Saturday, October 4, 2008

Κλασικό αλλά και πρωτοποριακό


Κριτική Σπύρος Παγιατάκης, Η Καθημερινή, Kυριακή, 5 Oκτωβρίου 2008

Γουέστ Σάιντ Στόρι. Σύλληψη ιδέας, σκηνοθεσία και χορογραφία: Ζερόμ Ρόμπινς. Θέατρο: Μπάντμιντον

Ε, λοιπόν, έκανε πολύ κακό αυτή η πρόσφατη μεταφορά του θαυμαστού «Γουέστ Σάιντ Στόρι» στο θέατρο Μπάντμιντον στην Αθήνα. Κακό γιατί δημιούργησε πρότυπα, και, κυρίως, ένα κάποιο μέτρο για συγκρίσεις. Αλλος λόγος ήταν ότι το είδε κόσμος ο οποίος πώς θα πάει τώρα να δει τις μιζεριασμένες εγχώριες μουσικοχορευτικές παραγωγές; Γιατί η παράσταση ήταν εξαιρετική. Ενα σωστό μιούζικαλ με τα όλα του. Ομως, όταν ο άλλος έχει γευτεί αυγοτάραχο και μπρικ με τι μούτρα θα του σερβίρεις εσύ ανάλατη σκορδαλιά και μάλιστα δίχως σκόρδο; Ετυχε, λοιπόν, κι εμείς εδώ να έχουμε δει πολλά και διάφορα. Μήπως πρόσφατα –μόλις την περασμένη θεατρική περίοδο– δεν είδαμε ένα σημαίνον «κακό τέλος» να μεταμορφώνεται ανέλπιστα σε happy end όπως έγινε στην ελληνική εκδοχή του «Εκπαιδεύοντας την Ρίτα»;

Ακολουθώντας την σαιξπηρική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας, ούτε και το «West Side Story» έχει happy end. Στην υποβαθμισμένη δυτική συνοικία του Μανχάταν, συμμορίες νεαρών μελαψών Πορτορικανών στήνουν αιματηρούς καυγάδες με δεύτερες γενιές κατάλευκων Πολωνών. Το ειδύλλιο μεταξύ μιας Πορτορικάνας και ενός «Καυκάσιου» δεν ευτύχησε να πέσει στα χέρια του Γιώργου Κιμούλη ώστε να έχει ένα αίσιο τέλος. Η τωρινή ανά τον κόσμο περιοδεύουσα παράσταση ήταν ένας εορτασμός για τα πενήντα χρόνια από τότε που το θρυλικό πλέον έργο με τη μουσική του Λέοναρντ Μπερνστάιν και τη χορογραφία του Ζερόμ Ρόμπινς πρωτοπαίχθηκε στο θέατρο Γουίντερ Γκάρντεν στο Μπροντγουέι. Μήπως όμως μια υπόθεση που επιθυμούσε να είναι σύγχρονη το 1957 είναι κάπως παρωχημένη μισόν αιώνα μετά; Ετσι, άλλωστε, γράφηκε και στον αμερικανικό Τύπο.

Στην Ομόνοια

Η διάψευση ήρθε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην περιοχή Σοφοκλέους και Μενάνδρου. Πριν από κανένα μήνα, μία ομάδα Ιρανών συγκρούστηκε με Αφρικανούς. Οπως και στο μιούζικαλ υπήρξαν θύματα και στην περιοχή της Ομονοίας. Τώρα, με μια υψηλού επιπέδου τεχνική αρτιότητα –ακόμα κι αν οι «ζωντανές» φωνές δεν ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς– και με χορευτικά τα οποία ήταν τουλάχιστον επαγγελματικά εκεί που στις ντόπιες παραστάσεις έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ως επί το πλείστον «μαρκαρίσματα», η ξένη παράσταση στο Μπάντμιντον μας κακοσυνηθίζει. Η ορχήστρα ήταν επίσης ολοζώντανη και δεν υπήρχε playback. Για πόσες δικές μας παραστάσεις μπορεί να το πει κανείς αυτό;

Γιατί, όσο να ’ναι, το West Side Story θα αποτελέσει ένα μέτρο σύγκρισης για το μιούζικαλ που ετοιμάζει ο Σταμάτης Φασουλής στο «Παλλάς». Ναι, ο ίδιος έκανε πέρυσι μια αξιοπρεπέσταστη μίμηση σκηνοθετώντας τους «Τρελούς Παραγωγούς» αλλά πρωτογενής δουλειά δεν ήταν. Οποιος έχει δει την νιουγιορκέζικη ή την λονδρέζικη παράσταση αντιλαμβάνεται την αντιγραφή.

Μολονότι πιο «φτωχή» η συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου με το «ΘΕΣΠΙΣ Β΄» του μιούζικαλ «Δεσμοί Αίματος» του Μπίλι Ράσελ (ναι, του ίδιου που έγραψε το «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» που λέγαμε προτύτερα) είχε τουλάχιστον ένα διαφορετικό κοίταγμα από την πρώτη παράσταση στο Albery Theatre στο Λονδίνο. Σκηνοθετημένη από τον Κώστα Σπυρόπουλο για να να μετακινείται εύκολα σε υπαίθριες πιάτσες, ήταν από τις καλές δουλειές του φετινού καλοκαιριού. Αν σκεφθεί κανείς τις συνθήκες...

Ε, να λοιπόν ακριβώς αυτές τις συνθήκες που επικαλούμαστε διαρκώς θα πρέπει να αγνοήσουμε από εδώ και πέρα Νομίζω. Είμαι από τη Θεσσαλονίκη και συχνά ακούω –και μάλιστα από επίσημα «υψηλά» χείλη– την παρακάτω φράση: «Αυτό δεν κάνει για εδώ. Είναι πολύ πρωτοποριακό. Οι Θεσσαλονικείς δεν θα το καταλάβουν». Το θεωρώ άκρως προσβλητικό. Οχι μόνο για τη «συμπρωτεύουσα» αλλά και για οποιαδήποτε άλλη πόλη της Ελλάδας.

Μέχρι τώρα ρίχναμε καντάρια νερό στο κρασί μας σκαρώνοντας ελληνικά μιούζικαλ. Θεωρώ ότι το «West Side Story» με τις πολλές παραστάσεις που έδωσε στην Αθήνα μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος μεζούρας. Αν είναι να τα κάνουμε ας τα κάνουμε τουλάχιστον σωστά. Και δεν είναι αναγκαστικά οικονομική υπόθεση. Και δεν είναι μόνο η έλευση της Μαντόνας η οποία κόστισε βέβαια πανάκριβα, αλλά έδωσε κι ένα πρόσθετο μάθημα: το πόσα πολλά –εντυπωσιακά και πάμφθηνα– μπορεί να δημιουργήσει ένας ταλαντούχος video artist. Κι εδώ όμως κάπου πρέπει να αναθεωρήσουμε τα «γούστα» μας. Υπήρχαν στοιχεία κιτς στη συναυλία της Μαντόνας, κι αν ναι ποια ήταν αυτά; Και ποιος μπορεί να τα αξιολογήσει; Ειδικά εμείς οι κριτικοί θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σ’ έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει τόσο δραστικά, κι όπου το ψάξιμο για καινούργιες μορφές τέχνης είναι συνεχές και ενίοτε επικίνδυνα σοκαριστικό. Δεν πειράζει.

Είναι κιτς;

Πάρτε το κιτς, δηλαδή αυτό που θεωρήθηκε κακόγουστο, φθηνά «λαϊκό», μια τέχνη των σουβενίρ. Πρόσφατο παράδειγμα, η θρυλικά πολυσυζητημένη «Μήδεια» του Βασίλιεφ χαρακτηρίστηκε κι αυτή από πολλούς «παλαιοσοβιετικό κιτς». Μπορεί και να ήταν έτσι. Ανάλογα με το τι είδους μεζούρες χρησιμοποιείς. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ένας διόλου τυχαίος δημιουργός έκανε απόλυτα συνειδητά ό,τι έκανε. Στόχος του ήταν να ταρακουνήσει κάποια βαλτωμένα νερά. Στα 1939, ο Αμερικανός τεχνοκριτικός Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ δημοσίευσε το ιστορικό πλέον μανιφέστο με τίτλο «Πρωτοπορία και κιτς» όπου το κιτς παρουσιάζεται σαν μια μορφή τέχνης καθ’ όλα ομότιμη με τον σουρεαλισμό, τον ρεαλισμό κ.τ.λ κ.τ.λ. Τώρα ασφαλώς κι είναι δύσκολο για έναν κριτικό - τέχνης, θεάτρου, κινηματογράφου- να ξεχωρίσει το «κιτς» από το κιτς και να παρουσιάσει το έναν ή το άλλο στους αναγνώστες του.

Αρχίζουμε μεγάλη κουβέντα! Την οποία ας συνεχίσουμε καλύτερα με συγκεκριμένα –θεατρικά– παραδείγματα τα οποία όπου να ’ναι θα σκάσουν μύτη στην επερχόμενη θεατρική περίοδο. Υπομονή.

No comments: