Οταν η εύκολη συγκίνηση, άνευ ουσιαστικής
φόρτισης, στομώνει τα κάπως απαιτητικά κριτήρια
- Του Γιαννη Bαρβερη, Η Καθημερινή, 12/6/2010
- ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ Λωξάντρα σκην.: Σωτήρης Χατζάκης Θέατρο: Κρατικό Θ. Βορείου Ελλάδος (στο θέατρο «Ελληνικός Κόσμος»)
«Ο,τι είδα θυμάμαι ή μήπως
μεταλλάσσονται τα όνειρα σε μνήμες;»
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ
«Από
μνήμης», 2010
Το ΚΘΒΕ μας παρουσίασε μια υπερπαραγωγή του, σκηνοθετημένη συμβατικά
μα και προσεκτικά από τον και διευθυντή του Σωτήρη Χατζάκη, τη
«Λωξάντρα» (1963) της Μαρίας Ιορδανίδου (Κωνσταντινούπολη 1897 - Αθήνα
1989).
Ετυχε να γνωρίσω τη συγγραφέα το 1972 σε σπίτι συγγενών μου
κι απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν μια ήδη ηλικιωμένη κυρία με ζωηρό βλέμμα και
πνεύμα. Η κυρία αυτή έμαθα εξ υστέρου ότι «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα
και νόον έγνω». Κομμουνίστρια, γλωσσομαθής, αγόμενη και φερόμενη απ’
τους πέντε ανέμους της ζωής, πάλεψε από ποικίλα μετερίζια για να
κερδίσει την επιβίωσή της. Σε κάποια προχωρημένη στιγμή της ζωής της
αποφάσισε να συγγράψει προσωπικές αναμνήσεις που πέρασαν μάλιστα
αργότερα και στην τηλεόραση με ιδιαίτερη ανταπόκριση (αμίμητη ως
Λωξάντρα θυμάμαι την Μπέττυ Βαλάση).
Η φετινή παράσταση επίσης
γνώρισε την επιτυχία του ευρέος κοινού, δεδομένου ότι η «Λωξάντρα»
συγκινεί ιδίως Κωνσταντινουπολίτες με τους λαογραφικούς «θησαυρούς» της,
την προσήλωσή της στις παραδοσιακές αξίες, το αθώο (λίγο κρύο) χιούμορ
της, τη συνένωση (ζωντανών και νεκρών) γύρω απ’ το χαμάμ ή το
οικογενειακό τραπέζι και τις εντόπιες θερμές συγκολλητικές των ηρώων
λιχουδιές του. Υπό την κουτάλα - ρομφαία της Λωξάντρας αναπαριστώνται
ήθη και έθιμα της Πόλης από το 1870 έως το 1914 με τους άνδρες ισχνούς
και διοικούμενους από το «μαγειρικόν» θήλυ. Ολος αυτός ο κόσμος «ο
μικρός, ο μέγας» είναι αναμενόμενο να διακινήσει ψυχικά την
παραδοσιακότερη και πιο ευσυγκίνητη μερίδα του κοινού - και δεν κακίζω
κανέναν. Οφείλω όμως να πω ότι η χωρίς δραματικό πυρήνα και ανέλιξη
γραφή της Ιορδανίδου, οι γλυκερές της παρατηρήσεις, η ευθύγραμμη κατά
επεισόδια αφήγηση, τα εύκολα αστεία (π.χ. ο πισινός του Ρώσου στρατιώτη
και άλλα παρόμοια) και, εν τέλει, η ατελέσφορη προσπάθειά της να
καταγράψει με ανθρώπινη οδύνη την αυθεντικότητα, την αφήνουν στα
κράσπεδα της λογοτεχνικής αξίωσης. Το ίδιο, σε μικρότερο βαθμό,
συμβαίνει και με τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, ενώ αντίθετα,
θεωρώ πως η κινηματογραφική «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη
ξεπέρασε τις παγίδες και βρήκε το νήμα για την αληθινή συγκίνηση
(εξαίρετος φορέας της ο πρόωρα χαμένος Τάσος Μπαντής).
Κάπως έτσι,
το πρωτογενές υλικό αιχμαλώτισε την παράσταση. Ο καλός συγγραφέας Ακης
Δήμου που ανέλαβε τη διασκευή έμεινε αρκετά πιστός στο ηθογραφικό
πρωτότυπο και στα κελεύσματά του κι έτσι παρέδωσε θεατρόμορφες εικόνες
χωρίς ουσιαστικότερη φόρτιση. Κάπου εκεί, και μάλιστα σε μια παράσταση
κουραστικά μετωπική προς το κοινό, στάθμευσε και η σκηνοθεσία του κ.
Χατζάκη, ο οποίος τακτοποίησε σύνολα και λεπτομέρειες, αλλά δεν είχε ή
δεν μπόρεσε να διδάξει κατάλληλα τους ηθοποιούς του. Ωστόσο, ζωηρότερες
και πειστικότερες νότες έδωσαν ο Μιχάλης Γούναρης, ο Νίκος Καπέλιος, ο
Νίκος Μαγδαληνός και ο Χρήστος Νίνης. Κορυφαία και αληθινή, αβίαστη
πολίτισσα νομίζω πως πρόσφερε μόνον η Λίλιαν Παλάντζα (Ελεγκάκη). Στο
μουσικό μέρος, κυρίαρχο στην παράσταση, διέπρεψε το πενταμελές επί
σκηνής μουσικό σύνολο «Λωξάντρα» υπό τις σοφές, καίριες οδηγίες της
Φωτεινής Μπαξεβάνη. Δυστυχώς, οι πολύτιμες μουσικές γνώσεις τής τόσο
συμπαθούς αυτής ηθοποιού δεν συνοδεύτηκαν παρά από μια μονότροπη, χωρίς
εναλλαγές Λωξάντρα, χωρίς φυσική την πολίτικη ομιλία, που μάλλον
καμωνόταν την ηρωίδα παρά ήταν. Τα σκηνικά της Ερσης Δρίνη χωρίς
φαντασία, αλλά τα κοστούμια της ευαίσθητα, ζωηρά, ανάλογα της εποχής. Οι
φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου έμεναν στα πρώτα επίπεδα χωρίς να
αναζητούν δευτεροβάθμιες ατμόσφαιρες. Πληρέστατο όμως, έξοχο το
πρόγραμμα.
Ξέρω, η επιτυχία του εγχειρήματος, τουλάχιστον στη
Θεσσαλονίκη, υπήρξε μεγάλη. Γι’ αυτό και όσα είπα μου μοιάζουν σαν μια
χάρτινη βαρκούλα απέναντι σε μέγα κύμα επιδοκιμασίας. Αν σφάλλω, το νερό
ας πάρει τη βαρκούλα μου στου διαόλου τα βάθη.
Σημείωση: Την
Τετάρτη, 25 Μαΐου, αποχαιρετίσαμε αναπάντεχα τον Γιάννη Βαρβέρη, που για
πολλά χρόνια κόσμησε με τα κείμενά του τη σελίδα κριτικής θεάτρου της
«Καθημερινής». Αυτήν και την επόμενη Κυριακή, η «Καθημερινή» θα
φιλοξενήσει τα τελευταία κείμενά του, ως φινάλε ενός μοναδικού
λογοτεχνικού κύκλου κριτικών θεάτρου, που διακόπτεται απότομα.
No comments:
Post a Comment