* «Warum - Warum» Φεστιβάλ Πέρα από τα Ορια
Η Μίριαμ Γκόλντσμιθ στην παράσταση «Warum-Warum» του Πίτερ Μπρουκ |
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ελευθεροτυπία, 31/5/2008
Ο Πίτερ Μπρουκ δεν έχει ασφαλώς τίποτα να αποδείξει στο σινάφι και την τέχνη του. Η παράσταση, όμως, που είδαμε στο «Δημήτρης Χορν» δεν έχει το χαρακτήρα της επιβεβαίωσης. Συνοψίζει την οδύσσεια ενός περιπλανώμενου πνευματικού ανθρώπου στο μήνυμα μιας μποτίλιας. Και η βιβλική επανάληψη της ερώτησης που βρίσκεται μέσα στην μποτίλια μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από κάθε θεατράνθρωπο. Ανάμεσα στις άλλες ερμηνείες της, η πιο δραματική είναι ότι ο περίπλους του θεάτρου ξεκινά από ένα «γιατί» και στο «γιατί» καταλήγει.Καθώς ο Πίτερ Μπρουκ δεν έχει να αποδείξει τίποτα και σε κανένα, στήνει μια παράσταση εξομολογητική όχι των θριάμβων αλλά της αποτυχίας του. Στήνει μια παράσταση απολογισμού και αναφοράς στα πρότυπά του. Και ως πνευματικός άνθρωπος που ανακάλυψε ότι βρίσκεται στην αρχή ενός κύκλου, στον οποίο έλπιζε κάποτε να βρει το τέλος του, στρέφεται σε εκείνους που διάβηκαν τον κύκλο πριν από αυτόν και περιστράφηκαν μαζί του, στους δερβίσηδες της δικής του αίρεσης.Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε την αναφορά του σκηνοθέτη στους δικούς του Γκρέκο. Δεν είναι καν θέατρο, με την κοινή σημασία του. Είναι ένα μεταθεατρικό σχόλιο και ένα παραμύθι, ένα σπάραγμα από φράσεις που θα μπορούσαν να είναι του Μπρουκ, είναι όμως του Αρτό, του Κρεγκ, του Στανισλάφσκι, του Μέγερχολντ. Και βέβαια του Σέξπιρ. Σ' αυτόν καταλήγει κάθε αναφορά του σκηνοθέτη: Το «Αχ, αυτός ο Σέξπιρ μου», επαναλαμβανόμενο, ηχεί στα αυτιά μας σαν τη λύση στον γρίφο τον οποίο εκφώνησε κάποτε ο Μπόρχες σε ένα σεξπιρολογικό συνέδριο και μας μεταφέρει ο Κοτ. Ο τυφλός λογοτέχνης είχε ανεβεί τότε στο βήμα και είχε αρχίσει να απαγγέλλει: «Σέξπιρ, Σέξπιρ, Σέξπιρ,...», σε μια εξακολουθητική και απόλυτη αναγνώριση ενός μεγαλείου και αινίγματος χωρίς τέλος.Αλλιώς, αν εξετάσουμε αυτό που είδαμε στο «Δημήτρης Χορν» με τους τυπικούς όρους του θεάτρου, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά απαιτητικό, σχεδόν ελιτίστικο θέατρο. Σαν το θέαμα των δερβίσηδων, η πρώτη εντύπωση κρατά λίγο και, ύστερα, η ανικανότητα μετάδοσης της εμπειρίας του μύστη φέρνει στον θεατή μοιραία την ανία.Στον τυπικά μινιμαλιστικό χώρο του Μπρουκ, που λειτουργεί και ως τόπος συγκέντρωσης και περισυλλογής, η Μίριαμ Γκόλντσμιθ, συνοδευόμενη από τον μουσικό Φραντσέσκο Ανιέλο, διεκδίκησε την εκπροσώπηση του ερωτήματος του θεάτρου επί σκηνής. Τα κατάφερε; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Αθελά της μετέτρεψε τη διαδρομή σε θεατρινίστικη σύσταση γνωμικών και ρητών από σπουδαίους άνδρες της Ιστορίας. Δεν αμφιβάλλω ότι πρόκειται για μια σπουδαία ηθοποιό, πιστεύω όμως ότι την είδαμε σε μια μέτρια στιγμή της. Δεν είναι δα και εύκολο να παίξει κανείς ανεβαίνοντας μια τόσο ασταθή σκαλωσιά.Βρήκα πολύ πιο καίρια τη μελωδία του «χανγκ», του παράξενου μουσικού οργάνου από την Ελβετία, που παίζει ο Ανιέλο. Σε αντίθεση με τις λέξεις, ο ήχος του φέρνει τη νοσταλγία ενός κόσμου στον οποίο δεν υπάρχουν ερωτήματα πια, αλλά απαντήσεις.
Ο Πίτερ Μπρουκ δεν έχει ασφαλώς τίποτα να αποδείξει στο σινάφι και την τέχνη του. Η παράσταση, όμως, που είδαμε στο «Δημήτρης Χορν» δεν έχει το χαρακτήρα της επιβεβαίωσης. Συνοψίζει την οδύσσεια ενός περιπλανώμενου πνευματικού ανθρώπου στο μήνυμα μιας μποτίλιας. Και η βιβλική επανάληψη της ερώτησης που βρίσκεται μέσα στην μποτίλια μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από κάθε θεατράνθρωπο. Ανάμεσα στις άλλες ερμηνείες της, η πιο δραματική είναι ότι ο περίπλους του θεάτρου ξεκινά από ένα «γιατί» και στο «γιατί» καταλήγει.Καθώς ο Πίτερ Μπρουκ δεν έχει να αποδείξει τίποτα και σε κανένα, στήνει μια παράσταση εξομολογητική όχι των θριάμβων αλλά της αποτυχίας του. Στήνει μια παράσταση απολογισμού και αναφοράς στα πρότυπά του. Και ως πνευματικός άνθρωπος που ανακάλυψε ότι βρίσκεται στην αρχή ενός κύκλου, στον οποίο έλπιζε κάποτε να βρει το τέλος του, στρέφεται σε εκείνους που διάβηκαν τον κύκλο πριν από αυτόν και περιστράφηκαν μαζί του, στους δερβίσηδες της δικής του αίρεσης.Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε την αναφορά του σκηνοθέτη στους δικούς του Γκρέκο. Δεν είναι καν θέατρο, με την κοινή σημασία του. Είναι ένα μεταθεατρικό σχόλιο και ένα παραμύθι, ένα σπάραγμα από φράσεις που θα μπορούσαν να είναι του Μπρουκ, είναι όμως του Αρτό, του Κρεγκ, του Στανισλάφσκι, του Μέγερχολντ. Και βέβαια του Σέξπιρ. Σ' αυτόν καταλήγει κάθε αναφορά του σκηνοθέτη: Το «Αχ, αυτός ο Σέξπιρ μου», επαναλαμβανόμενο, ηχεί στα αυτιά μας σαν τη λύση στον γρίφο τον οποίο εκφώνησε κάποτε ο Μπόρχες σε ένα σεξπιρολογικό συνέδριο και μας μεταφέρει ο Κοτ. Ο τυφλός λογοτέχνης είχε ανεβεί τότε στο βήμα και είχε αρχίσει να απαγγέλλει: «Σέξπιρ, Σέξπιρ, Σέξπιρ,...», σε μια εξακολουθητική και απόλυτη αναγνώριση ενός μεγαλείου και αινίγματος χωρίς τέλος.Αλλιώς, αν εξετάσουμε αυτό που είδαμε στο «Δημήτρης Χορν» με τους τυπικούς όρους του θεάτρου, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά απαιτητικό, σχεδόν ελιτίστικο θέατρο. Σαν το θέαμα των δερβίσηδων, η πρώτη εντύπωση κρατά λίγο και, ύστερα, η ανικανότητα μετάδοσης της εμπειρίας του μύστη φέρνει στον θεατή μοιραία την ανία.Στον τυπικά μινιμαλιστικό χώρο του Μπρουκ, που λειτουργεί και ως τόπος συγκέντρωσης και περισυλλογής, η Μίριαμ Γκόλντσμιθ, συνοδευόμενη από τον μουσικό Φραντσέσκο Ανιέλο, διεκδίκησε την εκπροσώπηση του ερωτήματος του θεάτρου επί σκηνής. Τα κατάφερε; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Αθελά της μετέτρεψε τη διαδρομή σε θεατρινίστικη σύσταση γνωμικών και ρητών από σπουδαίους άνδρες της Ιστορίας. Δεν αμφιβάλλω ότι πρόκειται για μια σπουδαία ηθοποιό, πιστεύω όμως ότι την είδαμε σε μια μέτρια στιγμή της. Δεν είναι δα και εύκολο να παίξει κανείς ανεβαίνοντας μια τόσο ασταθή σκαλωσιά.Βρήκα πολύ πιο καίρια τη μελωδία του «χανγκ», του παράξενου μουσικού οργάνου από την Ελβετία, που παίζει ο Ανιέλο. Σε αντίθεση με τις λέξεις, ο ήχος του φέρνει τη νοσταλγία ενός κόσμου στον οποίο δεν υπάρχουν ερωτήματα πια, αλλά απαντήσεις.
No comments:
Post a Comment