Tuesday, June 7, 2011

Αόρατες εξουσίες

  • Πολενάκης Λέανδρος
  • Η Αυγή: 05/06/2011
Ο Πίντερ έγραψε το πιο πολιτικό έργο του το "Θερμοκήπιο" το '58, αλλά η πρεμιέρα του δόθηκε εικοσιδύο χρόνια αργότερα, το '80 στο Λονδίνο, σε σκηνοθεσία του ίδιου. Ενδιάμεσα το είχε κρατήσει κλεισμένο στο συρτάρι του. Για το ζήτημα αυτό λέει ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του: "Συχνά, όταν ήμουν πολύ φορτισμένος σκεφτόμουν να γράψω ένα έργο καθαρά σατιρικό. Κάποτε το επιχείρησα. Πρόκειται για ολοκληρωμένο έργο, το έγραψα αμέσως μετά τον "Επιστάτη", σε τρεις μέρες. Ο τίτλος του είναι "'Το θερμοκήπιο' και μιλά για ένα ίδρυμα, στο οποίο κρατούνται οι ασθενείς. Στη σκηνή θα βλέπαμε μόνο την ιεραρχία, τους ανθρώπους που αποτελούν το προσωπικό του ιδρύματος: δεν υπήρχε αναφορά στο ιστορικό των ασθενών, στα όσα τούς έχουν συμβεί, στο για ποιο λόγο βρίσκονται εκεί. Ήταν μια χοντροκομμένη σάτιρα και μάλλον δεν είχε καμία αξία... οι χαρακτήρες του ήταν χάρτινοι... Το 1979 ξαναδιάβασα το έργο, αποφάσισα πως άξιζε και πως έπρεπε να το ανεβάσω στη σκηνή...".
"Θερμοκήπιο" του Πίντερ με τον Βογιατζή στο "Κυκλάδων"
Η αλήθεια ίσως να είναι λίγο διαφορετική. Ο Πίντερ ήταν αρκετά ευφυής ώστε να μην καταλαβαίνει από τότε την αξία του έργου του. Πιθανότητα θεωρούσε, και είχε δίκιο, ότι οι καιροί δεν ήταν ώριμοι για να δείξει αυτό το έργο, που κινδύνευε να εκληφθεί ως μια απλή φάρσα ή μια παράδοξη αλληγορία ή επί το απλούστερο δείγμα τού "θεάτρου του παραλόγου", κάτι που, σαφώς, δεν είναι ή τουλάχιστον δεν είναι πια. Το έργο μιλά προδρομικά, για ένα ζοφερό μέλλον που είναι ήδη εδώ. Όπως ο ίδιος ο Πίντερ είπε, αργότερα, σε μια άλλη συνέντευξή του: "Ήταν φαντασία όταν το έγραφα, αλλά τώρα, νομίζω είναι πολύ πιο σχετικό. Το πρόλαβε η πραγματικότητα...".

Προσωπικά πιστεύω ότι η πραγματικότητα δεν πρόλαβε ακόμη το έργο εντελώς για να το κάνει ολοκληρωτικό της κτήμα, δηλαδή βιωμένο, παγωμένο, ιστορικό παρελθόν. Επειδή ακόμη δεν "τα έχουμε δει όλα" και το μέλλον μας, όπως είπε ένας άλλος ποιητής, "έχει πολλή ξηρασία". Το έργο προειδοποιεί, για τον μεγάλο θεσμικό αλλά και για τους μικρούς καθημερινούς, ενεδρεύοντες φασισμούς, δικούς μας ή ξένους, που εξίσου μας απειλούν. Σαν ομόκεντροι κύκλοι που μεγαλώνουν, γεννούν και τρέφουν, σκοτώνουν και ξαναγεννούν ο ένας τον άλλον, αέναα. Όσο δεν αποφασίζουμε, εμείς οι ίδιοι, να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της ορατής και της αόρατης βίας που μας περιβάλλει. Κι όσο ανεχόμαστε την ύπαρξη τέτοιων "θερμοκηπίων" - εκκολαπτήρων δίπλα μας, που μπορούν εξίσου να είναι το ολοκληρωτικό καθεστώς μιας χώρας ή ένα σωφρονιστικό ίδρυμα, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, ένα κέντρο "ανάνηψης" που ευδοκιμούν σε αυτήν. Ή, ακόμη, μια φυλακή, ένα ίδρυμα ψυχιατρικό με έμφαση στην καταστολή, τέτοια που υφίσταται "με τον νόμο" και με "κοινωνική συναίνεση", σε χώρες "δημοκρατικές" της Ευρώπης και της Αμερικής. Όπως τα στρατόπεδα των προσφύγων ή τα διάφορα, γνωστά και άγνωστα "Γκουαντανάμο" μας.
Το έργο του Πίντερ φωτίζει, έτσι, προφητικά, την κατάσταση που ζούμε σήμερα, κάτω από την πολιορκία του διεθνούς χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Μας μιλάει, από το '58 (!) για τα "τείχη" που χτίζουν, από τότε, "ανεπαισθήτως" γύρω μας οι αδίστακτοι διεθνείς τοκογλύφοι ψυχών και σωμάτων. Χρησιμοποιεί, για να μας δώσει πιο εύκολα να καταλάβουμε, μια γλώσσα καθημερινή, κατανοητή, καθόλου αλληγορική, διόλου υπερβατική, σχεδόν ρεαλιστική.
Το "Θερμοκήπιο" δίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο "Θέατρο της οδού Κυκλάδων", σε ωραία θεατρική μετάφραση του Νίκου Φένεκ - Μικελίδη, και σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Το κύριο προσόν της σκηνοθεσίας είναι ότι βλέπει "με κρύο αίμα" το έργο, με ό,τι θετικό σημαίνει αυτό. Επιβάλλει στην παράσταση ένα ύφος ελαφρά "πειραγμένης" καθημερινότητας, που το απομακρύνει από τη στατικότητα των συμβόλων και το προσαρτά στη ζωή, πολυσήμαντη, ρέουσα, ορμητικά και απρόβλεπτη. Αποφεύγοντας την υφολογία του γκροτέσκο που θα έδινε εύκολες, έτοιμες λύσεις, η σκηνοθεσία του Βογιατζή επιδίδεται σε μια επίπονη άσκηση χάραξης μορφών επάνω στο σκληρό υλικό του κειμένου. Μια διαδικασία που μοιάζει απλή, αλλά κρύβει τεράστιο μόχθο. Κάτω από το πρίσμα ενός αποχρωματισμένου ιδεολογικά και "φεύγοντας", εξπρεσιονισμού, που δεν παραμορφώνει την εικόνα του πραγματικού, αλλά περιορίζεται να τη "σκιάσει". Αυτό, άλλωστε, ταιριάζει στο προσωπικό υποκριτικό στίγμα του Λευτέρη Βογιατζή, που κατορθώνει με αργούς, νωχελικούς ρυθμούς μιας οιονεί υπαλληλικής ρουτίνας, να δώσει πρόσωπο στο υποχθόνιο, απειλητικό τέρας της απρόσωπης εξουσίας. Κάτι που διαχέεται και στους άλλους συντελεστές. Δίπλα του ο Δημήτρης Ήμελλος "πήζει" αδρά σε πήλινο δοχείο τη δουλική μορφή που κρύβει έναν εκκολαπτόμενο νέο δυνάστη. Η Αλεξία Καλτσίκη δίνει πυκνά την κρυμμένη υστερία της ανικανοποίητης και φιλόδοξης βασανίστριας "Κατς". Ο Θάνος Τοκάκης παίζει αφοπλιστικά, με ανατριχιαστική αμεσότητα, το εκούσιο - ακούσιο θύμα. Οι Παντελής Δεντάκης και Βασίλης Κουκαλάνι, στέρεοι, σταθεροί σε ό,τι κάνουν. Ο Γιάννης Νταλιάνης με επιβλητική παρουσία "κλείνει" το έργο. Τα σκηνικά - κοστούμια (Εύα Μανιδάκη) έχουν "λόγο", οι φωτισμοί του Παυλόπουλου υπηρετούν και οι μουσικές του Καμαρωτού δένουν την παράσταση.

No comments: