«Ολόκληρος ο Σαίξπηρ...»
  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Δευτέρα, 21 Μαρτίου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Η αλήθεια είναι ότι το έργο, από την ίδια τη μορφοδομή του, αφήνει πολλά περιθώρια αυτοσχεδιασμού και πρωτοβουλιών που βοηθούν, αν μη τι άλλο, στην εύκολη επικάλυψη των αποτυπωμάτων του χρόνου. Τα πάντα εξαρτώνται από το πώς διαχειρίζονται κάθε φορά τα έλκη στο σώμα του ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του, πώς τεντώνουν, πώς εκβιάζουν αναλογίες, πώς σκαρφίζονται σχέσεις, ομοιότητες. Ούτως ή άλλως, σ’ ένα κείμενο στημένο με την τεχνική του τουρλού, καμία άλλη λογική δεν κολλάει παρά μόνο η ίδια η λογική του παιχνιδιού. Λίγο μπότοξ από δω, κάποιο λίφτινγκ από κει και να βροχή οι ατάκες, τα μασκαρέματα και τα μασκαραλίκια, το ασταμάτητο τρεχαλητό, το κλείσιμο του ματιού στο θεατή. Εάν περιμένετε να χαρείτε ερμηνείες με βάθος και σρωματώσεις (από τους Σακελλαρίου, Λουδάρο, Γεννατά και Δραγούμη), χάσατε από χέρι. Οι ρόλοι είναι κεντημένοι με ένα βουνό από ευκολίες, ώστε να φτάνουν απρόσκοπτα στην πλατεία και να κάνουν κατευθείαν απόσβεση. Και το πετυχαίνουν. Ο κόσμος το απολαμβάνει. Αυτό όμως δεν ακυρώνει τη βασική μου ένσταση, που λέει ότι οι καλοί αυτοί ηθοποιοί που ξεσαλώνουν και λαϊκίζουν (προφανώς ερήμην της σκηνοθεσίας και του κειμένου), ξεχνούν ότι η μια καλοκουρδισμένη φάρσα μπορεί να μιλά για διάλυση, όμως στη σκηνή απαιτεί πρωτίστως σοβαρότητα και μαθηματική ακρίβεια στα πάντα. Τίποτα δεν πρέπει να προεξέχει, να ξεφεύγει. Κι εδώ ίσως ο σκηνοθέτης πρέπει να τους επιβάλει κάποια τάξη, ώστε να περιορίσουν τα επί σκηνής χάχανα, τις άστοχες πλακίτσες και τους καμποτινισμούς.
  • Ενα ποίημα για τη μοναξιά
Ο μονόλογος «Φύλλα της», του Ανδρέα Φλουράκη, που παίζεται αυτή τη στιγμή στην Ούγκα Κλάρα σε σκηνοθεσία Αρβανιτάκη, πρωτοπαρουσιάστηκε από τη Λυδία Φωτοπούλου το 2003, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Είναι ένας μονόλογος που, μολονότι στερείται βάθους και πρωτότυπης σκέψης, προδίδει ευαισθησία, κομψότητα, καλή σκηνική αίσθηση και ποιητική διάθεση, όλα δείγματα γραφής από ένα νέο συγγραφέα που πιστεύω πως έχει ταλέντο.
Κεντρικό πρόσωπο, μια γυναίκα μέσης ηλικίας, που κάθεται στο μπαλκόνι του σπιτιού της, συντροφιά με τα φυτά της, και φυλλομετρά τα βιώματά της, με τρόπο απλό και βαθύτατα ανθρώπινο (γι’ αυτό και άκρως επικοινωνιακό). Μας διηγείται τα παιδικά της χρόνια, τα εφηβικά, τους τυχαίους έρωτές της, τους ξαφνικούς της γάμους, τις αναπάντεχες εγκυμοσύνες της. Μια μνήμη που ανοίγει και γίνεται το θέατρο της ζωής, ένα ανακατεμένο δράμα εντυπώσεων, εμπειριών, δοσμένων χωρίς αναστολές, κρατήματα, απολογίες. Καλοκαίρι. Φθινόπωρο. Χειμώνας. Ανοιξη. Πρωί. Βράδυ. Δεν έχει σημασία με ποια σειρά και σε ποιο μέρος. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ίδιες αγωνίες, ίδια μοναξιά. Μια γυναίκα που ψάχνει και κανείς δεν την ψάχνει. Ενας άνθρωπος, σαν όλους μας, σε ένα συνεχές μπες βγες στο χωνευτήρι του χρόνου, εκεί όπου όλα αλέθονται. Κι όμως, αυτό το πλάσμα δε δείχνει να έχει μετανιώσει για κάτι. Ο,τι έκανε καλώς το έκανε. Μπορεί να μη χαίρεται τη μοναξιά της, ωστόσο δεν απελπίζεται. Πάνω από όλα βάζει την ίδια τη ζωή, τα μικρά και καθημερινά. Από κει μέσα βγάζει ό,τι πιο πολύτιμο, και μας το αφηγείται με μια γλυκιά κομψότητα και έναν αυθορμητισμό που μας κερδίζουν. Η αποδοχή των βιωμένων πραγμάτων είναι συγκινητική. Και όπως αυτή τα δέχεται, έτσι τα δεχόμαστε κι εμείς. Οπως μας αποκαλύπτεται μέσα από τα φύλλα της, έτσι την «ανακαλύπτουμε» κι εμείς και τη συμπαθούμε ακόμη πιο πολύ.
  • Η παράσταση
Ο Αρβανιτάκης αναζήτησε τα νήματα αυτού του νοητικού πινγκ πονγκ των αναμνήσεων της ηρωίδας του Φλουράκη με τρόπο λιτό, γεμάτο ανθρώπινη κατανόηση και τρυφερότητα. Θα μπορούσε ίσως να περιορίσει λιγάκι τη χρονική διάρκεια των μουσικών ιντερμέδιων, ώστε να μη χάνεται η ροή και ο ρυθμός των αναμνήσεων. Αλλωστε, η μία ανάμνηση στην ουσία πρέπει να καταβροχθίζει την άλλη, να την εκτοπίζει, ώστε να υπάρχει αυτή. Γενικά, ήταν μία σκηνοθεσία χωρίς ιδιαίτερες κορυφώσεις, όμως καθαρή και πολύ καλά εστιασμένη.
Η Λίλα Καφαντάρη, η οποία επιστρέφει στο σανίδι έπειτα από χρόνια, «πόνεσε» το σκηνικό της πρόσωπο και το ψυχογράφησε σωστά. Η ερμηνεία της είχε την απαιτούμενη αμεσότητα και αλήθεια, αρκετό ρεαλισμό, χωρίς όμως εύκολες νατουραλιστικές παραχωρήσεις. Συμπέρασμα: ένα κείμενο που προδίδει ευαισθησία και καλή αίσθηση του θεατρικού λόγου και μία ερμηνεία με χρώμα και ορισμένες ενδιαφέρουσες εσωτερικές πτυχώσεις.