Η ψυχή που χώρεσε την Ελλάδα
Ο Θανάσης Βέγγος δημιούργησε καλλιτεχνικά με αλήθειες και έστησε έναν μεγάλο καθρέφτη απέναντι στην κοινωνία
- Της Μαριας Κατσουνακη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 8 Mαϊου 2011
«Για να μιλήσεις για τον Βέγγο είναι σαν να μιλάς για την 25η
Μαρτίου. Δεν ξέρεις τι να πεις... τα 'χουν πει όλα», είχε εύστοχα
σχολιάσει ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγορίου. Με τον θάνατό του, την
περασμένη Τρίτη, η φράση αυτή αποτελεί την πιο πλήρη καταγραφή του
αδιεξόδου. Αν και η μοναδική επιθυμία του ήταν «να μην απασχολεί
κανέναν», γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά, πάρα πολλά, τις τελευταίες
ημέρες.
Ο Θ. Βέγγος δημιούργησε καλλιτεχνικά με αλήθειες· όχι με
αυταπάτες. Αμεσα, ανυπόκριτα. Εστησε ένα μεγάλο καθρέφτη απέναντι στην
ελληνική κοινωνία, επιστρέφοντας μιαν εικόνα που προσπερνούσε, γιατί
ήθελε -και μπορούσε- να φαντασιώνει το καλύτερο, αστικοποιημένο αύριο.
Στη
δεκαετία του '60, οι περισσότερες ταινίες της Φίνος Φιλμ άρχιζαν με ένα
πλάνο της Ακρόπολης και η κάμερα στρεφόταν γρήγορα σε διαμερίσματα και
εσωτερικά σπιτιών, αποφεύγοντας τους δρόμους. Εξαίρεση, ο Βέγγος. Μαζί
του διασχίζαμε την πραγματική πόλη. Την πραγματικότητα που μεταβαλλόταν
πολύ γρήγορα και τον ανάγκαζε να τρέχει.
Η τελευταία εικόνα που
έχουμε από τον ηθοποιό είναι στο σπίτι του, στην Αγία Παρασκευή,
Νοέμβριο του 2009. Τον είχαμε επισκεφθεί για ένα «Γεύμα» μαζί του, με
αφορμή την έξοδο της «Ψυχής Βαθιάς» του Παντελή Βούλγαρη στις αίθουσες.
Στο τέλος της συνάντησης επέμενε να μας συνοδεύσει, με τη σύζυγό του
Ασημίνα, σύντροφο ζωής για πάνω από 50 χρόνια, στην εξώπορτα και να
περιμένουν μέχρι να έρθει στο ασανσέρ. «Μα δεν υπάρχει λόγος...», είχα
ψελλίσει τότε διστακτικά. «Βεβαίως και υπάρχει», είχε απαντήσει στέρεα,
με την άνεση του ασκημένου οικοδεσπότη. Η πόρτα έκλεισε, η εικόνα
έμεινε. Αυτό το πρόσωπο, η «φάτσα», όπως έλεγε ο ίδιος, χάρτης
κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, συναισθηματικών μεταπτώσεων,
διαθέσεων, επιθυμιών. «Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο,
μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είναι
αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου
Ελληνα», απαντούσε κοφτά σε κάθε απόπειρα μυθοποιητικής υπερβολής. Και
όχι μόνο. Το πρόσωπο του Θανάση Βέγγου ήταν γενναιόδωρο. Ευανάγνωστο.
Προικισμένα ευέλικτο. Δικό μας. Είχε να επιλέξει, γιατί έζησε και
δούλεψε σκληρά. Δοκιμάστηκε σε θύελλες, βίωσε εξορίες και απώλειες.
Κάπνισε αποτσίγαρα, κουβάλησε πατάτες. Εμαθε να προστατεύει και να
προστατεύει και να προστατεύεται, να προσφέρει και να αγαπά.
Ο
θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Λαζαρίδης έχει αφηγηθεί το
εξής περιστατικό: «Στις δοκιμές του «Τρελού του Λούνα παρκ» (1970) ο
Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή,
για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. «Δάσκαλε, αδύνατο να φρενάρω.
Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θάλασσας, κατάλαβέ το», έλεγε στον Μιχαηλίδη,
τον σκηνοθέτη του. «Κι όμως, Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες
για τη ζωή σου, πρέπει να κάτσεις σ' αυτό το σκαμνάκι και να
συγκεντρωθείς. Αλλιώς, δεν βγαίνει συγκίνηση». Πράγματι, στην πρόβα
τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει
ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Ορθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος
και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια. «Είδες, Θανάση μου, που είχα δίκιο;».
«Δάσκαλε, δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο
έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω
τη Μίνα και τα παιδιά...»».
Στο ντοκιμαντέρ του Γιάννη Σολδάτου
για τον Θ. Βέγγο «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» (και τίτλος σχετικής
έκδοσης), ο σκηνοθέτης Δήμος Aβδελιώδης παρατήρησε ότι «αυτό που
διακρίνει τον Bέγγο δεν είναι τρέλα αλλά οίστρος». Πράγματι.
Οιστρήλατος, εμμονικός, βραχυκυκλωμένος. Συχνά «κιτσοποιημένος», αλλά
πάντοτε αυθεντικός.
«Τι δεν αντέχετε περισσότερο;», τον ρωτήσαμε,
σε εκείνη την τελευταία συνομιλία του 2009. «Την υποκρισία και την
ψυχική μιζέρια. Αυτό το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους».
No comments:
Post a Comment