Επειδή κατά Σεφέρη «πολλών ανθρώπων παιδιά είναι τα λόγια μας», όταν συναντήθηκαν ο Μπέκετ, ο Ζενέ και ο Ιονέσκο με μακρινό φόντο τον Πιραντέλλο (ας μην ξεχνάμε τα πιντερικά «Συλλογή» και το «Hταν χθες») εγεννήθη ημίν ο μέγας πια Πίντερ. Το θέατρό του φαινομενικά ανήκει στο παράλογο αλλά και το προδίδει λόγω της διαδικασίας αρχιτεκτόνησής του. Αυτή είναι που μας γοητεύει και μας παγιδεύει στην αρχή, ύστερα μας παίρνει μαζί της ελέω μιας αναγνωρίσιμης καθημερινότητας η οποία απογειώνεται όμως στην πορεία για να ανατιναχθεί στο τέλος χωρίς να ξέρουμε από πού προήλθε η ανάφλεξη. Κι αυτή η επαγωγή βασίζεται σε πολυσυζητημένες προσωπικές του αρετές ή τεχνήματα καλύτερα, όπως οι μουσικοί βηματισμοί, οι ανελέητες και νοήμονες σιωπές, ο άλογος λόγος, ο οποίος αρνείται κάθε είδους διακόσμηση έξω από την ψυχρότητα που μοιάζει λιτότητα. Λιτότητα όμως δεν είναι γιατί έχει προικιστεί από υπόγειο εσωτερικό σχέδιο αποδόμησης των σχέσεων και άρα και των ορθόδοξων εννοιών οι οποίες παραδοσιακά τις περιέβαλλαν.
Εννέα σκηνές: Πρόκειται για ένα θέατρο που κατά τον John Russel Taylor «στέκεται μόνο του», κατά δε τον Πήτερ Μπρουκ συμπεριλαμβάνεται στις και υπερβαίνει τις εντελέστερες μοντέρνες γραφές της Βρετανίας (Άρντεν, Oσμπορν, Ουέσκερ). Στην «Προδοσία» (1979) βρίσκουμε τα πρόσωπα του Πίντερ εγκλωβισμένα στο «Δωμάτιο» όπου τα είχε φυλακίσει από το 1957. Το έργο πορεύεται κατ’ Αριστοτέλη, την «επί τας αρχάς οδόν». Σε εννέα σκηνές που ξεκινούν απ’ το τέλος προς την αρχή, ο συγγραφέας αναλύει τα σκαληνά σκηνικά ενός τριγώνου, και φθάνει για λόγους ανεντόπιστους στην απόγνωση απαντώντας μ’ έναν πεσιμιστικό αγνωστικισμό στις απλουστευτικές ετυμηγορίες των περισσότερων ανθρώπων. Ανακαλώντας σταδιακά στη μνήμη το προδοτικό χρονικό των τριών ερωτικά εμπλεκόμενων προσώπων του στο διάστημα μιας δωδεκαετίας, ο Πίντερ καταλήγει στον μη ελέγξιμο ντετερμινισμό που τα προσδιόρισε και που, στην περίπτωση, δεν απέχει πολύ απ’ τη συμπτωσιαρχία. Παρθενογένεση του νεοπλάσματος και αναπαραγωγή του ερήμην των φορέων του.Η γυναίκα: Oπως και ο Ζενέ, ο Πίντερ, μέσα σ’ αυτή την προδοσία του Χρόνου, και των ανθρώπων μέσα στο Χρόνο, επικεντρώνεται στη γυναίκα. Η Eμμα του, μόνο γυναικείο πρόσωπο που εμφανίζεται ανάμεσα στους δυο άντρες –η γυναίκα του Τζέρρυ μονάχα αναφέρεται– συγγενεύει απόλυτα με δικές του προγενέστερες: Μάνα-πόρνη η Ρουθ της «Επιστροφής», μάνα-ερωμένη η Μεγκ στο «Πάρτυ γενεθλίων», σύζυγος-πόρνη η Σάρα στον «Εραστή». Τώρα, πέρα απ’ το ότι ο Πίντερ αποφασίζει να αποδώσει το διαβρωτικό στοιχείο στη γυναίκα μέσα από τα ψυχολογικά της αδιέξοδα που όμως δεν αναλύονται ποτέ στο έργο, τα πρόσωπά του, ανεξαρτήτως φύλου πια, φορτίζουν τις μπαταρίες τους σε βάρος των άλλων, τους χρησιμοποιούν σαν αθύρματα, αδιαφορώντας κατά βάθος γι’ αυτούς. Είναι έτσι σκληρότεροι π.χ. απ’ τους ήρωες του Αλμπη, που τρώνε τις ίδιες τους τις σάρκες χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να «εξέλθουν», παραμένοντας έτσι λιγότερο αντιπροσωπευτικοί.
Ερμηνείες: Η Μίνα Αδαμάκη, λαμπερή ηθοποιός που έχει επιβληθεί όπως όλοι ξέρουμε σε άλλο είδος, κρύβει μια αγωνιώσα πνευματικότητα πρόδηλη τόσο στην εξαιρετικά τονισμένη, νέα, «συγκοπτόμενη» μετάφραση της ολισθηρής «Προδοσίας» σε πολύ προσεγμένα ελληνικά, όσο και σε μια ιδιάζουσα σκηνοθετική γραμμή που ξεκίνησε την παράσταση φοβικά, εφιαλτικά θα ’λεγα, για να καταλήξει σε μια «χαρούμενη» αλλά βαθύτερα έντρομη αρχή. Η εξελικτική αυτή χάραξη φάνηκε καθαρά και από το ύφος των κλασικών μουσικών μοτίβων που διάλεξε για να ενώσει τα κενά των σκηνών. Εμοιαζαν σαν μπρεχτικές προεισαγωγές, σαν τίτλοι αυτού που θα επακολουθούσε. Μπρεχτικό πρόσημο που συζητούσε γόνιμα με τη δράση αποτέλεσε και η περίπου εμφανής στο θεατή αλλαγή κοστουμιών πίσω από τρία επιβλητικά ριντώ. (Τα κοστούμια αυτά επιμελήθηκε με γνώση και ευαισθησία η Μίκα Πανάγου). Θα συμφωνήσω βέβαια με τα ελάχιστα αντικείμενα που δεν είναι ντεκόρ ή σύμβολα αλλά υποτυπώδη σημεία όπως τα θέλησε η κ. Αδαμάκη, όχι όμως και με την εδαφιαία μεγάλη τριγωνική επιφάνεια που συνιστούσε το βασικό σκηνικό, γιατί παρέπεμπε μάλλον εξωτερικά και με προφάνεια στη λογική του ιψενικού τριγώνου. Η παράσταση κινήθηκε αποδιοργανώνοντας ορθά την επικοινωνία των προσώπων μέσω της ψεύτικης θέρμης της εκλογίκευσης. Σωστά ακυρώθηκε εμπροθέτως κάθε έννοια σασπένς και αντικαταστάθηκε από το κεντρικό πρόσημο αυτής της παράστασης, την ειρωνεία των σιωπών και τον σαρκασμό των λεγομένων. Τα χαρακτηριστικά αυτά διδάχτηκαν αποτελεσματικά στους τρεις ηθοποιούς, τη Μαρία Σολωμού με τον απόλυτο έλεγχο μέσων, την τεχνική και την στυφή απόγνωση του θήλεος, στα δραματικά υποκριτικά φορτία του εραστή - Αντώνη Καρυστινού και στο πετυχημένο βρετανικό φλέγμα του συζύγου – Νίκου Νίκα. Νομίζω πως έχουμε ήδη δώσει στον Πίντερ το Νόμπελ της ψυχής μας. [Γιάννης Βαρβέρης, Η Καθημερινή, 15/6/2008]
No comments:
Post a Comment