Tuesday, June 17, 2008

Ο «ΑΜΛΕΤ» ΑΠΟ ΤΟ WOOSTER GROUP

http://blog.nj.com/entertainment_impact_arts/2007/10/large_hamlet.jpg

Ο Αμλετ και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον
Δυο ματιές στο «πειραγμένο» σαιξπηρικό έργο, που παρουσίασε η Ελίζαμπεθ Λε Κοντ στο Φεστιβάλ Αθηνών

Πριν από δύο χρόνια, η νεοϋορκέζικη πειραματική θεατρική ομάδα The Wooster Group υπό την Ελίζαμπεθ Λε Κοντ είχε διχάσει το αθηναϊκό κοινό με την άκρως πρωτοποριακή παράσταση της «Φαίδρας» του Ρακίνα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς 260. Φέτος, από τις 13 έως τις 16 Ιουνίου, και πάλι στον ίδιο χώρο, το «έργο» επαναλήφθηκε. Το Wooster Group παρουσίασε έναν «Αμλετ» θεατρικό αλλά και με έναν ιδιότυπο τρόπο, κινηματογραφικό: Η Λε Κοντ αποδομεί το σαιξπηρικό κείμενο για να το ανασυνθέσει μέσα από την κινηματογραφική εκδοχή των σερ Τζον Γκίλγουντ - Ρίτσαρντ Μπάρτον. Το αποτέλεσμα, για μια ακόμη φορά, δίχασε το κοινό. Κάποιοι αποχώρησαν στα μισά. Η ίδια η Λε Κοντ λέει ότι είναι συνηθισμένη σε κάτι τέτοια…

http://www.realtimearts.net/data/images/art/11/1188_macgregor_wooster.jpg

Ευφυής σχολιασμός της σύγχρονης κοινωνίας

Το κλίμα της αναμονής είχε ήδη καλλιεργηθεί. Τα εισιτήρια για τις τέσσερις παραστάσεις του «Αμλετ» από το Wooster Group είχαν εξαντληθεί. Τα σκηνικά προϊδέαζαν για το τι θα επακολουθούσε: σκόρπιες μικρές οθόνες plasma, μια τεράστια οθόνη στη μέση, ένα περιβάλλον τεχνολογικού εργαστηρίου, κυρίαρχο το γκρίζο χρώμα της μη ζωής.

Η παράσταση ξεκίνησε και η πρώτη έκπληξη δεν άργησε. Οι ηθοποιοί της Ελίζαμπεθ Λε Κόντ έπαιζαν το κλασικό σαιξπηρικό έργο, πατώντας στα βήματα, στις κινήσεις, στις εκφράσεις των ηθοποιών του κινηματογραφικού Αμλετ του 1964, με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Στην αρχή ο θεατής γοητεύεται από αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι «ξεπατικώματος» του ίδιου έργου, με άλλα μέσα. Σιγά σιγά, όταν ήδη έχουμε συνηθίσει το εύρημα, μας δίνεται χρόνος να δούμε και άλλες πτυχές του γοητευτικού εγχειρήματος.

Ετσι, παρούσα στη σκηνή είναι η παράδοση του μύθου, της τέχνης, η παράδοση εν γένει και η διαδρομή της. Ο Αμλετ του Μπάρτον ήταν ασπρόμαυρος, αυστηρός, δωρικός, λιτός. Ο Αμλετ της Λε Κοντ είχε υπερβολή, επιδεικτικά κοστούμια, κινητικούς ηθοποιούς, άλλo τόνο στην εκφορά των ίδιων λέξεων. Η κυριαρχία της τεχνολογίας ήταν πανταχού παρούσα. Οθόνες, κάμερες, διαφορετικές λήψεις της τρέχουσας παράστασης, ενσωματωμένα μικρόφωνα στους ηθοποιούς.
Το μόνο κοινό με τον παλαιότερο Αμλετ, η κίνηση και ο λόγος. Και αυτός ρημαγμένος, ελλειπτικός. Ακριβώς όπως και η μετάφραση. Σπαράγματα. Η Ελίζαμπεθ Λε Κοντ βρήκε έναν ευφυή τρόπο να σχολιάσει τη σύγχρονη κοινωνία. Της τεχνολογίας, της βίαιης επιθετικότητας, του εκκωφαντικού θορύβου, του ελλειπτικού λόγου, της υπερβολής, της επίδειξης, του αδιεξόδου. Και μέσα σ’ όλα αυτά ισχυρός παραμένει ο μύθος. [Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 18/6/2008]
http://www.observer.com/files/imagecache/article/files/Heilpern-Hamlet1H.jpg

Είχα κάθε λόγο να παρακολουθήσω τον «Αμλετ» της Ελίζαμπεθ Λε Κοντ και του διάσημου πια Wooster Group: τον περασμένο Απρίλιο είχα επισκεφθεί το νεοϋορκέζικο θέατρο στο Σόχο, είχα συνομιλήσει με την ίδια τη Λε Κοντ, καθώς και με έναν από τους ηθοποιούς της, τον Ελληνοαμερικανό Αρη Φλιάκο, ο οποίος υποδύεται (κυρίως) τον Κλαύδιο. Ηταν μια απολαυστική (για μένα) συνομιλία, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην βρεθώ στην Πειραιώς 260. Οι εντυπώσεις; Ενα άκρως ερεθιστικό, γαργαλιστικό εύρημα - όχι a play within a play, όπως στο κλασικό έργο του Σαίξπηρ, αλλά a film within a play: η ασπρόμαυρη ταινία του 1964 με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, όχι μόνο ως φόντο στη σκηνή, αλλά ως ένα ακόμα επιπλέον επίπεδο «ανάγνωσης» του έργου.
Το φάντασμα του Μεγάλου Βάρδου -ή του πατέρα του Αμλετ- έδινε τη θέση του στο φάντασμα του Μπάρτον - έτσι όπως έντεχνα εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν από την οθόνη, στην «πειραγμένη» εκδοχή της Λε Κοντ. Τότε, η Αμερικανίδα καλλιτέχνις μού είχε πει ότι «άλλη η γλώσσα του Σαίξπηρ, άλλη η δική μας, των Αμερικανών. Το κανάλι μας προς αυτόν γίνεται έτσι ο Μπάρτον». Ωραία ιδέα - πλην όμως: παρά την καλή αίσθηση του χιούμορ, τις έξοχες ερμηνείες, την απίστευτη συνολική δουλειά, το εύρημα εξαντλείται στα πρώτα λεπτά της παράστασης και περιορίζεται στη φόρμα αφήνοντας το περιεχόμενο απ’ έξω. Από ένα σημείο κι έπειτα, είχα την αίσθηση ότι δεν πήγαινε πουθενά. Ισως για έναν ηθοποιό και έναν σκηνοθέτη η παράσταση να ερεθίζει με έναν ειδικό τρόπο. Αυτή η εξοντωτική αυτοαναφορικότητα όμως εξαντλεί τον απλό μα υποψιασμένο θεατή, ενώ παρά την ένταση όλων των ηθοποιών κάτι δραστικό χανόταν από το σαιξπηρικό δέος. Οχι «πολύ κακό για το τίποτα», μα το ανατρίχιασμα δεν συνέβη... [Του Ηλια Μαγκλινη, Η Καθημερινή, 18/6/2008]

No comments: