Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
«Ο ματωμένος γάμος» από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου |
Αρκεί μια ματιά στα σκηνικά της Ρένας Γεωργιάδου στον «Ματωμένο Γάμο» του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης και η υπόγεια ομοιότητα με την πρόσφατη «Μήδεια» του Βασίλιεφ γίνεται προφανής. Και οι δύο παραστάσεις λειτουργούν στον ίδιο αλληγορικό χώρο: πρόκειται για το πεδίο των «ταυροκαθαψίων» και της ταυρομαχίας, όπου το ισπανικό ντουέντε συναντά την ελληνική αίσθηση του τραγικού. Στην περίπτωση όμως της παράστασης του Κώστα Τσιάνου δεν παρεμβάλλεται καμιά μετάφραση: από τη μια το αλώνι, σαν αρχέτυπος τόπος της πάλης που απογειώνεται στο μεταφυσικό. Και από την άλλη ο μίτος του κοινωνικού ιστού, η κόκκινη κλωστή και γητειά, που προδιαγράφει την πορεία των προσώπων. Δεν χρειάζεται κανείς να αναλύσει παραπέρα. Νιώθει. Τα πράγματα σημαίνουν εδώ απλά, καθαρά και τίμια.Εργα σαν τον «Ματωμένο Γάμο» προέρχονται από συλλογική, καταγωγική πατρίδα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως με την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στα γράμματά μας ο Λόρκα έγινε πρότυπο μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων δραματουργών. Και είναι αλήθεια ίσως πως κανείς δεν αισθάνεται το πάθος του καλύτερα από τους Κρητικούς· πέρα από τις αναφορές σε κοινά θέματα βεντέτας και τιμής, μπορούν να αισθανθούν την αίσθηση της ποίησης που υψώνει το ορατό στον χώρο του αοράτου.Οχι πως κάνει αυτό ευκολότερο το ανέβασμα του «Γάμου». Κατ' αρχάς, στην περίπτωσή του δεν είναι εύκολο να κρυφτείς. Εχεις απέναντί σου ένα κοινό που αντιλαμβάνεται αμέσως την αλήθεια και το ψέμα, που γνωρίζει ενδιάθετα τι χωράει πράγματι αυτό το αλωνάκι. Και από την άλλη, έργα σαν τον «Γάμο» θέλουν μόνο ένα στραβοπάτημα για να καταβαραθρωθούν στην εκφυλισμένη μελοδραματικότητα των βραζιλιάνικων σειρών. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να κυλήσει η ποίηση του Λόρκα στη γραφικότητα και τον συναισθηματισμό, στη δημαγωγική λαϊκότητα.Η μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ είχε κατ' αρχήν στόχο να αποφύγει αυτούς τους σκοπέλους και να καταστήσει την ποίηση του Λόρκα δραστική. Αναρωτιέμαι αν το άλμα της ξεπερνά την κλασική μεταφορά του Νίκου Γκάτσου: υπάρχουν στιγμές όπου η υπερχείλιση του ποιητή φτάνει στα αυτιά μας σαν γλωσσικός υπερπληθωρισμός και μεγαλοστομία.Στη σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου ήταν φανερή η δεξιοτεχνία και ο έλεγχος του υλικού. Υπήρχε μαζί και κάτι άλλο: η διδασκαλία του, όπως και η μουσική του Διονύση Τσακνή στηρίζονταν στη σπάνια κατάφαση της ζωής που άδικα σπαταλιέται. Δεν μπόρεσε όμως αυτό να σκεπάσει την έντονη, σχεδόν τηλεοπτική, αποσπασματικότητα και μερικά ατοπήματα: κυριότερο, η μισόγυμνη εμφάνιση του κ. Μπεγνή, που θα συνέβαλλε, υποτίθεται, στον αισθησιασμό της σκηνής του δάσους.Από τους συντελεστές, η Νεκταρία Γιαννουδάκη έδωσε μια αδρή Μάνα, χωρίς να αποφύγει τα στερεότυπα του μελό. Το βασικό δραματουργικό ζευγάρι του Μέμου Μπεγνή (Λεονάρντο) και της Κλειώς Οθωναίου (Νύφη) διέθετε διακριτό πάθος (ιδιαίτερα από τη νέα ηθοποιό), ήταν ζήτημα όμως αν διέθετε και πραγματική χημεία. Αμήχανος ο Δημήτρης Σδρόλιας σαν Γαμπρός. Η Βίκυ Κουκουτσίδη καλή Γειτόνισσα, επιτηδευμένη Ζητιάνα. Ζωντανά τα πρόσωπα της Πεθεράς από την Ελένη Τσαγκαράκη, της Βάγιας από τη Σοφία Καλεμκερίδου και του Πατέρα από τον Λευτέρη Μποτωνάκη. Χωρίς εξέλιξη η γυναίκα του Λεονάρντο από την Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου. Η Εύα Ψυλλάκη και η Ζωή Καραβασίλη, καρικατουρίστικα χαρούμενες, έδρασαν συμπληρωματικά με τους νέους των Βαγγέλη Χαλκιαδάκη και Διονύση Μπουλά. Πειστικός ο Παναγιώτης Γαρμπής στον κρίσιμο ρόλο του Φεγγαριού. *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 20/09/2008
No comments:
Post a Comment