Monday, June 13, 2011

Καινούργια ματιά στην αθηναϊκή οπερέτα

Μία «αντι-νοσταλγική» παρουσίαση της «Κόρης της καταιγίδος» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη στο Φεστιβάλ Αθηνών
  • Συνέντευξη στον Νικο Α. Δοντα, Η Καθημερινή, 12/6/2010
Σπάνιο έργο ελληνικού αστικού πολιτισμού χαρακτηρίζουν ο συνθέτης Χαράλαμπος Γωγιός και ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης την «Κόρη της καταιγίδος» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη που παρουσιάζεται αύριο και μεθαύριο (13 και 14 Ιουνίου) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών σε συμπαραγωγή με τις «Οπερες των ζητιάνων». Πεισμένοι για την αξία του έργου και την ανταπόκριση που θα μπορούσε να έχει στο κοινό σήμερα είναι αποφασισμένοι να το απαλλάξουν από τη συνήθη νοσταλγία που συνοδεύει τα ανεβάσματα αθηναϊκής οπερέτας. «Αυτό που έχει επιβιώσει από τα έργα αυτά είναι τα τραγούδια και μάλιστα μέσα από ένα εξωραϊσμένο πέπλο νοσταλγίας. Η προσέγγιση των ανεβασμάτων γίνεται πρωτίστως με αυτό ως γνώμονα και δευτερευόντως με αφετηρία τη δραματουργία των έργων» επισημαίνει ο Γωγιός. «Μέχρι τώρα δεν υπήρξε ποτέ πραγματική ανάγκη από κάποιον να ξαναδεί το είδος της οπερέτας», σημειώνει ο Ευκλείδης. «Ανεβαίνουν μόνον ένα - δύο έργα αυτού του είδους και όταν παρουσιάζονται άλλα, είναι στη λογική του ποτ πουρί, που θεωρώ απολύτως εσφαλμένη, καθώς εξευτελίζει τη δραματουργία».

Ομως, πόσο εύκολο είναι να μεταφέρει κανείς μια οπερέτα, εξ ορισμού δεμένη πολύ στενά με την εποχή της, σε ένα σημερινό πλαίσιο; Ο Ευκλείδης πιστεύει ότι ως προς τη διάρκεια ζωής και την επιτυχία που σημείωσε, η οπερέτα δεν μπορεί να θεωρηθεί εφήμερο είδος αφού άντεξε σχεδόν σαράντα χρόνια. Στο συγκεκριμένο έργο ο Σακελλαρίδης έθετε τον πήχη λίγο ψηλότερα, όπως γνωρίζουμε από επιστολές του προς τον Τύπο. Ο Γωγιός μιλάει για σαφείς αναφορές στον Ντεμπισί, στον Πουτσίνι, αναφορές που ταυτόχρονα έχουν και κάτι το παιγνιώδες. «Αισθάνεσαι ότι ο συνθέτης είναι απολύτως κύριος της τέχνης του, ότι είναι πάνω από τα είδη και τα ύφη που χρησιμοποιεί και ότι το «υψηλό» ύφος είναι απλώς ένα ακόμα χρώμα στην παλέτα του» εξηγεί. «Ενίοτε υπάρχει μια ειρωνική διάθεση απέναντι στην υψηλή γραφή που αξιοποιείται με πολύ σαφείς δραματολογικούς στόχους.
Λόγου χάριν, τα φινάλε του έργου είναι εξαιρετικά τεχνουργημένα: η μουσική περνά από το υψηλό στο ελαφρύ και με μεγάλη δεξιοτεχνία πάλι πίσω στο υψηλό. Εχουμε να κάνουμε με έναν συνθέτη ο οποίος δεν είναι μόνον καλός τραγουδοποιός. Είναι σπουδαίος μουσικοδραματικός δημιουργός με απόλυτη αίσθηση σκηνικής οικονομίας, με καταπληκτική συναίσθηση της σχέσης μουσικής δομής και δραματουργίας, με συγκλονιστικές μουσικοθεατρικές χειρονομίες, με πολύ μεγάλη ευφυΐα».
Αστικό δράμαΤο ποιητικό κείμενο της «Κόρης» είναι του ίδιου του Σακελλαρίδη. Οπως και στην περίπτωση του «Βαφτιστικού» πρόκειται για διασκευή από γαλλική φάρσα του Ενεκέν, που είχε παρουσιαστεί νωρίτερα στην Αθήνα στο θέατρο της Κοτοπούλη. Ο Σακελλαρίδης τη διασκεύασε και την προσάρμοσε στα ελληνικά συμφραζόμενα της εποχής. «Είναι ένα αστικό έργο, πράγμα σπάνιο για την ελληνική τέχνη, σπάνιο ακόμα και για το ελληνικό θέατρο», υπογραμμίζει ο Ευκλείδης. «Είναι απολύτως ελληνικό και απολύτως αστικό με ευρωπαϊκές αναφορές». Ο Γωγιός συμπληρώνει: «Είναι επίσης κάτι που πολεμήθηκε πολύ μετά τον Εμφύλιο λόγω του γνωστού ιδεολογήματος ότι τάχα μου, από κει που καλλιεργούσαμε γογγύλια αρχίσαμε να τραγουδάμε ρεμπέτικα και εν συνεχεία χτίζαμε πολυκατοικίες. Οτι ο αστικός Ελληνισμός με τις αναφορές στη δυτική Ευρώπη δεν ήταν ποτέ Ελληνισμός, πράγμα που βέβαια είναι βλακώδες». «Επί δεκαετίες βλέπαμε τις οπερέτες υπό το πρίσμα της μίμησης ενός προτύπου συνεχίζει ο Ευκλείδης. «Δεν πρόκειται περί μίμησης.
Το 1918 ο «Βαφτιστικός» περιλαμβάνει βαλς, μαζούρκα και ταγκό, δηλαδή έχει ως απόλυτο πεδίο αναφοράς τη βιεννέζικη οπερέτα με γαλλικές αποχρώσεις, ενώ το 1923 η «Κόρη» περιλαμβάνει φοξ τροτ, σίμι, ουάν στεπ, δηλαδή αμερικανικούς χορούς: οι αναφορές είναι συγχρονικές. Οι χοροί του ελληνικού αστικού κόσμου εκείνη την εποχή είναι το σίμι και το φοξ τροτ. Δεν έχει κανένα νόημα να το δει κανείς ως μίμηση του ξένου. Επομένως, η επιστροφή σε αυτό το έργο είναι και ένας τρόπος να θέσει κανείς εκ νέου αυτά τα ερωτήματα: τι είναι ελληνικό, πώς μπορεί κανείς να εκσυγχρονίσει ένα έργο».
Ιδιωτικό και δημόσιοΤο έργο θα παρουσιαστεί πλήρες αλλά σε ενορχήστρωση του Γωγιού για οκτώ όργανα. «Η επιλογή αυτή έγινε κυρίως για οικονομικούς λόγους. Κανονικά, απαιτείται μικρή αλλά πλήρης συμφωνική ορχήστρα με 20-25 μουσικούς, κάτι που θα ανέβαζε τρομακτικά το κόστος», σημειώνει ο συνθέτης. «Η απόφασή μας να ενορχηστρώσουμε εκ νέου το έργο έχει δύο βασικά πλεονεκτήματα», συνεχίζει. «Αφενός μας επιτρέπει να δούμε το μουσικό μας υλικό από την αρχή, να αφαιρέσουμε το πέπλο του νοσταλγικού ήχου εποχής. Η ενορχήστρωση κρατά τις σχέσεις της με το αυθεντικό υλικό, αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει κάποια ανοίγματα στο σήμερα, έτσι ώστε να φεύγει κανείς από την ακουστική συνήθεια και να αναγκάζεται να ενεργοποιηθεί ξανά ως ακροατής. Δεύτερον, δίνεται η ευκαιρία για μια δραματουργική δυνατότητα: τοποθετούμε την ορχήστρα πάνω στη σκηνή, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό στην παράστασή μας.
Η ιδέα του Αλέξανδρου έχει σχέση με μια αίσθηση σύγχυσης του ιδιωτικού με το δημόσιο. Εχουμε ένα δράμα κρεβατοκάμαρας που παίζεται σε έναν ημι-δημόσιο χώρο. Ο γάμος υποτίθεται ότι είναι ένα κατ' εξοχήν γεγονός της ιδιωτικής ζωής του καθενός, που όμως γίνεται σε έναν εντελώς δημόσιο χώρο με έναν τελείως δημόσιο τρόπο και συχνά με έναν απολύτως προκάτ δημόσιο τρόπο. Η τελείως προσωπική και χαρακτηριστική για τον καθένα μας επιλογή συντρόφου και πορεία ζωής σηματοδοτείται και εορτάζεται με έναν τρόπο απολύτως όμοιο με του διπλανού μας.
Η σχέση του ιδιωτικού και του δημόσιου δηλώνεται στην παράστασή μας με μία σκηνοθεσία όπου ιδιωτικές σκηνές παίζονται δημόσια. Σχεδόν πάντοτε υπάρχει κόσμος πάνω στη σκηνή. Το έργο ξεκινά με μία δεξίωση γάμου όπου η ορχήστρα αναλαμβάνει τον δραματουργικό ρόλο μίας ορχήστρας σε δεξίωση γάμου και στη συνέχεια παραμένει εκεί για το υπόλοιπο έργο».
Σατιρική αποδόμηση του μικροαστικού γάμου«Βασικός δραματουργικός άξονας του έργου είναι η αποδόμηση του μικροαστικού γάμου», επεξηγεί ο Ευκλείδης.
«Αυτή η συμπύκνωση του ελληνορθόδοξου πολιτισμού που αποτυπώνεται σήμερα στον μικροαστικό γάμο, αποδομείται μέσα από τα θέματα του έργου, την υποτιθέμενη αιμομειξία, τον συναισθηματικό κανιβαλισμό, την παρακολούθηση, τις απολύτως κακές προθέσεις όλων.
Η υπόθεση του έργου αφορά μια πλαστή ιστορία που επινόησε η πεθερά, προκειμένου να εκδικηθεί τον γαμπρό ο οποίος έχει τα διπλά χρόνια της κόρης της. Θέλει να τον πείσει ότι παντρεύεται την κόρη του. Το έργο ξεκινά με τον γάμο και τελειώνει με μια εντελώς συγκαταβατική συμφιλίωση, από αυτές που μαυρίζει η καρδιά σου. Η επιστροφή στην κανονικότητα και στην ηθική τάξη είναι μια επιστροφή κατά συνθήκη». «Είναι κατά κάποιον τρόπο σαν την όπερα «Ετσι κάνουν όλες» του Μότσαρτ: ενέχει έναν πολύ βαθύ αμοραλισμό», συμπληρώνει ο Γωγιός.

No comments: