Κέρδισα το δικαίωμα να ζω με τ’ όνειρό μου
Η Μίνα Αδαμάκη, με 35 χρόνια θεατρικής πορείας,
μιλάει για τους μικρούς και μεγάλους σταθμούς της και το απωθημένο της
με το δράμα
- Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 8 Mαϊου 2011
Ξεκίνησε τον καιρό των ομάδων, ξεχώρισε τα χρόνια του Ελεύθερου
Θεάτρου και της Ελεύθερης Σκηνής και καθιερώθηκε στο ευρύ κοινό
τηλεοπτικά με τις «Τρεις Χάριτες», την εποχή που δεν είχε συσκευή για να
βλέπει ούτε τον εαυτό της.
Η Μίνα Αδαμάκη, η οποία έβαλε στόχο τη
Νομική Αθηνών προκειμένου να φτάσει διά της πλαγίας οδού στη σκηνή
επειδή αγαπούσε το δράμα, επί 35 χρόνια έκανε τους κύκλους της στο
ελεύθερο θέατρο και όσο κι αν έκλαψε για να το αποδεχθεί, ξεχώρισε στην
κωμωδία. Την τελευταία δεκαετία, πάντως, βρήκε αυτό που αναζητούσε από
μικρή. Κλασικά έργα, όπως έγινε με τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ
και τη Γουίνι και όταν δεν παίζει η ίδια, σκηνοθετεί συναδέλφους της.
Χτίζει παραστάσεις. Από τη σκηνοθεσία και τη μετάφραση μέχρι τη μουσική.
Αυτό έκανε και πρόσφατα.
Το έργο του Στρίντμπεργκ «Δεσποινίς
Τζούλι», που σκηνοθέτησε στη ρηξικέλευθη διασκευή του Πάτρικ Μάρμπερ με
πρωταγωνιστές τους Μαρία Σολωμού, Μάξιμο Μουμούρη και Τζωρτζίνα
Παλαιοθοδώρου, θα παίζεται στο «Τόπος Αλλού» ώς τις αρχές Ιουνίου. Ο
ανελέητος πόλεμος αρσενικού και θηλυκού, αλλά και των τάξεων,
τοποθετημένος σε μια εποχή έντονων συγκρούσεων και αλλαγών, κάνει τη
διαφορά, αφού ο Μάρμπερ τοποθέτησε το έργο στο 1945, τη βραδιά που το
αγγλικό Εργατικό Κόμμα κέρδισε τις πρώτες μετά τον πόλεμο εκλογές. Με
έντονα πολιτικό χαρακτήρα, η Τζούλια της ταιριάζει στα δικά μας αδιέξοδα
λέει η Μ. Αδαμάκη, που κάτι ξέρει από χαμένα όνειρα και ιδεολογικές
διαψεύσεις.
- «Και μόνος κάνεις πράγματα»
«Δεν
νομίζω ότι θα βγούμε από τη μαυρίλα και δεν ξέρω αν θα προλάβουμε να
βρούμε το όνειρο και την αθωότητα. Δεν υπάρχει ιδεολογικός πόλος έλξης
που να δίνει προοπτική, έτσι ο καθένας δίνει τη δική του ερμηνεία. Με
στενοχωρεί ότι η Aριστερά που πίστεψα, η οποία έβλεπε ένα δημοκρατικό
κόσμο και ένα σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, δεν έπεισε. Και κατέληξα
πια ότι δεν ήμαστε άξιοι γι’ αυτόν τον στόχο, από την ηγεσία ώς τους
οπαδούς», λέει για τις διαψεύσεις της στην πολιτική. Για το θέατρο,
πάντως, στο οποίο μπήκε «παρανόμως», δεν χάνει το κέφι της. Συνέχεια την
κερδίζουν νέα πράγματα. Στο λιτό σαλόνι του καλόγουστου, με ωραία παλιά
κομμάτια, σπιτιού της στο Παγκράτι, με την αγαπημένη της γάτα να
απολαμβάνει τα χάδια της, η Μίνα Αδαμάκη μιλάει για τη δεκαετία της που
άρχισε από το 2000. Μπορεί να μην έχει το συλλογικό αίσθημα της εποχής
που ξεκίνησε όταν θεωρούσε μύστη της τον Κάρολο Κουν, αλλά: «Kαι μόνος
κάνεις πράγματα».
Το
διάβασμα. Αυτό άνοιξε τους ορίζοντές της από 13 ετών. «Δεν μπορούσα να
ξεκολλήσω από τα βιβλία. Κάποια στιγμή, είδα μια παράσταση του Κουν στην
οποία είχα πάει με την αδερφή μου (τη σοπράνο Λίλα Αδαμάκη) και τον
Γιάννη Φάτση. Είδαμε τα μονόπρακτα του Τσέχοφ («Αρκούδα», «Επέτειος»,
«Αίτηση σε γάμο») με τον Λαζάνη, τη Ζαβιτσιάνου, τη Σώκου... Είχα
τρελαθεί. Επιστρέφοντας σπίτι, άρχισα να παίζω ό, τι είχα δει. Ολη μου
την εφηβεία την θυμάμαι πάνω σε βιβλία. Δεν πήγαινα σε πάρτι, δεν
διασκέδαζα όπως οι άλλοι. Ακόμη και τη μουσική της γενιάς μου, τη ροκ,
την ανακάλυψα μετά».
Σύντομα, η σχολή του Κουν έγινε το καταφύγιό
της. Μόνο που δεν τα βρήκε όπως ακριβώς τα είχε υπολογίσει. Εκείνη
ονειρευόταν δράματα, αλλά της έδιναν κωμωδίες. «Eκλαιγα, τους έλεγα “εγώ
θέλω να παίξω τη Νίνα’’ από τον “Γλάρο’’ κι εκείνοι γελούσαν. Aργησα να
καταλάβω πώς παίζεται η κωμωδία και να αισθανθώ μέσα μου ένα δρόμο
κωμικό. Κυρίως να συνειδητοποιήσω ότι και σαν φιγούρα έβγαζα αυτά τα
στοιχεία».
Oταν πια τελείωσε τη σχολή του Θ. Τέχνης, ένας φίλος
του πατέρα της αποφάσισε να μεσολαβήσει στους δικούς της: «Mην
ανησυχείς, θα τους το πω εγώ». Η μητέρα μου θρηνούσε, ο πατέρας δεν
αποδέχθηκε ότι η κόρη του μπήκε στη Νομική αλλά διάλεξε τη σκηνή. Μέχρι
το τέλος, δεν με είδε ποτέ στο θέατρο. Εμπορικός αντιπρόσωπος γεωργικών
μηχανημάτων σε όλη τη Θεσσαλία, δεν είχε σχέση με την τέχνη. Η μητέρα
τραγουδούσε ωραία, λάτρευε το πιάνο και τη μουσική. Στο Τέχνης, όταν με
πήραν στη σχολή ένιωθα σαν να ’μαι πάνω σε ροζ σύννεφα».
Oμως,
πέντε χρόνια αργότερα, άλλαξε πλεύση. Ο κόσμος έβραζε και όλοι
αναζητούσαν κάτι διαφορετικό. Aρχισε να αισθάνεται απομονωμένη. Ο
Λαζάνης ήταν από τους πρώτους που το κατάλαβε: «Μίνα, είσαι μαζί μας;»,
με ρώτησε κάποια στιγμή». Hθελα να πάρω τις αποστάσεις μου από την
Αθήνα. Είχα μια ιδεαλιστική άποψη για τα πράγματα, την τέχνη, τους
ανθρώπους. Αυτό όμως υπήρχε μόνο στα βιβλία που με διαμόρφωσαν, στη ζωή
δεν υπήρχε το ιδεατό που αναζητούσα. Eνιωθα μια απώθηση και ήθελα να
φύγω, ένα σφίξιμο». Eτσι, έφτασε στο Λονδίνο όπου σπούδασε κουκλοθέατρο
και παντομίμα. «Επαναπροσδιορίστηκα. Με έπιασε όμως τέτοια νοσταλγία και
αγάπη για τη χώρα μου και τη γλώσσα της, που δεν με κρατούσε τίποτε.
Eκτοτε, μου έμεινε. Eχω μια διαρκή νοσταλγία για τον τόπο μου».
Επιστρέφοντας,
έφτιαξαν με τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Νίκο Αρμάο τη «Θεατρική
Συντεχνία» και έτσι πορεύτηκε ώς το 1978. «Ηταν η εποχή που όλοι
στρεφόμασταν στην παράδοση, το λαϊκό θέατρο». Στο μεταξύ, αποδέχεται την
πρόταση της Ξένιας Καλογεροπούλου να παίξει παιδικό θέατρο. Εκεί
συνάντησε τον Στ. Φασουλή, την Αν. Παναγιωτοπούλου, τον Μ. Χρυσομάλλη
και γρήγορα ακολούθησε το Ελεύθερο Θέατρο και την Ελεύθερη Σκηνή, τη
«δεύτερη εφηβεία μου». Είχε αποδεχθεί πια ότι ανήκει στην κωμωδία και σε
αυτήν πορεύθηκε ώς το 1986.
- Δεν παραχωρήθηκα στη δημοσιότητα
Οσο
και αν τη θαύμασαν και τη χειροκρότησαν στην επιθεώρηση, οι «Τρεις
Χάριτες» την έβαλαν στα σπίτια μας. «Τα κείμενα των Μιχάλη Ρέππα και
Θανάση Παπαθανασίου ήταν ευρηματικά, φρέσκα, με ρόλους και χαρακτήρες
που γράφτηκαν πάνω μας. Σαν καινούργια μονόπρακτα κάθε φορά». «Τεράστια
επιτυχία που κάπως με σοκάρισε». Η νέα δεκαετία που άρχιζε μαζί με τη
σειρά έφερε στο προσκήνιο και τη νέα ιδεολογία. Το λάιφ στάιλ και τους
εκφραστές του. «Μπορεί να έπαιξα στην τηλεόραση και το θέατρο των
μεγάλων χώρων του κέντρου, το εμπορικό όπως το έλεγαν, ωστόσο τα
αντιμετώπισα μέσα από το δικό μου πρίσμα. Εκανα τη δουλειά μου, δεν
ξεκατινιάστηκα. Δεν έτρεχα σε πάρτι, δεν παραχωρήθηκα στη δημοσιότητα. Ο
κόσμος μου μίλαγε στον δρόμο, τα παιδιά μου ζητούσαν αυτόγραφο, αλλά
δεν έκανα κάτι για να με γνωρίσουν. Εγινε ερήμην μου. Με έβλεπαν στον
φακό, αλλά δεν έγινα μαϊντανός».
Και όταν καταλάγιασε κάπως ο
θόρυβος άρχισε να αναζητεί τη γοητεία της αρχής. Από το 2000 και μετά
γύρισε σελίδα με την «Πτεροδάκτυλη», στο θέατρο και τη Βαρβάρα
Μαυρομμάτη, ύστερα το «Τρίτο στεφάνι» που έκανε μονόλογο με τη βοήθεια
του Νιάρχου, τις «Ευτυχισμένς μέρες» του Μπέκετ με τον Ερρίκο Λίτση σε
σκηνοθεσία Εκτορα Λυγίζου, αλλά και τις πρώτες της σκηνοθεσίες
αρχίζοντας από τον Πίντερ.
Τι της δίνει το θέατρο; «Την ευκαιρία
της εξομολόγησης». Απωθημένο της είναι το γράψιμο αλλά αυτολογοκρίνεται.
Δεν έχει υπομονή. Ούτε για τη μουσική. «Τη γνωρίζω καλά αλλά δεν
κατάφερα να μάθω ούτε ένα μουσικό όργανο, κι ας είχαμε πιάνο στο σπίτι
εξ αιτίας της αδερφής μου. Εκείνη έγινε μεγάλη σοπράνο, κι εγώ στο μόνο
που κατάφερα να έχω υπομονή είναι το θέατρο». Οι γνωστοί της λένε πως
«είναι λίγο φευγάτη». «Αν και έχω πια αρκετή επαφή με την
πραγματικότητα, με διακρίνει μια τάση φυγής. Παραμυθία μου είναι το
όνειρο» παραδέχεται η ίδια.
- «Το πρόβλημά μας είναι βαθιά ηθικό»
Τη
ρωτάω τι έχασε και τι κέρδισε αυτά τα 35 χρόνια. «Κέρδισα το δικαίωμα
να ζω με το όνειρό μου». Δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε παιδιά, δεν φαίνεται
όμως να ανήκει στους πιστούς αυτών των σχέσεων. «Ο γάμος με φόβιζε. Σε
αυτόν έβλεπα πάντα τον ζυγό. Τρεις φορές έφτασα κοντά, αλλά ξέφυγα. Τα
παιδιά μού αρέσουν πολύ, αλλά η ευθύνη με πανικόβαλλε. Δεν είμαστε όλοι
ούτε έτοιμοι ούτε ικανοί. Αλλά έτσι κι αλλιώς ο χρόνος πέρασε».
Πατώντας
γερά στα 60, βάζει άλλους στόχους. «Δεν έχω αγωνία να πείσω. Ούτε έχω
άγχος. Μπορεί να αργήσει αλλά κάτι θα έρθει. Σήμερα ανεμελιά δεν βλέπω.
Το πηγάδι μοιάζει απειλητικό για όλους. Βλέπεις το πρόβλημα δεν είναι
σημερινό. Δάνεια, χρέη, διαπλοκές, πάνω τους χτίστηκε το νέο κράτος. Τα
πρόβλημά μας είναι βαθιά ηθικό, όπως η κρίση. Η τέχνη είναι παρηγοριά.
Δεν δίνει άμεσες λύσεις, αλλά βοηθάει να ονειρευτείς και να σκεφτείς».
Τη
ρωτάω αν βιώνει τη μοναξιά. Υπάρχουν δύο μοναξιές μου λέει στοχαστικά:
«Αυτή που επιλέγεις και αυτή που σου επιβάλλεται. Η δεύτερη είναι σκληρή
και ευτυχώς δεν την έχω νιώσει». Μόνη λοιπόν, «αλλά γύρω μου έχω
πολλούς» με διορθώνει. «Η μοναξιά σε κάνει να βρίσκεις τον εαυτό σου και
να είσαι εφευρετικός».
No comments:
Post a Comment