορτέκη (Νιζίνσκι). Γόνιμες υποκριτικά η Ευδοκία Ρουμελιώτη και η Τατιάνα Παπαμόσχου.
ΘΥΜΕΛΗ,ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 29 Ιούνη 2011

No comments: