«Αγαπάω τις ρωγμές των ηρωίδων μου»
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η ιδανική ηθοποιός για κάθε σκηνοθέτη, μιλάει για τα όνειρά της και τους ρόλους που λάτρεψε
- Συνέντευξη στη Γιουλη Επτακοιλη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 8 Mαϊου 2011
Για λίγους καλλιτέχνες έχει κανείς την αίσθηση ότι γεννήθηκαν για να
υπηρετήσουν την τέχνη τους· σαν να μη μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Η
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη σίγουρα ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία. Μετράει ήδη
περίπου τριάντα χρόνια στον χώρο του θεάτρου, κυρίως, αλλά και του
κινηματογράφου και της τηλεόρασης κι αν θα έπρεπε κάποιος να σημειώσει
ένα μόνο χαρακτηριστικό αυτής της διαδρομής, είναι η προσήλωσή της στην
ερμηνευτική τέχνη. Ταπεινή, εύθραυστα ευαίσθητη, διψασμένη για μαθητεία,
πεισματάρα, υπάκουη και εργασιομανής, γοητευτική και ανυπόκριτα
ευγενής, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι το κορίτσι που ξεκίνησε από ένα
χωριό του Εβρου, τη Δόξα Διδυμοτείχου, με μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα και
κατάφερε να κατακτήσει τις καρδιές μας, αλλά και μια θέση στην αφρόκρεμα
του ελληνικού θεάτρου.
«Η πορεία αυτή μου φαίνεται σαν να μην
έχει γίνει», ομολογεί στην «Κ», σε μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση που
ξεκίνησε με αφορμή την παρουσία της για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Επί
Κολωνώ με το έργο του Μάριος Βάργκα Λιόσα «Λα Τσούνγκα», σε σκηνοθεσία
Ελένης Σκότη. (Θα παίζεται έως τις 31 Μαΐου.) «Δεν θα μπορούσα ποτέ να
διανοηθώ τριάντα χρόνια πριν ότι θα έπαιζα όλους αυτούς τους ρόλους.
Ξεκινούσα δειλά, με ελπίδες και το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να γίνω
ηθοποιός.
Μεγάλωσα στο χωριό. Τα ερεθίσματά μου ήταν οι σχολικές
παραστάσεις, ο κινηματογράφος της δεκαετίας του ’60, ταινίες που έβλεπα
στο καφενείο του πατέρα μου όπου γίνονταν αυτές οι προβολές και το
θέατρο στο ραδιόφωνο· κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή κολλούσα το αυτί
μου στο ραδιόφωνο και ταξίδευα με τις φωνές της Παξινού, της Βαλάκου,
του Μινωτή, της Ζαβιτσιάνου, με Ιψεν και Τένεσι Ουίλιαμς. Ολα αυτά ήταν
ένα τεράστιο παράθυρο για ένα παιδί στο χωριό. Από μικρή, λοιπόν,
ονειρευόμουν να γίνω ηθοποιός. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, το
αισθανόμουν και σαν ντροπή να δηλώσω ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Και το
θεωρούσα και ανέφικτο – ένα παιδί στην επαρχία πώς να γίνει ηθοποιός.
Ελεγα, λοιπόν, ότι θέλω να γίνω γιατρός, μόνο και μόνο για να έχω μια
απάντηση στην ερώτηση “τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις”».
- «Δεν θεωρώ ότι είμαι όμορφη»
Η
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι η ιδανική ηθοποιός για κάθε σκηνοθέτη. Μια
ηθοποιός υπάκουη και διαθέσιμη να τσαλακωθεί όσο απαιτεί ο ρόλος. «Ποτέ
δεν θεώρησα τον εαυτό μου ιδιαίτερα όμορφο. Αντίθετα, υπάρχουν στοιχεία
στην εμφάνισή μου τα οποία δεν μου αρέσουν καθόλου», λέει. «Από μικρή
δεν επικέντρωσα την καθημερινή μου συμπεριφορά στην όποια ομορφιά μου.
Θα είχα διαφορετική πορεία αν το είχα κάνει αυτό, ίσως σήμερα να
βρισκόμουν σε άλλο χώρο. Εξάλλου, την εμφάνισή μου την έχω τσαλακώσει
πολλές φορές και πάντα αγαπούσα περισσότερο τις ηρωίδες μου στις ώρες
της παρακμής τους. Οταν έπαιζα τη Λούλου, δεν αγαπούσα τις σκηνές που
εμφανιζόμουν ως σούπερ βαμπ, με εντυπωσιακές τουαλέτες και μακιγιάζ. Η
αγαπημένη μου σκηνή ήταν όταν αυτή η ηρωίδα είχε καταντήσει μια
εξαθλιωμένη πόρνη με σύφιλη και ζούσε στο Λονδίνο μέσα σε σκουπίδια.
Αυτό το κομμάτι με γοήτευε περισσότερο κι εκεί αισθανόμουν ότι ήμουν
καλύτερη ερμηνευτικά. Στην τηλεόραση, επίσης, πριν από δεκαπέντε χρόνια,
στο “Η αγάπη άργησε μια μέρα” έπαιξα μια στυγνή γεροντοκόρη, την
Ασπασία, που στα γηρατειά της είχε καρκίνο κι εγώ φορούσα μια περούκα με
τρεις τρίχες. Δεν φοβήθηκα να τσαλακωθώ ακόμη και στην ακμή –θα έλεγε
κανείς– της θηλυκότητας και της ομορφιάς που μπορεί να διεκδικήσει μια
γυναίκα. Αγαπάω τις ρωγμές και τις αδυναμίες των ηρωίδων μου».
«Μ’
αρέσει η Καραμπέτη, αλλά κάποιες φορές είναι υπερβολική στην ερμηνεία
της». Να ένα σχόλιο που καμιά φορά συνοδεύει τις εμφανίσεις της. Είναι
κάτι που της έχουν επισημάνει άνθρωποι του θεάτρου; Μήπως η υπερβολή που
της αποδίδεται είναι η δική της τελειοθηρία; «Είναι ένα σχόλιο που έχω
ακούσει», παραδέχεται. «Μάλλον όταν λένε υπερβολή εννοούν την υπερβολή
του συναισθήματος. Ισως με το πέρασμα των χρόνων να είναι και για μένα
ένα μάθημα. Προσπαθώ, δηλαδή, να τιθασεύω το συναίσθημα και να μην το
αφήνω να ξεχειλίζει πάνω στη σκηνή. Είναι κάτι που μου το έχουν
επισημάνει σκηνοθέτες και κριτικοί. Μερικές φορές, όμως, προσπαθώντας να
το χαλιναγωγήσω μπορεί να πήγα στο άλλο άκρο.
Θυμάμαι όταν έπαιζα
τη Μήδεια, κάποιος έγκυρος κριτικός με κατηγόρησε ότι δεν ήμουν τόσο
συναισθηματική όσο θα έπρεπε. Υπάρχουν τόσο πολλές απόψεις. Προσπαθώ
πάντα στο πλαίσιο μιας συνεργασίας και πάντα μέσα από τη σκηνοθετική
καθοδήγηση να προσεγγίσω κάθε ρόλο. Σε κάποιους θα αρέσει, σε κάποιους
άλλους όχι. Τώρα, για το αν είμαι τελειομανής, ναι, είμαι, αλλά
παράλληλα πιστεύω ότι το τέλειο δεν υπάρχει. Και ίσως η γοητεία να
βρίσκεται στην ατέλεια. Σ’ αυτό που βγαίνει ερήμην μας. Το θέμα είναι να
είσαι διαθέσιμος, να εξελίσσεσαι και να παρακολουθείς τους καιρούς.
Βλέποντας καμιά φορά τον εαυτό σε παλιές δουλειές σκέφτομαι ότι αν
έπαιζα τώρα αυτόν τον ρόλο, θα ήμουν εντελώς διαφορετική. Αισθάνομαι ότι
ακόμη βρίσκομαι σε περίοδο μαθητείας. Μάλιστα, έρχονται νέοι άνθρωποι
και με ρωτούν αν διδάσκω κάπου κι εγώ απαντώ ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου
ικανό να διδάξει. Αισθάνομαι ανεπάρκεια».
Σε
ένα περιθωριακό καφενείο μιας παραγκούπολης της Πιούρα, στο Βόρειο
Περού, η ιδιοκτήτρια, Τσούνγκα (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) και τέσσερις
άνδρες πίνουν και παίζουν ζάρια. Εκείνο το βράδυ κάποιος από την παρέα
των ανδρών, ο Χοσεφίνο, έφερε μαζί του ένα πανέμορφο κορίτσι, τη Μέτζε. Η
Τσούνγκα, μια σκληρή, δυσπρόσιτη και αυταρχική γυναίκα, έδειξε μεγάλο
ενδιαφέρον για τη Μέτζε και όταν ο Χοσεφίνο έχασε πολλά λεφτά στα ζάρια,
έδωσε τη Μέτζε για ένα βράδυ στην Τσούνγκα με αντάλλαγμα ένα διόλου
ευκαταφρόνητο ποσό. Εκείνη την πήρε από το χέρι, την ανέβασε στο δωμάτιό
της και έκτοτε δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς. Το τι συνέβη εκείνο το
βράδυ δεν είναι γνωστό. Βλέπουμε επί σκηνής να διαδραματίζονται διάφορες
εκδοχές και πιθανές λύσεις του μυστηρίου, μέχρις ότου καταλήξουμε στην
αληθινή. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη για δεύτερη χρονιά πρωταγωνιστεί στο
υπέροχο αυτό κείμενο του νομπελίστα συγγραφέα, συμπράττοντας με την
ομάδα Νάμα της χαρισματικής σκηνοθέτιδος Ελένης Σκότη. Αλλος ένας ρόλος
που απαιτούσε από την πλευρά της τσαλάκωμα.
«Ηταν δύσκολος ρόλος
γιατί ήταν έξω από τη φύση μου. Δεν είμαι αντρογυναίκα. Ούτε είμαι
αυταρχικός άνθρωπος. Ισως το μόνο κοινό μας με την Τσούνγκα ήταν αυτή η
ευαισθησία, μόνο που σε μένα βγαίνει με την πρώτη ευκαιρία κι αυτό
νομίζω ότι είναι το χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας μου· στην Τσούνγκα
έπρεπε να πηγαίνω κόντρα σ’ αυτό. Ηταν ένα συνεχές σημείο τριβής με την
κυρία Σκότη γιατί οτιδήποτε πήγαινε να εκδηλωθεί ως συναισθηματισμός
μού το απαγόρευε. Μου έλεγε ότι αυτή η γυναίκα έχει χτίσει πάνω της μια
πανοπλία που την προστατεύει σ’ αυτήν την πολύ τραχιά και δύσκολη
κοινωνία μέσα στην οποία πρέπει να επιβιώσει. Αν αφήσει στο ελάχιστο να
φανεί η αδυναμία της, την έχουν κατασπαράξει. Για να μπορέσει, λοιπόν,
να είναι ίση προς ίσους θα έπρεπε να είναι η συμπεριφορά της καθαρά
αντρική, σκληρή και επιθετική. Εγώ δεν έχω αναγκαστεί από την κοινωνία
να υιοθετήσω τέτοιες συμπεριφορές, αντίθετα, στην καθημερινότητά μου και
η θηλυκότητά μου και η ευαισθησία μου είναι ελεύθερες να υπάρχουν στον
βαθμό που υπάρχουν μέσα μου. Ενώ η Τσούνγκα φοράει ένα προσωπείο. Γι’
αυτό η τελευταία σκηνή αποκαλύπτει τη θηλυκή της πλευρά. Βγάζει τον
ελαστικό επίδεσμο, αφήνει τα μαλλιά της να χυθούν και το σημαντικότερο,
κλαίει.
Δυστυχώς,
πρόκειται για ένα εξαιρετικά επίκαιρο έργο. Η Τσούνγκα ζει σήμερα στην
πλατεία Βάθης, στην Ομόνοια, δίπλα μας. Μια φτωχή γυναίκα, σε μια
τενεκεδούπολη, σε μια δυστοπία. Δεν είναι ανοίκειες αυτές οι εικόνες
σήμερα. Η Αθήνα είναι μια άσχημη πόλη. Ζω στο κέντρο και βιώνω την
καταστροφή της. Δεν νιώθω ασφάλεια πια. Φοβάμαι. Το κέντρο της Αθήνας
γίνεται όλο και πιο απειλητικό. Πλέον βλέπεις καθημερινά ναρκωτικά,
φτώχεια, πορνεία. Από την άλλη πλευρά, καταλαβαίνω και συμπάσχω με το
ανθρώπινο δράμα. Με τους ανθρώπους αυτούς που έρχονται εδώ εξαθλιωμένοι,
κυνηγώντας το δικό τους όνειρο. Ερχονται, όμως, να βρουν ένα παράδεισο
που δεν υπάρχει. Γιατί η Ελλάδα είναι μια φτωχή χώρα και σήμερα έχει
τεράστια προβλήματα να λύσει. Δεν είμαι πολιτικός, δεν έχω απαντήσεις,
αλλά πρέπει να ξαναβρούμε τον ανθρωπισμό μας και πρέπει να αρχίσει ξανά
να μας νοιάζει ο διπλανός μας».
- Να μην προσκυνάμε τους φελλούς
«Υπήρξε
από τα ΜΜΕ κυρίως η προβολή του προτύπου ενός ηθοποιού που είναι είδωλο
για τις μάζες, ζει μια λαμπερή ζωή, βγάζει πάρα πολλά λεφτά. Πρόκειται
για μύθο που καλλιεργήθηκε, με αποτέλεσμα πάρα πολλά παιδιά να θέλουν να
γίνουν ηθοποιοί ή τραγουδιστές και μοντέλα. Ολο αυτό ήταν μια φούσκα.
Σήμερα, γίνονται ελάχιστες σειρές και υπάρχει τεράστια ανεργία στον
χώρο. Από την άλλη πλευρά, οι δραματικές σχολές βγάζουν εύκολα
ηθοποιούς. Χωρίς αυστηρά καλλιτεχνικά κριτήρια. Αποφοιτούν παιδιά που
δυστυχώς είναι ατάλαντα στις περισσότερες περιπτώσεις και κυνηγούν μια
καριέρα.
Πολλοί τα παρατούν στη μέση, άλλοι προσπαθούν να επιβιώσουν με
διάφορους τρόπους. Δεν μπορεί να απορροφήσει το θέατρο όλα αυτά τα
παιδιά. Εκεί, λοιπόν, το πιο δυναμικό και ανήσυχο κομμάτι συσπειρώνεται
και φτιάχνει ομάδες που είναι η ελπίδα για το αύριο. Αυτά τα παιδιά
είναι που κάνουν τις εξαιρετικές παραστάσεις. Γι’ αυτό και χρειάζονται
βοήθεια. Ζούμε μια βαθιά κοινωνική κρίση και η ελπίδα μας και η
αισιοδοξία μας είναι το να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να πάψει η
νεοελληνική κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών να προσκυνάει φελλούς και
να δημιουργεί λάθος πρότυπα, αλλά να σκύψει και να δει τα αληθινά
διαμάντια που κρύβει μέσα της».
- Κάποιες στιγμές δεν είχα να πληρώσω το ενοίκιό μου
«Εχω
περάσει δύσκολα χρόνια. Στριμωγμένα. Οχι ότι τώρα είμαι καλά, το
καλοκαίρι θα είμαι στο Εθνικό Θέατρο, στον Ηρακλή Μαινόμενο του Ευριπίδη
σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού –είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό– και θα
αμείβομαι με τον μισθό του ηθοποιού του Εθνικού Θεάτρου. Δεν πηγαίνω στα
σούπερ εμπορικά θέατρα, δεν είμαι σε καθημερινή σειρά, δεν θα διαφήμιζα
ποτέ παριζάκι. Κάποια στιγμή που δεν είχα να πληρώσω το ενοίκιό μου,
σκέφτηκα μήπως κάνω διαφήμιση έστω με τη φωνή μου, αλλά δεν το άντεξα.
Αντιδρά το πολιτικό κομμάτι της συνείδησής μου και, μάλιστα, είχα
δηλώσει ότι τη φωνή μου την διαθέτω στην υπηρεσία των ποιητών και όχι
των πολυεθνικών. Εξακολουθώ να το πιστεύω, να έχω ένα ρομαντισμό, αλλά
δεν ξέρω πόσο θα αντέξω. Ο καθένας συμβιβάζεται και κάνει πράγματα που
δεν θέλει κάποια στιγμή στη ζωή του για να καταφέρει να επιβιώσει. Να
αντιμετωπίσει τα τρέχοντα. Τη δόση του στεγαστικού και τους
λογαριασμούς. Η προσωπική μου ανησυχία ήταν πάντα να μένω πιστή στις
καλλιτεχνικές μου αξίες, αλλά και να μπορέσω να επιβιώσω σε μια ζωή που
όσο μεγάλωνα, με πίεζε περισσότερο ως προς τις απαιτήσεις. Μπορεί να μην
έχω κάνει οικογένεια, αλλά είχα υποχρεώσεις απέναντι στην πρώτη μου
οικογένεια. Δεν θέλω, όμως, να χάνω την αισιοδοξία μου. Αισθάνομαι
προνομιούχα που βρίσκομαι σε ένα χώρο τέχνης, γιατί πάντα τα μεγάλα
κείμενα και η συνεργασία με σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους ήταν για
μένα ένα καταφύγιο μαγείας».
No comments:
Post a Comment