Sunday, June 26, 2011

Θεατρικές παγίδες


  • Πολενάκης Λέανδρος 
  • Η ΑΥΓΗ: 26/06/2011
Λίγα λόγια για κάποιες παραστάσεις του χειμώνα που είδα και ακόμη οφείλω ανταπόκριση: Ο "Γλάρος" του Τσέχωφ με το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, στο "Τόπος Αλλού", σε μετάφραση -ωραία- της Ξένιας Καλογεροπούλου, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία σε "σύγχρονη" γραμμή του Θοδωρή Αμπατζή.
Ο "Γλάρος" είναι, ωστόσο, από μόνος του "μοντέρνος". Βρίσκεται πολύ κοντά στην αντίληψη του σημερινού θεάτρου, με την έννοια ότι δεν είναι ούτε τραγωδία, ούτε κωμωδία. Πρόκειται περισσότερο για ένα "δράμα του άδειου", για μια προφητική, δραματική συμπύκνωση της τωρινής "εν κενώ συσκευασίας", αισθημάτων, πολιτικής, τέχνης και επιστήμης, που "κατεβαίνει" από τον Άμλετ του Σαίξπηρ, για να προαναγγείλει τον Μπέκετ και το "παράλογο". Πράγματι ο "Γλάρος" πατάει πάνω στον Άμλετ περιλαμβανομένου του "θεάτρου μέσα στο θέατρο", με την παράσταση που οργανώνει ο Κόστια για να συλλάβει, σαν μέσα σε ποντικοπαγίδα, την ένοχη συνείδηση της άστοργης, απορριπτικής Αρκάντινα - Γετρούδης, μητέρας του και του εραστή της Τριγκόριν - Κλαύδιου. Θέλοντας να κερδίσει τον έρωτα της Νίνας, μιας νεαρής επίδοξης, ανώριμης ηθοποιού, που όμως δεν κατέχει (ακόμη) πώς να παίξει, στη σκηνή και στη ζωή, τον ρόλο μιας σύγχρονης "Οφηλίας", γραμμένο για εκείνη από τον Κόστια, που έχει όμως διαβάσει λάθος, ρομαντικά και συμβολιστικά, όπως η εποχή και η κοινωνία του το έργο του Σαίξπηρ. Πρόκειται για μια βαριάντα, όπου ωθούμενη από τον επώνυμο ρόλο της Οφηλίας, η άσημη Νίνα διαφθείρεται αληθινά από τον διάσημο Τριγκόριν - Κλαύδιο.

Αν η πιο πάνω ανάλυσή μου διαθέτει κάποια ερείσματα, τότε ο "Γλάρος" είναι μια συνειδητή, κόντρα στην εποχή της, αντιρομαντική και ρεαλιστική ανάγνωση από τον Τσέχωφ του Σαίξπηρ. Ανοίγοντας, έτσι ως έργο εμπρός μας διορατικά την άβυσσο ενός ιστορικού και υπαρξιακού κενού, την αληθινή "ποντικοπαγίδα" ενός κόσμου δίχως νόημα, στην οποία θα πιαστεί στο τέλος όλος ο "θίασος" από ανθρώπινες μαριονέτες του έργου του Τσέχωφ, όπως και του Σαίξπηρ. Η "Αμλετική" αυτοκτονία του Κόστια έρχεται έτσι ως φυσικό τέλος του έργου. Δεν είναι άστοχη ως λύση και δεν την επέβαλε ο ρομαντισμός της εποχής, όπως πιστεύουν σήμερα ακόμη κάποιοι ερευνητές. Πηγάζει ωστόσο από τον χαρακτήρα του ήρωα που είναι μέσα στο ρομαντικό κλίμα της εποχής, το οποίο υποσκάπτει ο Τσέχωφ μεθοδικά, με βιτριολική ειρωνεία! Επειδή, αν διαβάσουμε σωστά τον διάσημο μονόλογο του "Άμλετ" ("Να είσαι ή να μην είσαι...") θα διαπιστώσουμε ότι το αληθινό δίλημμα του ήρωα δεν είναι η πράξη του φόνου, αλλά η αυτοκτονία (βλ. και το συγγενικό σονέτο 66 του Σαίξπηρ). Ο άνθρωπος που γύρισε στη Δανία με ένα οιονεί αρχαγγελικό μήνυμα - πρόγραμμα Ευαγγελισμού (να μερέψει τον άγριο κόσμο), ξαφνικά μαθαίνει από το πατρικό φάσμα ότι ο ρόλος του, δυστυχώς, είναι άλλος, είναι εκείνος ενός Άγγελου - εξολοθρευτή! Από εκεί πηγάζουν η άκρα δυσφορία και η απελπισία του. Αν ο Άμλετ πεθαίνει από κούραση και αηδία, ο Κόστια, πολύ πιο νέος, δεν αυτοκτονεί από αηδία αλλά από τον δικό του απελπισμένο, αδιέξοδο ρομαντισμό!
Με αυτήν την έννοια ο "Γλάρος" είναι ένα έργο εξόχως μοντέρνο. Περιέχει τόσα κενά και παύσεις, όσα χρειάζονται για φωτιστούν "από μέσα" οι χαρακτήρες του, σαν διαχρονικές φιγούρες ενός θεάτρου σκιών. Δεν χρειάζεται να το "εκσυγχρονίζουμε" προσθέτοντας επί πλέον. Μια παράσταση, άρα που θέλει όχι μόνο να λέγεται αλλά να είναι αληθινά μοντέρνα, θα έβρισκε φαντάζομαι τον τρόπο να τοποθετήσει ολόκληρο τον "Γλάρο" κάτω από τη σκοπιά του "θεάτρου μέσα στο θέατρο", της παράστασης δηλαδή - παγίδας που οργανώνει ο Κόστια, για να πιαστεί όμως ο ίδιος πρώτος μέσα σε αυτήν. Επειδή η "παράσταση μέσα στην παράσταση" δεν τελειώνει στην πρώτη πράξη, όπως μοιάζει και το έργο αυτό του Τσέχωφ είναι το ίδιο από μόνο του μια καλοστημένη πανούργα θεατρική παγίδα!
Μια τέτοια προσπάθεια δεν είδα, στη δραματουργική επεξεργασία και στη σκηνοθεσία του Θοδωρή Αμπατζή. Για να είμαι ειλικρινής δεν μπόρεσα να διακρίνω καθαρά το σκεπτικό της προσέγγισής του. Εκτός, ίσως, από την αόριστη επίκληση μιας γενικής, αδιαμόρφωτης έννοιας ενός εναλλακτικού και "ολικού" θεάτρου, που ακούμε τελευταία στις πιάτσες. Το οποίο παραμερίζει ως μη αναγκαίο το κείμενο για να στηριχθεί αποκλειστικά, όπως ισχυρίζονται οι θεωρητικοί του, στους ρυθμούς, την κίνηση τα σώματα των ηθοποιών, τον χορό, τη μουσική, το τραγούδι. Που δεν διακρίνει ρόλους, αλλά σκηνικούς πληθυσμούς. Που δεν διαχωρίζει το εικαστικό από το δραματικό, τον λόγο από τον ήχο, την κίνηση από τον χορό. Όπου όλοι βγαίνουν και μπαίνουν από όλα, σε όλα. Με υποκριτικές που απαγορεύουν τη συγκίνηση και "παγώνουν" το συναίσθημα του ηθοποιού λίγο πριν φτάσει σε σημείο θεατρικού οργασμού. Αν αυτό επιδίωκε η σκηνοθεσία το πέτυχε, θυσιάζοντας όμως την ουσία. Σημειώνω τα επί μέρους στοιχεία, την κίνηση της Τζένης Αργυρίου, τα σκηνικά - κοστούμια του Κων. Ζαμάνη, τους φωτισμούς του Ν. Βλασσόπουλου, τη μουσική του Αμπατζή, τους στίχους της Γιούλης Αποκατανίδου. Επισημαίνω, τέλος, κάποιες σημαίνουσες, συγκλίνουσες υποκριτικές: η Δανάη Σαριδάκη έπαιζε ανορθόδοξα αλλά πειστικά την εγωτική, ματαιόδοξη Αρκάντινα. Η Μαρία Σαββίδου "παραξένευε" θετικά τη Μάσα, ως "κόντρα ρόλο", με δόσεις γενναίου αυτοσαρκασμού και η νεότατη ελπιδοφόρα Βιβή Πέτση έδωσε την ενδιαφέρουσα εκδοχή μιας έφηβης, άγουρης Νίνας - πεταλούδας που έκαψε πρόωρα τα φτερά της.

No comments: