Sunday, May 8, 2011

Απεγνωσμένη υποψηφιότητα στη θέωση


Τι θεός και τι μη θεός, όταν στο ανάμεσό τους σανιδώνει το γκάζι της τεχνολογίας

  • Του Γιαννη Bαρβερη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 8 Mαϊου 2011
  • Λένου Χρηστίδη: «Δυο θεοί»
    Σκηνοθεσία: Φώτης Μακρής
    Θέατρο: Νέος Λόγος (studio Μαυρομιχάλη)
Οι δύο «έγκλειστοι» (πού;) του Λένου Χρηστίδη (γενν. 1968), ενώπιον μιας επαπειλούμενης πυρηνικής καταστροφής, και με ακατανίκητο όπλο τους την τεχνολογία, καταγράφουν σε μια δισκέτα όλη την ιστορία της ανθρωπότητας ώστε μετά να τη θάψουν, να μείνουν εκείνοι το απόλυτο είναι κι έτσι να θεωθούν (θυμίζω ότι στο θέατρο του «προγόνου» Μάτεσι επίσης η θέωση έρχεται μέσω του φόνου, έστω και σε εντελώς διαφορετικό φόντο). Μεταμοντέρνα ζωντανός και ευφάνταστος, ο Χρηστίδης παρεμβάλλει ως σκόρπιο υλικό της Ιστορίας οικουμενικές ή και «ντόπιες» εμβληματικές μορφές, που σηματοδοτούν έννοιες και αξίες, κατ’ αυτόν μάλλον καταγέλαστες ή έστω εξόχως αμφισβητήσιμες. Ούτως ή άλλως, όλο το ακραίο, μπεκετικής ομοιότητας παίγνιο του Χρηστίδη τελείται με σαρκασμό, πολλές φορές κατανοητή αηδία αλλά και με νησίδες ανθρωπιάς, καθώς οι φαντασιακοί προϊστάμενοι των δύο εγκλείστων μετέχουν στο τέλος μιας αίτησης συγγνώμης κι ακόμα μιας εναγώνιας κραυγής της γυναίκας - δεσμοφύλακα ως προς το μέλλον των παιδιών της.

  • Βράβευση
Το τετράπρακτο έργο τιμήθηκε, καθόλου άδικα, το 1999 με το «Βραβείο Κουν» για νεοελληνικό έργο και πρωτοπαίχτηκε τότε σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Στον Χρηστίδη, παρά την κάπως ζαλιστική γραφή του, βραβεύτηκε η ισχυρή φαντασία, το συγγραφικό νεύρο και το άφθονο χιούμορ. Ξέρει να μεταπηδά με άνεση από έναν οιστρηλατημένο τεχνολογικό λόγο σε μια γλώσσα καθημερινή, κατορθώνοντας έτσι να υπηρετεί και τα δύο επίπεδα του έργου του. Η εσχατολογική του αγωνία στερείται φρίκης αλλ’ όχι δραματικότητας και τούτο οφείλεται στην ανάλαφρη παιγνιώδη γραφή του.
Η χαμένη ιστορία του κόσμου μας είναι μάλλον για γέλια, φαίνεται να υποστηρίζει κατά προτίμηση η σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή, που κατέγραψε τον προφητικό εφιάλτη της τεχνολογίας και του εκεί εγκλεισμού μας με τους όρους μιας διαλείπουσας κλοουνερί. Σ’ αυτή την κλοουνερί ενέταξε περισσότερο το δικό του παίξιμο, ενώ μια ρεαλιστικότερη, υπογραμμισμένα δραματικότερη υποκριτική ζήτησε και βρήκε από τον Γιώργο Νινιό. Αμφότεροι πάντως πετύχαιναν με άνεση την υφολογική τους αντιμετάθεση. Ο Διονύσης Μανουσάκης μεταμορφωνόταν με ευελιξία, ακρίβεια και γούστο στους τρεις του εναλλασσόμενους ρόλους. Ο Νίκος Βίττης παρακολούθησε με γνώση τα ιστορικά άλματα του κειμένου και ανταποκρίθηκε πολύ εύστοχα στις μουσικές αντιστοιχίσεις. Εξοχη η λύση του Γιώργου Ζιάκα: κρέμασε επιφάνειες πλεξιγκλάς από ψηλά έτσι ώστε και ο θεατής να βλέπει καθαρά τα εκεί προβαλλόμενα βίντεο του Στ. Κοπανάκη, αλλά συνάμα και οι ηθοποιοί να μην «παρενοχλούνται» ή να μην κρύβονται από τις επιφάνειες αυτές.
Ενα μελλοντολογικό μπεκετίζον «τέλος παιχνιδιού», αλλά με ευκρινείς τις ελληνικές υπογραφές συγγραφέως και παράστασης.

No comments: