Sunday, September 14, 2008

West Side Story: Επίκαιρο πενήντα χρόνια μετά

Θετικές εντυπώσεις άφησε η πρώτη παράσταση του μιούζικαλ «West Side Story» που δόθηκε την περασμένη Τετάρτη στο Θέατρο Badminton



Στιγμιότυπο από την παράσταση του «West Side Story»


Το «West Side Story» θεωρείται ένα αριστούργημα του 20ού αιώνα, ένα επίτευγμα που μόνον οι συγκυρίες και η επιμονή μπορούν να δημιουργήσουν. Κατά συνέπεια αυτό που αναζητείται στις παραστάσεις που δίνονται ήδη στην Αθήνα από την προηγούμενη Τετάρτη και θα συνεχιστούν ως τις 29 Σεπτεμβρίου είναι, πρώτον, εάν το ίδιο το έργο στέκει στις μέρες μας και, δεύτερον, αν η συγκεκριμένη παραγωγή καταφέρνει να αναδείξει - και σε ποιον βαθμό - τις αρετές του.

Οσον αφορά τις ιδέες που αναδεικνύει το έργο, παρά τα 50 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, τίποτε σχεδόν δεν έχει αλλάξει. Από την ανεκπλήρωτη αγάπη του Τόνι και της Μαρίας και τις φαινομενικά αγεφύρωτες διαφορές των Jets και των Sharks, μέχρι τη βία των συμμοριών, τον ρατσισμό και τη μετανάστευση - αυτό και αν είναι επίκαιρο - για μια καλύτερη τύχη, όλα τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το πιο γνωστό σύγχρονο μιούζικαλ είναι επίκαιρα και μάλιστα ιδωμένα από μια πολύ φρέσκια ματιά. Οι συζητήσεις των κοριτσιών των πορτορικανών μεταναστών Sharks που κορυφώνονται με το γνωστό τραγούδι «America», είναι απολύτως ρεαλιστικές. Γιατί ναι μεν μπορεί να ακούγεται... πεζό να αλλάζεις χώρα γιατί δεν έχεις ραδιόφωνο ή γιατί δεν έχεις μοδάτα ρούχα, ο βασικός λόγος όμως που το κάνεις είναι γιατί δεν έχεις χρήματα. Οπως άδικος θα παραμένει πάντα ο θάνατος νέων ανθρώπων εξαιτίας της συμμετοχής τους σε συμμορίες, όταν μάλιστα δεν χωρίζει τίποτε τους πολωνοαμερικανούς Jets και τους πορτορικανούς, απεναντίας τους ενώνει η φτώχεια τους.

Ερχόμαστε τώρα στην παράσταση που παίζεται στο Badminton και που αποτελεί την αναβίωση εκείνης του 1957 που έγινε θρύλος μέσα στα χρόνια. Το θέμα των συγκυριών που ανέφερα στην αρχή έχει να κάνει με τη συνάντηση τεσσάρων σημαντικών ανθρώπων της τέχνης όπως ήταν ο συνθέτης και μαέστρος Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, ο χορογράφος και σκηνοθέτης Τζερόμ Ρόμπινς, ο συγγραφέας Αρθουρ Λόρενς και ο στιχουργός και συνθέτης Στίβεν Σόντχαϊμ για τη δημιουργία αυτού του μιούζικαλ. Είναι επομένως απολύτως λογικό όλες οι σύγχρονες παραγωγές του γνωστού μιούζικαλ να συγκρίνονται με τη μαγεία των πρώτων, τόσο στο Broadway όσο και στο West End. Και όχι μόνο, αφού ο πιο σκληρός και δύσκολος αντίπαλος της θεατρικής παράστασης είναι πλέον η πολύ επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του 1961, η οποία κέρδισε και δέκα βραβεία Οσκαρ, την οποία έχουν δει και οι περισσότεροι.

Το δύσκολο αυτό έργο ανέλαβε εξ αρχής ο χορογράφος Τζόι Μακ Νίλι, βοηθός και δεξί χέρι για αρκετά χρόνια του Τζερόμ Ρόμπινς, ο οποίος και γνώριζε αρκετά καλά την αυθεντική χορογραφία. Τα σκηνικά έμειναν επίσης όσο πιο πιστά γίνεται στην αρχική ιδέα των συντελεστών, όπου γίνεται αναπαράσταση της γειτονιάς στο Μανχάταν με τις σκαλωσιές και τα μπαλκόνια και κυρίως με προβολή φωτογραφιών της εποχής που εναλλάσσονται πίσω, ανάλογα με τις ανάγκες της υπόθεσης. Μίνιμαλ αισθητική, ίσως κάποιες φορές ρετρό, πάντα όμως λειτουργική. Εκεί που τίθεται ένα ζήτημα είναι τα κοστούμια του καστ, των οποίων τα υφάσματα από τα οποία είναι φτιαγμένα αποπνέουν μια φθήνια, ιδιαίτερα εκείνα των κοριτσιών των Sharks.

Να σημειώσω εδώ, και είναι σημαντικό, επειδή την παράσταση είδα για πρώτη φορά τον Ιούλιο στο θέατρο Sadler's Wells του Λονδίνου, ότι η μεταφορά του στο Badminton δεν έτυχε καμιάς έκπτωσης. Ετσι, όλοι οι χορευτές ήταν και πάλι εξαιρετικοί και ιδανικοί για τους ρόλους με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν χάλασαν τη γενική εικόνα. Ο Λίο Ας Ιβενς στον ρόλο του Ριφ, ενώ ήταν πολύ καλός στην κίνηση, χάθηκε φωνητικά στην αρχή της παράστασης στο τραγούδι των Jets για να επανέλθει δυναμικά στη συνέχεια. Η επιλογή των προσώπων ήταν η πρέπουσα, αφού η σκηνή έπρεπε να ξεχειλίζει από τη δύναμη 20χρονων παιδιών και όχι γνωστών επαγγελματιών. Ο πιο πιασάρικος ρόλος, αυτός της Ανίτας, έτυχε της καλύτερης αντιμετώπισης από την Αμερικανίδα Λάνα Γκόρντον, που έβγαλε στη σκηνή την επιφανειακή σκληράδα του, αλλά και την απαραίτητη χαρά για ζωή και ευαισθησία. Ακουσα στο διάλειμμα αρκετά σχόλια για την επιλογή κυρίως του «γλυκανάλατου» Σκοτ Σάσμαν στον ρόλο του Τόνι ή της λιλιπούτειας Χιλιανής Ελίσα Γκόρντομπα για τον ρόλο της Μαρίας. Ηταν όμως τα υποδειγματικά πρόσωπα γι' αυτούς τους ρόλους και με εξαιρετικές φωνές. Η σκηνή που ίσως με ξένισε παρακολουθώντας την για δεύτερη φορά ήταν η γνωστή και ως «λευκή», εκείνη που όλοι οι ηθοποιοί, ντυμένοι στα λευκά, ζουν για λίγο στον ιδανικό κόσμο στον οποίο έχουν λύσει τις διαφορές τους και ο θάνατος είναι μια ανάμνηση μακρινή. Μοιάζει εμβόλιμη και έξω από τη λογική που διέπει το διαρκείας δυόμισι ωρών έργο. Το θέατρο ήταν κατάμεστο από πρόσωπα του καλλιτεχνικού και δημοσιογραφικού κόσμου, που φαινόταν ότι απόλαυσαν το αγαπημένο σόου, δείχνοντας σαφώς την προτίμησή τους με παρατεταμένο χειροκρότημα στην Ανίτα, αλλά και σε «νούμερα» όπως η σκηνή του μπαλκονιού και τα τραγούδια «Tonight» και «Somewhere».


ΣΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Το ΒΗΜΑ, 14/09/2008

No comments: