[ΘΥΜΕΛΗ, Ριζοσπάστης, 18/6/2008]«Οιδίπους Τύραννος»
Παγκόσμιο «μνημείο» της τραγικής ποίησης, «μνημείο» που διεκτραγωδεί την αιμομεικτική καταγωγή αλλά και την αιματηρή κοινωνική πορεία του ανθρώπινου γένους, ο σοφόκλειος «Οιδίπους Τύραννος» θα παραμένει εσαεί «τροφός» όχι μόνον της ποιητικής και θεατρικής τέχνης, αλλά και της φιλοσοφίας, της ιστορίας της ανθρωπότητας, της κοινωνιολογίας, της ψυχανάλυσης. Ανεξάντλητος «τροφός» του πνεύματος και της ψυχής κάθε ανθρώπου, κάθε φορά, και όσες φορές ένας άνθρωπος διαβάσει, ακούσει, ή δει αναπαραστημένο αυτό το οικουμενικό κειμήλιο του λόγου. Μια ακόμη απόδειξη της ανεξάντλητης πνευματικότητας, του ανυπέρβλητου ποιητικού κάλλους και της ψυχαναλυτικής δύναμης αυτής της σοφόκλειας τραγωδίας αποτέλεσε η με μορφή θεατρικού αναλογίου «ανάγνωση» - ερμηνεία της από την Ασπασία Παπαθανασίου (στο «Σχολείον», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών), με μέγιστο στήριγμά της την αρμόζουσα στα μεγέθη του πρωτοτύπου, θαυμαστού ποιητικού αισθήματος, μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη. Τραγωδός, με μακρόχρονη ερμηνευτική αλλά και θεωρητική - ερευνητική αφοσίωση στο είδος και στις τεράστιες και πολύπλευρες ερμηνευτικές απαιτήσεις του, με μοναδική, ακάματη και εφ' όρου ζωής ασκούμενη, γι' αυτό και αγέραστη τεχνική εκφοράς του ποιητικού λόγου, ώστε να υπηρετούνται ταυτόχρονα το πνεύμα, το ήθος, η ρυθμοποιία και τα νοήματά του, άνθρωπος και ηθοποιός με μεγάλη πνευματικότητα, η Ασπασία Παπαθανασίου, «διαβάζοντας» ολόκληρη την τραγωδία απέδειξε πολλά. Τη μεγάλη τέχνη και πνευματικότητά της. Το πόσο σύγχρονη, προσαρμοσμένη στις σημερινές υποκριτικές αντιλήψεις, ηθοποιός είναι, αλλά και τη «μαεστρία» της ώστε η απλότητα και φυσικότητα του λόγου να μην καταντά πεζολογία, αλλά να προβάλλει πλήρως το τραγικό μέγεθος, το ποιητικό ήθος και τη ρυθμοποιία του πρωτοτύπου. Το αναλόγιο της Α. Παπαθανασίου αντανακλούσε και μετέδιδε στο θεατή την απόλαυση, την ψυχοπνευματική «ευλογία» που προσφέρει η αναγνωστική επικοινωνία με μεγάλα πνευματικά δημιουργήματα. Συντελεστές του εγχειρήματος ήταν ο Νίκος Ξανθούλης, με την ατμοσφαιρική σύνθεση και μουσική συνοδεία του, η Ερση Δρίνη (κοστούμι, σκηνικός χώρος) και ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος (φωτισμοί).
«Αμλετ», από το «The Wooster Group»
Οπως στα πάντα, έτσι και στην τέχνη του θεάτρου, δεν υπάρχει παρθενογένεση. Κάθε παράσταση, κάθε σκηνοθετική, σκηνογραφική, υποκριτική δημιουργία, όσο πρωτότυπη και να φαντάζει, στην πραγματικότητα είναι ένα παλίμψηστο. Αν ξυστεί η επιφάνειά της, θα αποκαλυφθούν μία ή και πολλές προηγούμενες δημιουργίες, κάποιες από τις οποίες μπορεί να αποτέλεσαν «σταθμό» στην εποχή τους και «πρότυπο» για επόμενες. Δημιουργίες, που είτε την επηρέασαν δημιουργικά, είτε στήριξαν τη δική της καλλιτεχνική προσπάθεια, είτε τις μιμείται για να συγκαλύψει τη δική της καλλιτεχνική ανεπάρκεια, είτε τις επικαλείται για να τις κρίνει, βάσει των δικών της ιδεολογο-αισθητικών αναζητήσεων. Είτε το ομολογεί είτε όχι, κάθε δημιούργημα και κάθε δημιουργός της κάθε εποχής, για να δημιουργήσει «μαθητεύει» με προηγούμενα, παλιότερα πρότυπα. Αλλοτε τα αφομοιώνει δημιουργικά, άλλοτε απλώς τα μιμείται. Κι άλλοτε, ο «μαθητής» μπορεί και να «σκοτώσει» το «δάσκαλό» του, να αμφισβητήσει και να υπερβεί το δίδαγμά του. Η τελευταία από αυτές τις εκδοχές, ίσως, «υπαγόρευσε» την ενδιαφέρουσα παράσταση του νεοϋορκέζικου θιάσου «The Wooster Group» (στο θέατρο της Πειραιώς 260), υπό τον τίτλο «Αμλετ», με αφετηρία, όμως, όχι το σαιξπηρικό δράμα αυτό καθαυτό, αλλά την τολμηρά εκσυγχρονιστική για την εποχή της (1964) παράσταση του έργου στο «Μπροντγουέι», σε σκηνοθεσία του Τζον Γκίλγουντ, με λιτά σκηνικά και σύγχρονα κοστούμια και με πρωταγωνιστή τον «σταρ» Ρίτσαρντ Μπάρτον. Παράσταση, της οποίας η κινηματογράφηση έδωσε την ιδέα και αποτέλεσε τη βάση της θεατρικής περφόρμανς της σκηνοθέτριας του νεοϋορκέζικου θιάσου Ελίζαμπεθ Λεκόντ. Η Λεκόντ χρησιμοποίησε χαρακτηριστικές σκηνές της κινηματογραφημένης παράστασης του Γκίλγουντ ως «υπόστρωμα» της περφόρμανς. Οπως κινούνταν και ό,τι έδειχναν οι κινηματογραφικές λήψεις της παράστασης του Γκίλγουντ, όπου και όπως μιλούσαν, κινούνταν και χειρονομούσαν ο Μπάρτον και οι άλλοι ηθοποιοί του Γκίλγουντ, αυτό ακριβώς, και εμφαντικά, μιμούνταν οι ηθοποιοί της Λεκόντ. Στόχος της παράστασης της Λεκόντ, με χρήση ταυτόχρονων βιντεοκαταγραφών και άλλων τεχνολογικών μέσων, δεν ήταν να διατυπώσει μια δική της «ερμηνεία» του σαιξπηρικού έργου, αλλά να φέρει τους ανθρώπους του θεάτρου αντιμέτωπους με τα ζητήματα της τέχνης τους, να αποκαλύψει στους θεατές τα «μυστικά», τα διάδοχα παλίμψηστα του θεάτρου και της τέχνης του μίμου-ηθοποιού, αλλά και να καταδείξει την αισθητική απόσταση μεταξύ του θεάτρου της εποχής του Γκίλγουντ και του σημερινού «μεταμοντερνισμού». Η ενδιαφέρουσα, ευρηματική σκηνοθετική ιδέα, που υλοποιήθηκε από όλους τους ηθοποιούς της ομάδας, με αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις τους σε διάφορους ρόλους, ευεργετήθηκε από τη μεγάλη μιμητική αλλά και υποκριτική ικανότητα του Σκοτ Σέφερντ (Αμλετ).
«Το περίπτερο με τις παιωνίες», με την κινεζική όπερα «Κουν»
Οι μακραίωνες παραδόσεις του κινεζικού θεάτρου καλλιέργησαν 360, περίπου, είδη όπερας, μιας τέχνης που συνθέτει σε ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο τη μουσική, το τραγούδι, τη χορευτική κίνηση και την ακροβασία. Μεταξύ των 360 ειδών, και ίσως το αρχαιότερο, είναι η όπερα «Κουν Τσου». Κάποιες μελωδίες της ανάγονται στα χρόνια 1810 π.Χ. - 907 μ.Χ., στα χρόνια της δυναστείας των Σινγκ (960-1279 μ.Χ.), ενώ στα χρόνια των Μινγκ (1368-1644) επηρέασε όλα τα κινεζικά οπερατικά είδη. Ο Ιαπωνικός πόλεμος ανέκοψε την πορεία της, καθώς διαλύθηκαν οι θίασοι που την καλλιεργούσαν. Μετά τον πόλεμο αυτό, κυρίως στη δεκαετία του 1950, «έγινε μια συστηματική προσπάθεια αναβίωσης του είδους, με καρποφόρα αποτελέσματα. Για να πετύχουν το ξαναζωντάνεμά του, χρειάστηκε να προσαρμόσουν την ιδιότυπη γλώσσα του τύπου αυτού στην καθομιλουμένη και να την κάνουν κατανοητή στο λαό, αλλά και να περικόψουν και να συμπτύξουν τα έργα που αποτελούνταν πολλές φορές από 51 πράξεις και των οποίων η αναπαράσταση απαιτούσε εφτά ολόκληρες ημέρες», όπως επισήμανε στη μελέτη του (μετά από μακρόχρονη επιτόπια έρευνα), «Το Θέατρο της Κίνας», ο σκηνοθέτης Τάκης Μουζενίδης, ο οποίος παρακολούθησε σειρά μαθημάτων στη δραματική σχολή «Κουν Τσου» της Σαγκάης και παράσταση ενός παραδοσιακού έργου του είδους αυτού. Είδος που διακρίνεται για τη μουσικότητα, την απαλότητα των μελωδιών του, τη λυρική θεματολογία του, τη λιτή αλλά και εκλεπτυσμένη αισθητική του. «Κειμήλιο» της όπερας «Κουν Τσου» είναι το έργο του Ταν Σιάτσου (1550-1616) «Το περίπτερο με τις παιωνίες», το οποίο σε συμπτυγμένη διασκευή (Πάι Σιεν Γιουν), χωρισμένη σε τρία μέρη (με μια παράσταση για κάθε μέρος, η υπογράφουσα είδε μόνο το δεύτερο μέρος), με έξοχης καλαισθησίας σκηνοθεσία (Γουέν Γκουόσεν), πανώρια κοστούμια (Γουάν Τουν-Τσεν Γιουν-νι), λιτότατο σκηνικό (Γουάν Μέντσαο), τελειοθηρική χορογραφία (Γου Σούτζουν-Πα Πεϊλίν) παρουσίασε το Φεστιβάλ Αθηνών (Μέγαρο Μουσικής). Το έργο είναι μια λυρική αλληγορία για την αλληλοτροφοδοτική σχέση μεταξύ του έρωτα και της δημιουργίας. Ενας ευφάνταστος μυθοπλαστικά ύμνος για τη ζωή, τον έρωτα, την αναστάσιμη δύναμη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ενα υπέροχο ποιητικό δημιούργημα. Ενας φοιτητής εμπνέεται ποιητικά από την κοπέλα που εικονίζει μια ζωγραφιά. Μια 16χρονη κοπέλα διαβάζοντας τα ποιήματα του άγνωστού της φοιτητή, πεθαίνει ερωτοπλανταγμένη γι' αυτόν. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στον αρχαιοελληνικό μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, η Λίνιαν Ντου «επιστρέφει» στη γη για να σμίξει με τον αγαπημένο της Μένγκμεϊ Λιου. Η ομορφιά και η δύναμη της ποίησης και του έρωτα νικούν το θάνατο, ανασταίνουν την κοπέλα και δοξάζουν τη ζωή. Αλλά και η παράσταση, με τους τέλειας παιδείας και τεχνικής, πολύπλευρα απαιτητικές (φωνητικά, τραγουδιστικά, χορευτικά, χειρονομιακά, ακροβατικά) ερμηνείες όλων των ηθοποιών λάμπρυνε αυτό το «κειμήλιο» της όπερας «Κουν». Κρίμα που η υπέροχη αυτή δημιουργία, λόγω υπέρογκου κόστους του εισιτηρίου, απευθύνθηκε μόνο στα εύρωστα βαλάντια...
No comments:
Post a Comment