Μια μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάτρου, η Ρένη Πιττακή, συναντιέται με μια μεγάλη κυρία της εγχώριας δραματουργίας, τη Λούλα Αναγνωστάκη, σε μια φορτισμένη συγκινησιακά στιγμή του Φεστιβάλ Αθηνών. Παλιές γνώριμες από το «Θέατρο Τέχνης» επί Καρόλου Κουν, οι δύο γυναίκες δεν είναι απλώς δύο συνεργάτιδες. «Υπάρχει μια συγγένεια», λέει χωρίς περιστροφές η Ρένη Πιττακή. Από απόψε έως και το Σάββατο θα είναι στον «Ουρανό Κατακόκκινο» της Αναγνωστάκη στο «Σχολείον» (σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου) η αφοπλιστική Σοφία Αποστόλου.
Η Ρένη Πιττακή με τον Νίκο Χατζόπουλο, που τη σκηνοθετεί στο «Ο ουρανός κατακόκκινος». Αφιερώνουν την παράσταση στη Βέρα Ζαβιτσιάνου, πρώτη διδάξασα τον ρόλο, το 1998 στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία Β. Αρδίττη |
«Δεν διεκδικώ ούτε την αποκλειστικότητα ούτε την ειδικότητα στη Λούλα. Νιώθω συγγενή μου τον λοξό τρόπο με τον οποίο βλέπει τα πράγματα. Η Λούλα ποτέ δεν φωνάζει. Μιλά απλά και τον θυμό της τον κάνει κείμενο. Η Σοφία Αποστόλου βασίζεται σ' αυτόν τον θυμό. Στέκεται απέναντί μας και λέει: Ιδού εγώ. Εγώ. Here Ι am an old woman in a dry month. Εγώ ποτέ δεν είχα αλυσίδες». Αστή καθηγήτρια με καλλιέργεια, όμορφο άνδρα κομμουνιστή και άσχημο γιο-ρεμάλι, η Σοφία Αποστόλου βρίσκει χαρά μόνο με τη Ρωσίδα καλλονή που φέρνει στο σπίτι ο κανακάρης της. «Ισως οι καλύτερες μέρες που θυμάμαι από τη ζωή μου», φτάνει να πει. «Γιατί πρωτύτερα καθόμουν φυτό, αδιάφορη. Πάντοτε έπληττα». Η κυρία Αποστόλου δηλώνει «καλή σύζυγος και καλή μητέρα». Αλλά «πάντα κάτι μου έφταιγε. Δεν βολευόμουνα», αποκαλύπτει. Τις δηλώσεις της τις κάνεις πράξη: επειδή ο γιος της για μια «ψιλικατζίδικη» κομπίνα έφαγε δέκα χρόνια στον Κορυδαλλό, έκανε τη μικρή επανάστασή της: εγκατέλειψε το διαμέρισμά της στο Παγκράτι και έπιασε δωμάτιο να βλέπει τον Κορυδαλό και τον ουρανό. «Δεν θέλω να είμαι ο μέσος όρος», λέει. «Ο μονόλογος έχει τις αντιθέσεις, που διατρέχουν πάντα τη δραματουργία της Λούλας, μαζί με το αίτημα για ατομική ελευθερία», λέει η Ρένη Πιττακή. Δεν αισθάνεται το έργο «να εξαντλείται στα όρια ενός θεατρικού μονολόγου». «Δεν κάνω ένα μονόλογο για να δείξω τη βιρτουοζιτέ μου. Το κείμενο με συγκινεί. Ούτε όμως το θέατρο με ενδιαφέρει απλώς για να βρίσκομαι στη σκηνή». Το προσωπικό της βίωμα ταυτίζεται με της ηρωίδας της; «Καταλαβαίνω πολύ καλά τον θυμό της. Μου ταιριάζει απόλυτα γιατί εκφράζεται έμμεσα, με χιούμορ και σαρκασμό. Δεν βγάζει λόγο διαμαρτυρίας. Εκεί συναντιόμαστε. Απ'την άλλη, μπορεί να μην έχω περάσει στην... παρανομία αλλά σε ένα βαθμό είμαι όχι παράνομη αλλά μη κατεστημένη στον χώρο του θεάτρου».Ενας μονόλογος, εκ των πραγμάτων, έχει τις δυσκολίες του. Εδώ μεγεθύνονται. «Αυτή η γυναίκα πρέπει να διατηρεί μια ισορροπία ανάμεσα στον κόσμο της, που αποσιωπάται, και στο παρόν. Ανάμεσα στο χιούμορ και στα βιώματα. Γιατί το κείμενο έχει τον χαρακτήρα της μαρτυρίας και της κατάθεσης», εξηγεί η ηθοποιός. «Πρέπει να κρατηθούν όλοι οι κόσμοι. Η κ. Αποστόλου έχει περάσει από πλήξη μια περιπέτεια με το αλκοόλ. Αφέθηκε. Δεν μιλάει όμως γι 'αυτό. Ούτε για την απόλυσή της από το σχολείο. Είναι πράγματα, όμως, αυτά που πρέπει να υπάρχουν στην παράσταση».Κι ο χώρος είναι ρεαλιστικός; «Η Λούλα έχει δει τον χώρο της ηρωίδας της χωρίς τοίχους. Αυτό δίνει μια ελευθερία. Θα μπορούσε να είναι ένα πέρασμα, η ταράτσα της ή μια πλατεία. Στην παράσταση στο "Σχολείο" υιοθετήθηκε ένας χώρος ουδέτερος» (τα σκηνικά και τα κοστούμια του Αγγελου Μέντη). Ο μονόλογος έκανε πανελλαδική πρεμιέρα το 1998 στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με συγκλονιστική πρωταγωνίστρια τη Βέρα Ζαβιτσιάνου και σκηνοθέτη τον Βίκτωρα Αρδίττη. «Και τώρα είναι αφιερωμένος εξαιρετικά στη Βέρα, γιατί είναι μια σημαντική παρουσία στο ελληνικό θέατρο και με την ερμηνεία της σφράγισε το συγκεκριμένο κείμενο».
Ειδικά για τη Ρένη Πιττακή η Λούλα Αναγνωστάκη έχει γράψει μερικούς απ'τους μεγάλους ρόλους της. Η σχέση τους ξεκινά μέσα στη δικτατορία, το 1972, και την παράσταση του «Αντόνιο ή το μήνυμα», σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. «Στο έργο τα πράγματα αιωρούνται και δεν δηλώνεται κάτι συγκεκριμένα. Προξενούσε όμως έμμεσα μια διάθεση αντίστασης στον κόσμο που ερχόταν. Ο Αντόνιο πέρασε το μήνυμα; Τι μήνυμα ήταν αυτό; Τα πλαϊνά τειχαλάκια του Υπογείου γέμιζαν από χαφιεδάκους που κόβαν κίνηση». Εκείνη την εποχή «η Λούλα ήταν μια φιγούρα στην τέταρτη ακριανή σειρά», θυμάται η Πιττακή. «Είχε πάρει θέση προς την έξοδο και, καθώς φορούσε τα σκούρα της γυαλιά, ήταν ένα με το περιβάλλον. Μου είχε πει κάποιες σκέψεις και παρατηρήσεις της για το τέλος του έργου, που πολύ χάρηκα». Πραγματικά όμως κοντά οι δυο γυναίκες έρχονται το '78 στην «Νίκη», που σκηνοθετεί ο Κουν. «Κι εδώ η μάνα διαβάζει ένα γράμμα για τον φυλακισμένο και δημιουργεί συνειρμούς με την κυρία Αποστόλου. Υπάρχουν μοτίβα στη Λούλα,που βλέπει κανείς να επανέρχονται διαρκώς», επισημαίνει η Πιττακή. «Ηταν πολύ σημαντικός για μένα ο ρόλος της Βάσως, γιατί μέχρι τότε για κάποιους ήμουν μια ντάμα προς φινετσάτη κυρία. Η Βάσω ήταν μια κοπέλα λαϊκή και πιο άμεση».Στην «Κασσέτα», το '82, η Πιττακή δεν έχει ρόλο, ώσπου θα 'ρθει η ώρα του «Ηχου του Οπλου» ('87), τελευταία σκηνοθεσία του Κουν. «Για μένα η παράσταση αυτή ήταν σταθμός», λέει η ηθοποιός. Ο κύκλος Αναγνωστάκη στο «Τέχνης» ολοκληρώνεται με το «Ταξίδι Μακριά», που σκηνοθετεί το '95 ο Μίμης Κουγιουμτζής με πρωταγωνίστρια την Πιττακή. Με ένα άλμα ερχόμαστε στο 2003 και στο «Σ' εσάς που με ακούτε», παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή με τον ίδιο και την Πιττακή. Ηλθε το 2008 και μας έφερε τον «Ουρανό Κατακόκκινο».[Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 17/6/2008]
No comments:
Post a Comment