Saturday, June 21, 2008

Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Λα Πουπέ»


* Λα Πουπέ στο θέατρο «Σφενδόνη»

Θα μπορούσε να είναι μια τυπική μοδιστρούλα, τσαχπίνα και αφράτη, από την ελληνική επαρχία του '60. Οπως θυμάμαι την κυρία Μαρίκα την «πουκαμισού» στη Δράμα, μια κοκέτα, πολυκέλαδη μεγαλοκοπέλα, με ακαταμάχητη φόρα ζωής, της οποίας και οι κακίες ακόμη ήταν γελαστές.

Η Αννα Κοκκίνου στην παράσταση του έργου του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Λα Πουπέ»
Ομως, η Ρίκα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη είναι ένα λογοτεχνικό κατασκεύασμα, αφιερωμένο εξαιρετικά στην ηθοποιό Αννα Κοκκίνου. Ενα κουνημένο μίγμα ζωηρής γεροντοκόρης της διπλανής πόρτας και καρτούν, γειωμένη και μαζί εξωπραγματική, που συνδυάζει την μικροαστική λαλιά συνοικιακής πολυκατοικίας με το υπερφυσικό φιζίκ μιας μεσόκοπης παιδίσκης, μιας «πουπέ» που δεν μεγάλωσε ποτέ και της οποίας ο πρόσχαρος ψυχισμός πατάει γερά στον ζόφο.
Και μόνο η γκροτέσκα Μποτερό - φιγούρα της Κοκκίνου, τροφαντοί γλουτοί, οπίσθια, γάμπες, σφηνωμένα σε κατακόκκινο φουστάνι, συν πέρλες και μια γιγαντιαία περούκα (κοστούμια Χριστίνα Μαθέα), μας καθιστά ακαριαία μαγνητισμένους. Η ηθοποιός εισβάλλει στη σκηνή ανάμεσα σε σκόρπια χαρτόκουτα (σκηνικό Νίκος Αλεξίου), με το ιδιόρρυθμα πράο εκτόπισμά της, το κοριτσίστικο μέταλλο φωνής, την ανέραστη φιλαρέσκεια μιας ζωντανής κούκλας, και την οργώνει με θαυμαστή ευελιξία πάνω - κάτω μέχρι τέλους, ενόσω ένας προβολέας την κυνηγά επί ματαίω (φωτισμοί Ν. Αλεξίου).
«Μπορεί και να μη γίνει καθόλου παράσταση, κακώς σας περάσανε μέσα», μας αιφνιδιάζει η μοδίστρα «που δεν είναι μοδίστρα, αλλά ράβει ρούχα για κούκλες και μικρά κορίτσια». Ολος ο μονόλογος είναι ένας νοερός τσακωμός της με μια «στρίγκλα» πελάτισσα «με σουβλερά νύχια». Ενδιάμεσα, σε ύφος συνωμοτικό ή εκνευρισμένο, μοιράζεται μαζί μας τους στοχασμούς της για τον πλανήτη, τους οδηγούς («βρωμερά όντα. Οσο περισσότερες ώρες κάθεται κανείς στο τιμόνι τόσο πιο ελεεινός γίνεται»), το μίσος («απαιτεί σπιρτάδα»), τα γλυκά, τις εμμονές της με τον νεκρό, παλιό ένοικο του διαμερίσματος που τη γυροφέρνει, συμπυκνωμένος σε σκαθάρι («και μη φανταστείτε πως είμαι καμιά τρελή που μιλάει με τις χαλκομανίες στο τζάμια»), τον θάνατο («αυτός ο βραχνάς των ζωντανών»).
Το μοναχικό παραλήρημα πετάγεται από ένα θέμα σε άλλο, με «ερασιτεχνικές» τραγουδιστικές (μουσική σύνθεση Στέλλα Γαδέδη) και χορευτικές ανάπαυλες (χορογραφία Μαριέλα Νέστορα), μέχρι την απρόσμενη κορύφωση. Ενα χυδαίο, λυτρωτικό υβρεολόγιο («άντε γαμήσου, ξεσκισμένη καριόλα!»), όπου η κόσμια κυριούλα φτύνει τις άγνωστες λέξεις σαν εγγαστρίμυθη, με μανία, λες και τακτοποιεί επιτέλους τους λογαριασμούς της με ένα βαρίσκιωτο παρελθόν («οι γονείς μου δεν με αγαπούσαν»)...
Παράσταση και κείμενο ακροζυγίζονται ανάμεσα στον ρεαλισμό μιας αυθεντικής πραγματικότητας -πώς μοιάζει η ζωή εκεί έξω;- και στη θεατρική διόγκωση. Γλώσσα προφορική, ανεπιτήδευτη. Υπάρχει μια αβίαστη αγαθότητα σε ερμηνεία και σκηνοθεσία (Α. Κοκκίνου) και τρέλα και μια αίσθηση πρόβας και αυτοσχεδιασμού. Αρετές άμεσες.
Υπάρχει, όμως, και μια αμφιβολία που πυκνώνει βαθμιαία, σαν η ηθοποιός να μην έχει τον πλήρη έλεγχο του ταλέντου της, σαν να πασχίζει να διαχειριστεί τα προσθετικά ποδιών και σώματος και ένα μακρύτατο κείμενο με αδυναμία στις λεπτομέρειες. Εναν μονόλογο που, μετά το αρχικό ελκτικό ξάφνιασμα, φυλλορροεί σιγά σιγά σε ανόρεχτο κουβεντολόι, ανακυκλούμενο και υπνωτιστικό, βυθίζοντας και την ηθοποιό στον εαυτό της, έτσι που είτε αφαιρείται, οπότε ο υποβολέας αποδεικνύεται πολύτιμος -η διπλανή μου σκέφτηκε πως ήταν χαριτωμένο μέρος της παράστασης- είτε μόλις που ακούγεται. Μια έξοχη ηθοποιός σε αμηχανία και μάλλον μια πρόωρη πρεμιέρα. Πράγματα που διορθώνονται. *

[Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ, Ελευθεροτυπία 2, 21/06/2008]

No comments: