Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 04/10/2008
Από την παράσταση του Θοδωρή Γκόνη, «Οψόμεθα εις Φιλίππους» |
Μια παράσταση που αγωνίζεται να μοιάζει διαφορετική, προχωρημένη και άγρια έστησαν σε συμπαραγωγή τα ΔΗΠΕΘΕ Σερρών και Κομοτηνής με την καθοδήγηση του Θοδωρή Γκόνη. Μια παρέα δέκα νέων ηθοποιών (Ρηνιώ Κυριαζή, Παντελής Δεντάκης, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Κατερίνα Λυπηρίδου, Σύρμω Κεκέ, Αρης Τσαμαπαλίκας, Νίκος Τουρνάκης, Θάνος Τοκάκης, Ηλίας Κούτλας και Ειρήνη Βασιλάτου) κατασκηνώνει στους Φιλίππους και τα μέλη της, εκστασιασμένα προφανώς από το γύρω τοπίο, αρχίζουν, στην πρόθεσή τους να ερμηνεύσουν τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σέξπιρ, να μνημονεύουν αποσπάσματα από τους «Παράλληλους Βίους» του Πλούταρχου. Κάποια στιγμή παρεμβάλλονται ένθετα στην αφήγηση στίχοι από το σεξπιρικό κείμενο. Και όταν πια η ιστορία φτάσει στους Φιλίππους και στην καθοριστική για το μέλλον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μάχη, το σεξπιρικό μέτρο καταλαμβάνει πλήρως την παράσταση και η βιογραφία του Πλούταρχου γίνεται στο στόμα των νέων καθαρή ποίηση.
Μια χωρικά προκαθορισμένη παράσταση, στημένη εξαρχής για τον ιστορικό τόπο των Φιλίππων, είναι λογικό να υποκύπτει στις εκπτώσεις της περιοδείας. Ακόμα και έτσι όμως, είναι ζήτημα αν το «Οψόμεθα εις Φιλίππους» στηρίζεται σε μια πραγματικά αυθεντική πρόταση. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν οι πέντε μηχανές εισέρχονται στο ανοικτό θέατρο με επιδεικτική ροκ διάθεση, οι αναφορές στο ύφος του Κακλέα και του Μαρμαρινού είναι τόσο έντονες, ώστε να προκαλούν εύλογες αμφιβολίες. Είναι ζήτημα αν η παράσταση μπορεί να προχωρήσει σε κάτι ουσιαστικότερο από την αναδιατύπωση παλιότερων και νεότερων μεταμοντέρνων προτάσεων.
Αργότερα, καταλαβαίνει κανείς ότι το «φυσικό περιβάλλον» στηρίζεται στην πραγματικότητα σε μια κατασκευασμένη υπόθεση εργασίας. Στηρίζεται κατ' αρχάς στην αρκετά τραβηγμένη εικόνα νέων σε κάμπινγκ που απαγγέλλουν Πλούταρχο με την άνεση μεταπτυχιακών σπουδαστών της Οξφόρδης. Από την άλλη, είναι φανερό πως κανείς δεν έχει δείξει στους ηθοποιούς πώς θα ανεβούν τη σκαλωσιά που στήνεται με τόσο πάθος. Θεωρώντας οι περισσότεροι τη σπατάλη ενέργειας για ερμηνεία, παίζουν κατά κύριο λόγο τα «ατίθασα, προβληματισμένα νιάτα», φιλοδοξώντας να προκαλέσουν με αυτό τον τρόπο το κοινό των ανοικτών θεάτρων.
Και ύστερα ακολουθεί το αμείλικτο ερώτημα: Προς τι όλα αυτά; Μήπως για την κατάκτηση της ζεύξης που ενώνει το χρονογράφημα του Πλούταρχου με την ποιητική αναγωγή του Σέξπιρ; Σαν άσκηση ηθοποιών στον ρυθμό και την ιδέα της σεξπιρικής τραγωδίας; Ας μη γελιόμαστε. Μια σοβαρή πρόταση πάνω στο εξαιρετικά δύσκολο κείμενο χρειάζεται κάτι περισσότερο από την ιδέα ενός φυσικού σκηνικού ή μιας φιλολογικής μετάθεσης, χρειάζεται επιχείρημα που να αφορά το ίδιο το κείμενο.
Γι' αυτό τα πράγματα μοιάζουν καλύτερα προς το τέλος, όταν η παράσταση προσγειώνεται στον «Ιούλιο Καίσαρα» και οι ηθοποιοί βρίσκουν από κάπου να πιαστούν. Τότε σιγά σιγά η θερμοκρασία αυξάνει και η σφαίρα του ανθρώπινου παρασύρει την παράσταση στο κύλισμά της. Είναι όμως αργά. Τριγυρνώντας με δανεικό κεφάλι, η πέμπτη πράξη της σεξπιρικής τραγωδίας αδυνατεί να μεταδώσει κάτι πέρα από το άκουσμα μερικών δυνατών στίχων. Και η προσπάθεια φέρνει στον νου το γνωστό χαρακτηριστικό των νέων: πάθος έντονο, που διαρκεί λίγο.*
Μια χωρικά προκαθορισμένη παράσταση, στημένη εξαρχής για τον ιστορικό τόπο των Φιλίππων, είναι λογικό να υποκύπτει στις εκπτώσεις της περιοδείας. Ακόμα και έτσι όμως, είναι ζήτημα αν το «Οψόμεθα εις Φιλίππους» στηρίζεται σε μια πραγματικά αυθεντική πρόταση. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν οι πέντε μηχανές εισέρχονται στο ανοικτό θέατρο με επιδεικτική ροκ διάθεση, οι αναφορές στο ύφος του Κακλέα και του Μαρμαρινού είναι τόσο έντονες, ώστε να προκαλούν εύλογες αμφιβολίες. Είναι ζήτημα αν η παράσταση μπορεί να προχωρήσει σε κάτι ουσιαστικότερο από την αναδιατύπωση παλιότερων και νεότερων μεταμοντέρνων προτάσεων.
Αργότερα, καταλαβαίνει κανείς ότι το «φυσικό περιβάλλον» στηρίζεται στην πραγματικότητα σε μια κατασκευασμένη υπόθεση εργασίας. Στηρίζεται κατ' αρχάς στην αρκετά τραβηγμένη εικόνα νέων σε κάμπινγκ που απαγγέλλουν Πλούταρχο με την άνεση μεταπτυχιακών σπουδαστών της Οξφόρδης. Από την άλλη, είναι φανερό πως κανείς δεν έχει δείξει στους ηθοποιούς πώς θα ανεβούν τη σκαλωσιά που στήνεται με τόσο πάθος. Θεωρώντας οι περισσότεροι τη σπατάλη ενέργειας για ερμηνεία, παίζουν κατά κύριο λόγο τα «ατίθασα, προβληματισμένα νιάτα», φιλοδοξώντας να προκαλέσουν με αυτό τον τρόπο το κοινό των ανοικτών θεάτρων.
Και ύστερα ακολουθεί το αμείλικτο ερώτημα: Προς τι όλα αυτά; Μήπως για την κατάκτηση της ζεύξης που ενώνει το χρονογράφημα του Πλούταρχου με την ποιητική αναγωγή του Σέξπιρ; Σαν άσκηση ηθοποιών στον ρυθμό και την ιδέα της σεξπιρικής τραγωδίας; Ας μη γελιόμαστε. Μια σοβαρή πρόταση πάνω στο εξαιρετικά δύσκολο κείμενο χρειάζεται κάτι περισσότερο από την ιδέα ενός φυσικού σκηνικού ή μιας φιλολογικής μετάθεσης, χρειάζεται επιχείρημα που να αφορά το ίδιο το κείμενο.
Γι' αυτό τα πράγματα μοιάζουν καλύτερα προς το τέλος, όταν η παράσταση προσγειώνεται στον «Ιούλιο Καίσαρα» και οι ηθοποιοί βρίσκουν από κάπου να πιαστούν. Τότε σιγά σιγά η θερμοκρασία αυξάνει και η σφαίρα του ανθρώπινου παρασύρει την παράσταση στο κύλισμά της. Είναι όμως αργά. Τριγυρνώντας με δανεικό κεφάλι, η πέμπτη πράξη της σεξπιρικής τραγωδίας αδυνατεί να μεταδώσει κάτι πέρα από το άκουσμα μερικών δυνατών στίχων. Και η προσπάθεια φέρνει στον νου το γνωστό χαρακτηριστικό των νέων: πάθος έντονο, που διαρκεί λίγο.*
No comments:
Post a Comment