Η πιντερική γραφή είναι μια νέα πρωτοποριακή εκδοχή του θεατρικού λόγου
Είναι μεγάλη δοκιμασία για σκηνοθέτες και ηθοποιούς, κυρίως έξω από την υποκριτική παράδοση της Αγγλίας. Πέρα από την ιδιόμορφη σχέση του δραματικού χρόνου με τον ρεαλιστικό χρόνο που εντοπίζεται στα έργα του μεγάλου νομπελίστα υπάρχει και ένα μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδίσει ο αλλοδαπός μεταφραστής. Στην Ελλάδα την «Προδοσία» του Πίντερ, ένα από τα εντελέστερα έργα του πρωτοπαρουσίασε ο Κουν το 1981 σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη. Έκτοτε παίχτηκε στην Αθήνα άλλες τρεις φορές και η τωρινή στο «Θέατρο Τόπος Αλλού» πέμπτη. Επειδή δεν άλλαξα οπτική όσον αφορά τη δραματουργία του Πίντερ παραπέμπω σε όσα έγραφα τον Μάρτιο του 1981: «Η “Προδοσία” είναι ένα δοκίμιο για τον χρόνο, ένα θεατρικό διάγραμμα της πορείας ενός σφαιρικού τριγώνου μέσα στη διάσταση του χωρόχρονου. Τα τρία πρόσωπα του Πίντερ ταξιδεύουν μέσα στον χρόνο ανάστροφα, παλινδρομούν προς το σημείο εκκινήσεως. Η μέθοδος είναι καθαρά αναλυτική και σκοπεύει να αναγάγει μια ειδική σχέση ανθρώπινη σ΄ ένα απώτερο γένος της. Έχω πολλές φορές προσδιορίσει τη δραματουργία του Μπρεχτ ως έναν θεατρικό συνθετικό σωρείτη. Η «Προδοσία» του Πίντερ είναι ένας θεατρικός αναλυτικός σωρείτης. Ο Μπρεχτ ενδιαφέρεται να καταδείξει τις συνέπειες των ανθρωπίνων πράξεων. Ο Πίντερ αναζητεί ψηλαφητά τα αίτια και δεν ανησυχεί όταν η αναδρομή στο υλικό της μνήμης τον φέρνει στο τυχαίο ή στο αυθαίρετο σημείο αφετηρίας. Είναι πεισμένος πως η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι μια απροσδιόριστη, άρρητη συνθήκη μιγαδικών σχέσεων, κάτι σαν μια κυβευτική. Στην “Προδοσία” μας παρουσιάζει μια παρτίδα σκακιού τρεις-τέσσερις κινήσεις πριν από το ματ. Αντί να μας προβληματίσει πάνω στις πιθανές κινήσεις που θα οδηγήσουν στο φινάλε, αναζητεί τους λόγους, όχι πάντα τους αυστηρά λογικούς, που οδήγησαν το παιχνίδι στη δοσμένη κίνηση. Επειδή οι παίκτες είναι τρεις οι πιθανοί συνδυασμοί που προκάλεσαν την εμπλοκή πολλαπλασιάζονται. Αν λάβουμε υπόψη μας πως τους τρεις παίκτες επηρεάζουν άλλα δύο πρόσωπα, η γυναίκα του εραστή, ένας κοινός φίλος των δύο ανδρών και το παιδί του ενός ζεύγους, που δεν έχουν υπόσταση θεατρική, αλλά η παρουσία τους στις προθέσεις των παικτών καθορίζει την συμπεριφορά καθενός ή και όλων μαζί, θα διαπιστώσουμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα πλέγμα πιθανοτήτων τέτοιο, ώστε την ευθύνη των κινήσεων να μην είναι δυνατό να την επωμιστεί κανένας προσωπικά. Στην τελευταία σκηνή του έργου, που δείχνεται η αρχή του παιχνιδιού, τη ζαριά, την πρώτη κίνηση για το ξεκίνημα, τη δίνει ένας μεθυσμένος. Αυτό σημαίνει ή πως η αφετηρία ήταν ανεύθυνη, ακόμη και τυχαία ή πράξη απελευθέρωσης από τη μεριά ενός καταπιεσμένου από την τρέχουσα ηθική ατόμου. Η σημασία αυτής της κίνησης παίρνει νόημα από το τέλος. Η φθορά των δεσμών, πράγμα δεδομένο, είναι ανεξάρτητη από τα αίτια που την προκάλεσαν.
Κάθε σχέση είναι μια προδοσία και ο προδότης είναι ο χρόνος. Ο θάνατος των όντων είναι το μόνο βέβαιο, ανεξάρτητα από τις προθέσεις, τις ελπίδες, τις προσδοκίες, το αιτιώδες ή το αναίτιο του πρώτου κι νούντος. Ειπώθηκε πως ο Πίντερ, και ιδιαίτερα στην “Προδοσία”, γράφει ηθογραφία. Η ηθογραφία είναι είδος του ορθολογιστικού θεάτρου. Παράγει τα ήθη από τις θεατές αιτίες τους. Ο Πίντερ καταγράφει συμπτώματα, τυχαίες διασταυρώσεις, συμβάντα καθημερινά που δεν είναι όμως για τον καθένα συνηθισμένα. Συμβαίνουν σε πολλούς, αλλά δεν συμβαίνουν έτσι στον καθένα. Στην “Προδοσία” του Πίντερ η ανάστροφη πορεία μέσα στον χρόνο αποδεικνύει πως η φθορά, η προδοσία, είναι εγγενής μέσα σε κάθε ανθρώπινη σχέση, υπάρχει δυνάμει πριν ακόμη συλληφθεί η ιδέα. Όλα τα πρόσωπα του έργου, θεατά και αθέατα έχουν προδώσει εαυτούς και αλλήλους κι έχουν από όλους προδοθεί. Ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω οικείους πια όρους: οι τρεις «ήρωες» του Πίντερ είναι σαν ρημαγμένα από σεισμική δόνηση σπίτια που πρόδωσαν τους ενοίκους που τα κατοικούσαν και που δεν ξέρουν πού οφείλεται η κατάρρευσή τους. Τους πρόδωσαν οι τεχνικοί που νόθευσαν τα υλικά, το έδαφος πάνω στο οποίο θεμελιώθηκαν ή η ενέργεια που εκλύθηκε από τη σεισμογενή εστία που και αυτή είχε σχέση με την απόσταση ή τη μετατόπιση του κέντρου. Η “Προδοσία” του Πίντερ είναι μια διαδικασία των συσσωρευτικών τυχαίων λαθών που προκαλούν τη φθορά, τον κοινωνικό, τον ηθικό, τον υπαρξιακό θάνατο· την έλλειψη επικοινωνίας, αγάπης και ανοχής. Όχι, ο Πίντερ εδώ δεν κάνει ηθογραφία, γράφει για το τραγικό αδιέξοδο του καθενός κάθε μέρα. Η γλώσσα του Πίντερ είναι καθαρά μουσική. Στηρίζεται πάνω στις ηχητικές αξίες της αγγλικής γλώσσας». Τα λιτά κοστούμια και ο τελείως θεατρικά σημαινόμενος χώρος- ένα τρίγωνο-, ένα πατάρι που έπαιρνε τη σημασία τραπεζιού, κρεβατιού, καφετέριας κ.τ.λ. της Μίκας Πανάγου και οι πάντα έξοχοι φωτισμοί της Κατ. Μαραγκουδάκη δημιούργησαν έναν χωρόχρονο εντός του οποίου κυριάρχησε η ανθρώπινη παρουσία στην αντιφατικότητά της, στο αινιγματώδες των κινήτρων και το συγκεχυμένο των σκοπών, όπως και το αμφιλεγόμενο των μέσων. Η Μαρία Σολωμού είχε έξοχες σκηνές ιδίως στον τρόπο που αντέδρασε στη σκηνή της Βενετίας. Πολιορκημένη και αδιέξοδη έκανε λυτρωτική έξοδο προθάλαμο ελευθερίας, αντισυμβατικής ζωής. Ο Αντώνης Καρυστινός, λιτός, ευθύβολος και αποτελεσματικός ήταν θαυμάσιος στην τελευταία σκηνή, όπου η μέθη ώθησε μια πάσχουσα ρητορική μελοδράματος αλλά ερίζεται δραματουργικά αν είναι η μέθη που μιλά ή ο αληθινός πόθος που εκλύεται. Ο Νίκος Νίκας κατά την ταπεινή μου γνώμη ήταν ο καλύτερος Ρόμπερτ (ο σύζυγος) στην ελληνική παραστασιογραφία. Άκρως κυνικός, είρωνας και μπλαζέ απελπισμένος με ανεκδήλωτα ίσως ομόφυλα απωθημένα ερωτικά κίνητρα (υπάρχει υπαινιγμός στο κείμενο). Ήταν ο πιο Άγγλος και ο πιο πιντερικά «γλωσσικός». Βοηθούσης της καλής μετάφρασης της Αδαμάκη.
Κάθε σχέση είναι μια προδοσία και ο προδότης είναι ο χρόνος. Ο θάνατος των όντων είναι το μόνο βέβαιο, ανεξάρτητα από τις προθέσεις, τις ελπίδες, τις προσδοκίες, το αιτιώδες ή το αναίτιο του πρώτου κι νούντος. Ειπώθηκε πως ο Πίντερ, και ιδιαίτερα στην “Προδοσία”, γράφει ηθογραφία. Η ηθογραφία είναι είδος του ορθολογιστικού θεάτρου. Παράγει τα ήθη από τις θεατές αιτίες τους. Ο Πίντερ καταγράφει συμπτώματα, τυχαίες διασταυρώσεις, συμβάντα καθημερινά που δεν είναι όμως για τον καθένα συνηθισμένα. Συμβαίνουν σε πολλούς, αλλά δεν συμβαίνουν έτσι στον καθένα. Στην “Προδοσία” του Πίντερ η ανάστροφη πορεία μέσα στον χρόνο αποδεικνύει πως η φθορά, η προδοσία, είναι εγγενής μέσα σε κάθε ανθρώπινη σχέση, υπάρχει δυνάμει πριν ακόμη συλληφθεί η ιδέα. Όλα τα πρόσωπα του έργου, θεατά και αθέατα έχουν προδώσει εαυτούς και αλλήλους κι έχουν από όλους προδοθεί. Ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω οικείους πια όρους: οι τρεις «ήρωες» του Πίντερ είναι σαν ρημαγμένα από σεισμική δόνηση σπίτια που πρόδωσαν τους ενοίκους που τα κατοικούσαν και που δεν ξέρουν πού οφείλεται η κατάρρευσή τους. Τους πρόδωσαν οι τεχνικοί που νόθευσαν τα υλικά, το έδαφος πάνω στο οποίο θεμελιώθηκαν ή η ενέργεια που εκλύθηκε από τη σεισμογενή εστία που και αυτή είχε σχέση με την απόσταση ή τη μετατόπιση του κέντρου. Η “Προδοσία” του Πίντερ είναι μια διαδικασία των συσσωρευτικών τυχαίων λαθών που προκαλούν τη φθορά, τον κοινωνικό, τον ηθικό, τον υπαρξιακό θάνατο· την έλλειψη επικοινωνίας, αγάπης και ανοχής. Όχι, ο Πίντερ εδώ δεν κάνει ηθογραφία, γράφει για το τραγικό αδιέξοδο του καθενός κάθε μέρα. Η γλώσσα του Πίντερ είναι καθαρά μουσική. Στηρίζεται πάνω στις ηχητικές αξίες της αγγλικής γλώσσας». Τα λιτά κοστούμια και ο τελείως θεατρικά σημαινόμενος χώρος- ένα τρίγωνο-, ένα πατάρι που έπαιρνε τη σημασία τραπεζιού, κρεβατιού, καφετέριας κ.τ.λ. της Μίκας Πανάγου και οι πάντα έξοχοι φωτισμοί της Κατ. Μαραγκουδάκη δημιούργησαν έναν χωρόχρονο εντός του οποίου κυριάρχησε η ανθρώπινη παρουσία στην αντιφατικότητά της, στο αινιγματώδες των κινήτρων και το συγκεχυμένο των σκοπών, όπως και το αμφιλεγόμενο των μέσων. Η Μαρία Σολωμού είχε έξοχες σκηνές ιδίως στον τρόπο που αντέδρασε στη σκηνή της Βενετίας. Πολιορκημένη και αδιέξοδη έκανε λυτρωτική έξοδο προθάλαμο ελευθερίας, αντισυμβατικής ζωής. Ο Αντώνης Καρυστινός, λιτός, ευθύβολος και αποτελεσματικός ήταν θαυμάσιος στην τελευταία σκηνή, όπου η μέθη ώθησε μια πάσχουσα ρητορική μελοδράματος αλλά ερίζεται δραματουργικά αν είναι η μέθη που μιλά ή ο αληθινός πόθος που εκλύεται. Ο Νίκος Νίκας κατά την ταπεινή μου γνώμη ήταν ο καλύτερος Ρόμπερτ (ο σύζυγος) στην ελληνική παραστασιογραφία. Άκρως κυνικός, είρωνας και μπλαζέ απελπισμένος με ανεκδήλωτα ίσως ομόφυλα απωθημένα ερωτικά κίνητρα (υπάρχει υπαινιγμός στο κείμενο). Ήταν ο πιο Άγγλος και ο πιο πιντερικά «γλωσσικός». Βοηθούσης της καλής μετάφρασης της Αδαμάκη.
Η Μίνα Αδαμάκη που σκηνοθέτησε τη νέα παράσταση της «Προδοσίας» προέρχεται ως γνωστόν από την υποκριτική και μάλιστά, κυρίως, του ρεαλιστικού και του σατιρικού θεάτρου. Έτσι, και ορθώς, προσέγγισε το έργο ως κείμενο για ηθοποιούς. Εξάλλου τα τρία μόνο, ανά δύο, πλην μιας σκηνής, πρόσωπα που συγκρούονται και αλληλοπεριχωρούνται ετεροαναλυόμενα είναι κατ΄ εξοχήν πρόκληση για μια σκηνοθεσία σχέσεως, μουσικών λύσεων και χαρακτηρολογικού ετεροκαθορισμού. Η Αδαμάκη καθοδήγησε (κι αυτό φάνηκε καθαρά) τους τρεις συναδέλφους της στο να «παίξουν» με τους ρυθμούς, το βλέμμα, τη σημαίνουσα χειρονομία χωρίς υπερβολές και χωρίς φλυαρία συμβόλων.
No comments:
Post a Comment