- ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ, Επτά, Κυριακή 8 Μαΐου 2011
Η έννοια του χρόνου πάντοτε απασχολούσε τον κόσμο του θεάτρου, ίσως περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι, τη δεκαετία του 1960, οι
νέοι, το πρώτο πράγμα που επιχείρησαν ν' αλλάξουν, ήταν τις σχέσεις
χρόνου και θέασης. Αντικρούοντας το σλόγκαν των γονιών τους «ο χρόνος
είναι χρήμα», πέταξαν, μαζί με τα καλοσιδερωμένα ρούχα τους, και τα
ρολόγια και προσπάθησαν να φέρουν τον χρόνο πιο κοντά στους βιολογικούς
και προσληπτικούς τους ρυθμούς. Θα έλεγε κανείς πως ήταν μία προσπάθεια
να επιστρέψει ο χρόνος στη φύση. Χρόνος βιωμένος, προσωπικός,
εγωιστικός. Νεανικές ομάδες, και στις δύο όχθες του Ατλαντικού,
πειραματίζονται με τελετουργικά δρώμενα που τεντώνουν τον χρόνο στο
άπειρο.
Ξαφνικά ο Αντι Γουόρχολ, ο γκουρού της ποπ, αρχίζει να γυρίζει
ταινίες πολύωρες, με μοναδικό στόχο την πλήξη των θεατών. Ο Πίτερ Μπρουκ
ήδη από τη σεξπιρική «Τρικυμία» δοκιμάζει και αυτός τις αντοχές των
χρονικών πλαισίων, με αποκορύφωμα την περίφημη παράσταση της
«Μαχαμπχαράτα», η οποία αρχίζει αργά το απόγευμα στα περίχωρα της
Αβινιόν και τελειώνει την επομένη το πρωί.
Το Ζωντανό Θέατρο δοξολογεί
με τα δρώμενά του την «άναρχη» εμπειρία του γεγονότος («εδώ και τώρα»).
Λίγο αργότερα, ο Ρόμπερτ Γουίλσον αναμειγνύει χρόνους, χώρους και
κουλτούρες, σ' ένα αργόσυρτο σκηνικό σύμπαν όπου κατοικούν ο Προμηθέας, ο
Ηρακλής, η Φαίδρα, η Μήδεια, χωρίς μέριμνα ιεράρχησης σωμάτων ή
δράσεων. Θέατρο ανοιχτό και ατίθασο, που δίνει χρόνο στον θεατή να
ταξιδέψει μαζί του κατά βούληση, να πάρει αυτό που θέλει και να φύγει.
Ο
θεατής είναι ελεύθερος να ζήσει την εμπειρία κάνοντας «διαλείμματα κατά
βούληση» (αυτό ακριβώς που γίνεται και στην τελευταία δουλειά του
Παπαϊωάννου, όπου ο κόσμος μπαινοβγαίνει στην αίθουσα όποτε θέλει).
Κάπως έτσι, ο χρόνος, ως αισθητική κατηγορία και ως βιωμένη εμπειρία,
περίπου ενώνονται, αποκτούν μια άλλη οντότητα. Δράσεις καθημερινές
γίνονται αντικείμενο παρατήρησης, γιατί απλούστατα αρνούνται να
υπηρετήσουν κάποια υπεραφήγηση ή κάποιον «χρονοδιακόπτη». «Φωνάζουν» την
ίδια την αυτονόμησή τους, πράγμα που τις προικίζει με μία ζηλευτή
σκηνική ορατότητα.
Εάν πάρουμε οποιοδήποτε έργο από την κλασική δραματουργία, την
ελισαβετιανή, μέχρι και τη ρεαλιστική δραματουργία των δικών μας Χορν,
Ξενόπουλου, Καμπύση κ.ά., θα δούμε ότι στον πυρήνα της δράσης πρυτανεύει
η λογική της σύγκρουσης, η οποία ξέρουμε ότι, για να λειτουργήσει
αποτελεσματικά, προαπαιτεί ένα καλά ρυθμισμένο ρολόι, που θα φέρει τους
ανταγωνιστές πρόσωπο με πρόσωπο, ώστε να επέλθει η ρήξη και κατόπιν η
πολυπόθητη λύση. Ομως, με αφετηρία τον Φρόιντ, τον Σοσίρ, τον Αϊνστάιν,
τους κβαντιστές κ.λπ. βλέπουμε πολλές βεβαιότητες να καταρρέουν.
Η
καλοκουρδισμένη μηχανή του χρόνου λιώνει (σας παραπέμπω στον πολύ
ενδεικτικό πίνακα του Νταλί) και μαζί της η δυνατότητα του υποκειμένου
να λειτουργήσει μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν του διαθέτει πλέον τις
ασφαλιστικές δικλίδες της αρχής, της μέσης και του τέλους. Οι
πρωταγωνιστές του νέου δράματος χάνονται στις ατραπούς των δικών τους
χρόνων ή σε χρονικές διαστάσεις που πολύ δύσκολα τέμνονται,
απομακρύνοντας έτσι ή αναβάλλοντας συνεχώς το ενδεχόμενο της σύγκρουσης.
Ολα παραμένουν ακάλυπτα και αδιάθετα.
Για να φτάσουμε, αφού περάσουμε πρώτα από το φίλτρο της
μπεκετικής κυψέλης, σ' αυτό που βλέπουμε σήμερα όπου, αντί του
εγκιβωτισμένου χρόνου (που ανήκει στο δραματικό σύμπαν), προβάλλεται
δυναμικά ο κοινός χρόνος θεατή και περφόρμερ: χρόνος ανοικτός,
ατελείωτος. Δώδεκα ώρες ο διασκευασμένος Ντοστογέφκσι, με την υπογραφή
του Στάιν (Φεστιβάλ Αθηνών), 10 ώρες το «Γκαουντεάμους» και 6 ώρες το
«Αδελφοί/Αδελφές» του Ντοντίν (Θεσσαλονίκη, Ενωση Θεάτρων Ευρώπης), 9
ώρες το «Factory» του Λούπα (Βρότλαβ, ευρωπαϊκά βραβεία θεάτρου), ενώ 72
ώρες προβλέπεται να διαρκέσει η παράσταση του «Λεόντιος και Λένα» από
το ουγγρικό σχήμα Maladype. Τα σκήπτρα, βεβαίως, ανήκουν στον γνωστό μας
(και «δικό μας», πλέον) Γουίλσον.
Επτά ολόληρες μέρες διήρκεσε η
παράσταση του «ΚΑ MOUNTain» στο Ιράν, 12 το CIVIL warS και 15 ατελείωτα
λεπτά ο «εκκωφαντικά» βουβός πρόλογος στο έργο του Χ. Μίλερ «Κουαρτέτο».
Σε κάτι τέτοιες δοκιμές το πέρασμα του χρόνου παίρνει διαστάσεις ενός
«βασανιστικού» παρόντος. Το θέαμα δίνει την εντύπωση «κινούμενου
γλυπτού» (δανείζομαι την εύστοχη διατύπωση του Λέμαν) το οποίο, αργά
αργά μετατρέπεται σε «γλυπτό χρόνου», ήτοι σε μία πολυεπίπεδη σύνθεση με
δικό της τέμπο, μία σύνθεση που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην αχρονία
μιας μηχανής και τον χρόνο σωμάτων.
Στην πρόσφατη δουλειά του Παπαϊωάννου είναι και ένα άλλο
χαρακτηριστικό που αξίζει να σχολιαστεί, γιατί είναι πολύ δημοφιλές στις
τάξεις των σύγχρονων καλλιτεχνών: είναι η τάση της επανάληψης
(κινήσεων, δράσεων, εικόνων, μουσικών μοτίβων, σκηνικών σχηματισμών,
κ.λπ). Η επανάληψη αποκρυσταλλώνει τον χρόνο, δίνει στην εικόνα μια
αυτονομία, συχνά άσχετη με το σύνολο της εμπειρίας και της ιστορίας. Επί
τούτοις αποδομεί, δεν συνθέτει, όπως έκανε παλιά. Ο θεατής από τη μια
βιώνει την ίδια την «επαναλαμβανόμενη» παροδικότητα της εικόνας και, από
την άλλη, τον χρόνο της θέασης ως θέμα. Δεν αφήνεται, δηλαδή, να
παρασυρθεί από το δέλεαρ κάποιας ενιαίας αφήγησης («τι θα γίνει μετά» ή
«ποιος το έκανε»;), αλλά εμπλέκεται στη συνδημιουργία του κόσμου της
σκηνής. Ως κορυφαίο παράδειγμα από τη φετινή σεζόν απομονώνω το «Deja
vu», σε σκηνοθεσία Γκραουζίνις (ΚΘΒΕ).
Ενα αριστουργηματικό σκηνικό
παιχνίδι με τον χρόνο, την έννοια της αναπαράστασης, την έννοια της
επανάληψης και τον θάνατό της, καθώς και την επιστροφή της αμέσως μετά,
μία επιστροφή που μπορεί να μοιάζει με την προηγούμενη, δεν είναι όμως
ποτέ πανομοιότυπη, γιατί ακριβώς ποτέ δεν επαναλαμβάνεται ως έχει. Να
αναφέρω ως κατακλείδα και τον εντυπωσιακό «Γλάρο» της ομάδας Pesquod,
ένα σκηνικό πείραμα με πολλά από τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης
μεταδραματικής τέχνης που συζητούμε εδώ.
No comments:
Post a Comment