- Της Ελισάβετ Κοτζιά*Η Καθημερινή, Kυριακή, 5 Iουνίου 2011
Ανθρωπος του άστεως, της βραδινής περιπλάνησης, της ολονύκτιας
συζήτησης, του μπαρ, του εστιατορίου, της ταβέρνας, διδάσκαλος του
chemindefer, του μπλακ τζακ, της ρουλέτας, o Γιάννης Βαρβέρης ήταν
εκλεκτό μέλος της ποιητικής οικογένειας –λάτρης της ελάσσονος φωνής και
της παρακμής–, που αγάπησε, επίσης φανατικά, το θέατρο και το γαλλικό
τραγούδι. Γνήσιος λόγιος, άριστος χειριστής των λεπτότερων γλωσσικών
αποχρώσεων, ικανός να παράσχει ανά πάσα στιγμή την πιο εξειδικευμένη
φιλολογική λεπτομέρεια, σφιχταγκάλιασε ό,τι αγάπησε μη αποκρύπτοντας τη
βαθύτατη απέχθειά του για τον άχαρο σχολαστικισμό οποιασδήποτε
λογοτεχνικής θεωρίας.
Αβρός στη συμπεριφορά, κομψά περιποιημένος,
με εδραία ωριμότητα, έδειχνε όπως ο Σεφέρης απ’ τα νιάτα του και του
άρεσε να περηφανεύεται πως γεννήθηκε γέρων. (Η πρώτη του δημοσίευση σε
ηλικία 16 χρόνων στη Νέα Εστία.) Για τους πολυάριθμους φίλους του,
πιστός, τρυφερός, γενναιόδωρος, ανοιχτά εξομολογητικός, απολαυστικός και
χαριτωμένος. Charmeur.
Αλλά κι απαιτητικός, διεκδικώντας αντίστοιχη
αφοσίωση. Για τις αναρίθμητες γνωριμίες του, παιγνιωδώς ειρωνικός σε
όποιον ήθελε να δείξει συμπάθεια, διπλωματικός όπου επέλεγε, ακατάδεκτος
σε όποιον δεν τον έπειθε, αλλά και σαρκαστικά ειλικρινής όταν έκρινε
πως ο συνομιλητής χρειαζόταν να μπει στη θέση του. Γιατί ο Γιάννης
Βαρβέρης δεν έκανε την παραμικρή παραχώρηση ως προς την ποιότητα των
τεχνών που αγαπούσε και την τήρηση της κοινωνικής ευπρέπειας. Και πώς
γνώριζε ο φανατικός αυτός της ποίησης όλες τις εξουσιαστικές στρατηγικές
που είναι δυνατόν να υποκρύπτουν οι σχέσεις μεταξύ ομοτέχνων!
Και
παράλληλα αινιγματικός. Στις κινήσεις του διέκρινες μια επιτήδευση –
του ανθρώπου που γνώριζε τα μυστικά του θεάτρου. Ενας poseur. Και
ταυτόχρονα δεν φοβόταν να εκτεθεί, να ομολογήσει πως τον έπαιρναν τα
δάκρυα όταν διάβαζε ένα λογοτεχνικό δοκίμιο λόγου χάρη του αγαπημένου
του Αγγελου Τερζάκη. Ενας πολίτης του κόσμου, που όπως ο δικός του Φογκ,
δεν ενδιαφερόταν να ταξιδέψει. Κι έπειτα ποια σχέση είχε ο εκλεκτικός
εστέτ που άκουγε Λεό Φερέ και Ζακ Μπρελ και απεχθανόταν κάθε τι το
λαϊκό, με ένα μαγαζί σαν του πολυθρύλητου Σπύρου Ζαγοραίου, στο οποίο
μας παρέσυρε αναρίθμητα βράδια; Σαν να ήθελε να υποδείξει ότι του άρεσε
να τον φανταζόμαστε άνθρωπο των συνταρακτικών, ακραία αντιφατικών
εμπειριών. Μπλόφα; Είχε αναμφίβολα ο προικισμένος, πολυτάλαντος,
γοητευτικός φίλος μας την ψυχολογία του παίκτη.
* Η κ. Ελισάβετ Κοτζιά είναι κριτικός λογοτεχνίας.
No comments:
Post a Comment