- «Το θερμοκήπιο» Του Χάρολντ Πίντερ Θέατρο Οδού Κυκλάδων
Γράφτηκε το 1958 μέσα σε τρεις
μέρες, κατόπιν συρταρώθηκε από τον συγγραφέα ως «χοντροκομμένο, χωρίς
καμιά αξία», για να ανασυρθεί από τον ίδιο το 1980, επειδή τελικά «ήταν
ανάγκη να γραφτεί».
Τι άλλαξε στο μεταξύ για το «Θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ; Το πρόλαβε η πραγματικότητα, διευρύνοντας πολιτικά και αισθητικά τα περιθώρια της αγοράς για μια μαύρη πολιτική φάρσα πάνω στην παράνοια της χειραγώγησης του ατόμου σε κρατικά «ησυχαστήρια»; Ιδρύματα εντεταλμένα να «θεραπεύουν» την κοινωνική διαφωνία, παραπέμποντας εύγλωττα στα γνωστά ψυχιατρεία για αντιφρονούντες ανά την υφήλιο.
Η υποτονική πορεία του έδειξε πως το πρώιμο αυτό έργο δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη πολιτική οξυδέρκεια, μήτε πρόκειται για παραμελημένο αριστούργημα. Η γραφή του είναι διασκορπισμένη και κάπως φλύαρη και παρότι προεικονίζει τον ελλειπτικό, ατμοσφαιρικό δεξιοτέχνη της απειλής και του εγκλεισμού, οι δραματουργικές στρατηγικές του φαντάζουν ακόμη ανολοκλήρωτες.
Αντί ενός ανώνυμου, απρόσωπου τρόμου που απορρέει από τις σκοτεινές πρακτικές ενός βίαιου, διεφθαρμένου κράτους, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει, μελοδραματικά, καθάρματα που παίζουν με ανοιχτά χαρτιά, καθιστώντας τα κίνητρα και τις μεθόδους τους λιγότερο ανατριχιαστικά. Σαν να θέλει να αναπληρώσει το μυστήριο που δεν του βγήκε, προσφεύγει σε δήθεν γριφώδεις ατάκες, όπως «κάτι γίνεται εδώ μέσα, αλλά δεν το 'χω ξεδιαλύνει ακόμα». Ομως, αντίθετα με τον πρωταγωνιστή, το κοινό ξεδιαλύνει, πολύ γρήγορα μάλιστα, τις συνωμοσίες και τις διαπλοκές ενός κολαστηρίου, όπου δεν υπάρχουν νόμοι, μόνο κυνική συνενοχή και προσωπικές φιλοδοξίες.
Η δράση τοποθετείται σε ένα μυστηριώδες κρατικό «αναρρωτήριο» με αόρατους ασθενείς, καταγεγραμμένους μόνο με κωδικούς. Επικεφαλής, ένας ανήθικος και δυσλειτουργικός πρώην στρατιωτικός, ονόματι Ρουτ. Στα πόδια του ένα τσούρμο από δουλοπρεπείς βοηθούς με μονοσύλλαβα ονόματα, όπως των σκύλων, παραδομένοι σε μακιαβελικά αλληλοκαρφώματα και πλεκτάνες αναρρίχησης. Ναι, ο Πίντερ έγραψε μια παραβολή για τη φασιστική δυναμική των γραφειοκρατικών μηχανισμών και τις σαδομαζοχιστικές σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα «ανώτερα κλιμάκια» και το «κατώτερο προσωπικό». Ομως η υπόθεση έχει περισσότερη πλάκα.
Ο συγγραφέας περιγράφει έναν εφιαλτικό κρατικό οργανισμό καταστολής, απολαμβάνοντας τον παραλογισμό του. Το χαιρέκακο ξεβράκωμα της γελοιότητας της εξουσίας είναι πιντερικής μαστοριάς. Βέβαια, ανάμεσα σε αμιγώς κωμικά σκετς ιονεσκικού παραλόγου (ενδεικτική η αναστάτωση γύρω από «μια πάπια έτοιμη για φούρνο», που δεν κληρώθηκε στη χριστουγεννιάτικη λοταρία και πάει για το Πάσχα), παρεμβάλλονται βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ και μια εκτεταμένη σφαγή στο τέλος, με την εξέγερση των έγκλειστων. Ομως στην ισορροπία ζόφου και ελαφράδας, υπερέχει η παιγνιώδης ρευστότητα μιας κωμωδίας της απειλής, διάχυτη με μακάβριο χιούμορ και υπόγεια ειρωνεία βρετανικής κοπής. Το ισχυρό χαρτί αυτού του ξεχασμένου έργου. Και της παράστασης στην Οδό Κυκλάδων.
Από έναν λάκκο με στάχυα (σκηνικά-κοστούμια Εύα Μανιδάκη), καταμεσής στο ηχομονωμένο, τριπλοκλειδωμένο διοικητήριο του Ρουτ (σουρεαλισμός που συνάδει και με τις νιφάδες χιονιού στο χώρο), αναδύονται και βυθίζονται γραφείο και σκαμπό, στα οποία σκαρφαλώνει συχνά-πυκνά το αφεντικό προς επίδειξη κύρους. Ο κωμικός ηθοποιός Λευτέρης Βογιατζής. Μουστάκι, γεροντικά ματογυάλια, άχαρο γιλέκο. Η ιδιάζουσα άρθρωση και κίνησή του, συν οι έξοχες ατάκες του, ταιριάζουν γάντι στο πορτρέτο ενός αψίκορου, υποχόνδριου γραφειοκράτη που βαριακούει, βαριέται και εκνευρίζεται με τους ηλίθιους που τον περιβάλλουν και υποψιάζεται πως θα τον ήθελαν νεκρό. Τον ύπουλο Γκιμπς (Δημήτρης Ημελλος), που έχει καταλάβει ποιος ευθύνεται για την εγκυμοσύνη της ασθενούς 6457. Τον κυνικό κουτσομπόλη Λας (Παντελής Δεντάκης), με τη βλακώδη εμμονή του ότι «το χιόνι έγινε λάσπη». Τον χαζοχαρούμενο Λαμ-«πρόβατο» (Θάνος Τοκάκης), που δεν έχει πάρει χαμπάρι τι σημαίνουν τα ηλεκτρόδια στους καρπούς του. Τη νυμφομανή ερωμένη του δίδα Κατς (Αλεξία Καλτσίκη), που κρυφοπαίζει και με τον Γκιμπς.
Παρά την εικόνα τάξης και τυπικότητας, το μαγαζί λειτουργεί με πρωτόγονη αδεξιότητα και καταρρέει. Σε κλίμα βλοσυρής, σαν «ασυναίσθητης» ιλαρότητας, ο Βογιατζής σκηνοθετεί το πιντερικό θρίλερ νηφάλια, αφύσικα φυσιολογικά. Στη μικροσκοπική σκηνή του θεάτρου στήνεται μια υψηλής υπαινικτικότητας και στιλ χορογραφία διαστροφής και φαιδρότητας, για την οποία ο Πίντερ θα ήταν περήφανος.
Οι εξαίρετοι ηθοποιοί ακονίζουν λεπτομέρειες, υπονοούμενα και ευφημισμούς (Ρουτ για τους «ασθενείς» του: «Στο κάτω κάτω δεν είναι εγκληματίες, είναι απλώς άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια») άκαμπτα, αγέλαστα. Ανεπαίσθητα στιλιζαρισμένα ανδρείκελα σε λευκές ρόμπες, κουρντισμένα σαν ελβετικά ρολόγια. Καθοριστικό εργαλείο σε αυτό το εκπάγλου μινιμαλισμού παιχνίδι, που κομίζει πανουργία σε ένα έργο γραμμένο σε πιο αθώες εποχές, είναι μια γλώσσα που πατινάρει ανάμεσα στη στομφώδη επισημότητα «αέρα κοπανιστού» και την ψιλοπαραλυμένη, πλην μοχθηρή ζαργκόν, συνήθη σε γλοιώδεις τακτικές επιβολής και υποταγής (σπουδαία η μετάφραση του Νίνου Φένεκ-Μικελίδη). Στους υπόλοιπους ρόλους: Γιάννης Νταλιάνης, Βασίλης Κουκαλάνι. *
No comments:
Post a Comment