Πρωτοποριακός διεθνισμός και παραδοσιακές αξίες
Ο κριτικός θεάτρου της «Γκάρντιαν» αφηγείται τις εντυπώσεις του από τις θεατρικές σκηνές του Βερολίνου
The Guardian
Ηρθα στο Βερολίνο ανυπομονώντας να ενημερωθώ για τα τρέχοντα
ζητήματα. Ποια επίδραση έχει στη σύγχρονη δραματουργία η εθνική εμμονή
με τη μετανάστευση; Πώς επιβιώνει το θέατρο μέσα στο σημερινό οικονομικό
κλίμα; Και σε ποιο βαθμό εξακολουθεί να υπάρχει η κυριαρχία του
σκηνοθέτη; Ωστόσο, λίγα λεπτά μετά την άφιξή μου ανακάλυψα ότι μια νέα
παραγωγή του θρυλικού «Γαλάζιου άγγελου» παιζόταν στο θέατρο
Kurfurstendamm, απέναντι ακριβώς από το ξενοδοχείο μου. Ετσι,
υποχωρώντας στο κίνητρο της απόλαυσης, έβαλα στην άκρη τα μεγάλα
ερωτήματα και έσπευσα στην πρεμιέρα.
Ηταν μια πρεμιέρα πολύ
διαφορετική από τις συνηθισμένες στο λονδρέζικο Γουέστ Εντ. Ούτε
παπαράτσι να φωτογραφίζουν τριτοκλασάτες διασημότητες, ούτε υστερικές
επευφημίες, ούτε κινητά που ξαφνικά χτυπούν: απλώς καλοντυμένοι,
μεσήλικοι Βερολινέζοι αστοί που απολάμβαναν έναν εμβληματικό γερμανικό
μύθο. Το έργο είδε το φως της μέρας το 1905 ως νουβέλα του Χάινριχ Μαν.
Το 1930 γυρίστηκε η θρυλική ταινία με τη Μαρλένε Ντίτριχ, και έκτοτε ο
«Γαλάζιος άγγελος» παρουσιάστηκε σε διάφορες εκδοχές.
Το εντυπωσιακό
όμως με τη νέα παραγωγή του σκηνοθέτη Πέτερ Τουρίνι, που ακολουθεί πιστά
την ιστορία του Μαν αλλά διατηρεί τα τραγούδια από την ταινία, είναι η
ικανότητα να τα καταφέρνει και στα δύο πεδία. Εξιστορώντας το ξεμυάλισμα
του σεβάσμιου καθηγητή Ρατ με μια αρτίστα του καμπαρέ, τη Λόλα,
αποδομεί σαρκαστικά την ιερή γερμανική πεποίθηση ότι η μόρφωση εγγυάται
την αρετή. Και ταυτόχρονα προσφέρει στους θεατές την ευχαρίστηση να
βλέπουν τη μισόγυμνη Λόλα να τραγουδάει με τη βραχνή, αισθησιακή φωνή
της «Ερωτεύτηκα και πάλι».
Ο Βάλτερ Πλάτε, δημοφιλής αστέρας της
τηλεόρασης, δίνει στον μεσήλικο καθηγητή μια άκαμπτη αξιοπρέπεια που
λιώνει κάτω από τη σαγήνη της Λόλας. Και η λαμπερή Εύα-Μαρία Γκριν φον
Φριντλ αποφεύγει πολύ έξυπνα να μιμηθεί την Ντίτριχ και ενσαρκώνει τη
Λόλα σαν μια σκληρόκαρδη θεατρίνα, που η ενστικτώδης αντίδρασή της στην
πρόταση γάμου που της κάνει ο καθηγητής είναι να ξεσπάσει σε ασυγκράτητα
γέλια. Με παραμερισμένες τις ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις της
ιστορίας, αυτό που απομένει είναι μια βιτριολική παραβολή για τις
ευάλωτες ηθικές αξίες.
Αυτό,
βέβαια, είναι θέατρο βουλεβάρτου. Εκεί κοντά, όμως, βρίσκεται η
περίφημη Σαουμπίνε. Υπό τη διεύθυνση του Τόμας Οστερμάγιερ, το μείγμα
της από νέα έργα και ανατρεπτικές εκδοχές κλασικών προσελκύει το νεανικό
κοινό. Εχουμε ήδη δει στο Barbican τις διασκευές που έκανε ο ίδιος ο
Οστερμάγιερ στο «Κουκλόσπιτο» και στην «Εντα Γκάμπλερ», καθώς και την
εντυπωσιακή παραγωγή του «Blasted» της Σάρα Κέιν, όπου η σκηνή γίνεται
στο τέλος ένας σωρός από συντρίμμια. Αργότερα φέτος, ο Οστερμάγιερ θα
μας φέρει στο Λονδίνο τον χιλιοπαινεμένο του Αμλετ, τοποθετημένο σε ένα
μαφιόζικου στυλ ανατολικοευρωπαϊκό κράτος, με έξι άνδρες ηθοποιούς να
παίζουν όλους τους ρόλους, περιλαμβανόμενων της Οφηλίας και της
Γερτρούδης.
Μιλώντας στον Οστερμάγιερ, που το θέατρό του φιλοξενεί
τώρα το 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Νέας Δραματουργίας, αντιλαμβάνεσαι μια
ευφυΐα κοφτερή σαν ξυράφι. Πάνω στο θέμα της μετανάστευσης, βλέπει ως
κύριο στόχο της Σαουμπίνε να δίνει τη δυνατότητα σε άλλους, μέσα από την
κατάρτιση και την οικονομική βοήθεια, να αναφερθούν άμεσα στο θέμα
χωρίς να χάσουν την καλλιτεχνική τους αυτονομία. «Είμαι μεγάλος
υποστηρικτής του Ballhaus», λέει. «Είναι ένα μικρό θέατρο 100 θέσεων που
διευθύνεται από έναν Τούρκο σκηνοθέτη, τον Σερμίν Λάνγκχοφ, και κάνει
εξαιρετική δουλειά στην κατάρτιση νέων Τούρκων ηθοποιών και συγγραφέων.
Είναι πολύ σημαντικό το ότι έχουν οι ίδιοι στα χέρια τους τα μέσα
παραγωγής, αντί να αποικιοποιεί η Σαουμπίνε τη δουλειά τους».
«Πιστεύω
ότι η ιδέα του γερμανικού θεάτρου ως καταφυγίου για τις γερμανικές
εθνικιστικές αξίες και τη μονοπολιτισμικότητα έχει προ πολλού πεθάνει»,
συνεχίζει. «Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ζούμε σε μια πολυεθνική κοινωνία
και πρέπει να δημιουργήσουμε ένα νέο θέατρο, που να προχωρήσει πέρα από
την ατέρμονη αναδόμηση των κλασικών».
Ως παράδειγμα, ο
Οστερμάγιερ επισημαίνει ένα καινούργιο γερμανικό έργο που συμμετέχει στο
φεστιβάλ: το Regen in Neukolln («Βροχή στο Νόικολν»), του Πάουλ
Μπροντόφσκι. Δίνει μια ζωηρή αναπαράσταση της ζωής στον δρόμο σε μια
φυλετικά μεικτή βερολινέζικη γειτονιά, αναδεικνύοντας με οξύτητα τις
σημερινές προκαταλήψεις.
Ενας μεσήλικος οδηγός ταξί, π. χ., παρενοχλεί
μια 17χρονη Τουρκογερμανίδα, υποθέτοντας αυτόματα ότι είναι πόρνη. Με
ρεαλιστική αμεσότητα, αγγίζει συγκινητικά όχι μόνο τα ρατσιστικά
στερεότυπα αλλά και την ανθρώπινη απομόνωση – μια διάσταση που βρίσκει
έναν καθαρό συμβολισμό στο σκηνικό της Σάρας Ρόσμπεργκ, όπου το
λιθόστρωτο βαθμιαία αποσυντίθεται σε μια σειρά από πέτρες, πάνω στις
οποίες στέκονται μοναχικοί, αβοήθητοι άνθρωποι.
Η
σκηνογραφία φαινεται ότι παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο γερμανικό
θέατρο. Ενα παράδειγμα, το έργο Diebe («Κλέφτες») της Ντέα Λόχερ, στο
Deutsches Theater, που εστιάζει κι αυτό στον φόβο και στην απομόνωση
μέσα από την αλληλοσύνδεση μικρών προσωπικών ιστοριών. Το σκηνικό, με
την υπογραφή του σκηνοθέτη Αντρέας Κρίγκενμπουργκ, είναι εντυπωσιακό:
σαν μια περιστρεφόμενη πολυκατοικία, αποκαλύπτει μια σειρά μικρών,
απομονωμένων χώρων όπου οι ήρωες του έργου προσκολλώνται γεμάτοι
αβεβαιότητα. Εκφράζει τέλεια το θέμα του έργου – ότι ζούμε όλοι
αποσπασματικές, ασύνδετες ζωές. Αν ζητούσαν από Βρετανούς ηθοποιούς να
παίξουν σ’ ένα τέτοιο σκηνικό θα διαμαρτύρονταν, πιστεύω, στο συνδικάτο
τους ή θα ζητούσαν επιπλέον χρήματα για επικίνδυνη εργασία.
Τρεις
μέρες στο Βερολίνο δεν αρκούν για να βγάλει κανείς πλήρη συμπεράσματα.
Ωστόσο, πολλά πράγματα μου έκαναν εντύπωση. Ενα είναι ότι το
βερολινέζικο θέατρο εκπέμπει αυτοπεποίθηση. Ενώ τη δεκαετία του 1990
θυσιάστηκαν σημαντικές θεατρικές σκηνές, όπως το θέατρο Σίλερ, σήμερα οι
εμπορικές επιτυχίες, όπως ο «Γαλάζιος άγγελος» και το «We Will Rock
You» (στο Theater des Westens), συνυπάρχουν με τον πρωτοποριακό
διεθνισμό του Σαουμπίνε και το παραδοσιακό πρότυπο κρατικού θεάτρου του
Deutches Theater, με εξήντα παραγωγές στο ρεπερτόριό του, τρεις σκηνές
και επιδότηση 20 εκατομμυρίων ευρώ.
Αισθάνομαι επίσης ότι το
βερολινέζικο θέατρο είναι πιο δυνατό στη σκηνοθεσία, στις ερμηνείες και
στη σκηνογραφία απ’ ό,τι στη νέα δραματουργία. Ο Οστερμάγιερ θυμήθηκε
ένα περιστατικό το 1997, όταν εργαζόταν στο Deutsches. Γινόταν μια
συνάντηση θεατρικών συγγραφέων, και η πλειονότητα ήταν Βρετανοί. Ανάμεσά
τους και η Σάρα Κέιν, η οποία κάποια στιγμή φώναξε: «Γιατί δεν
υποστηρίζετε δικούς σας νέους συγγραφείς;»
Ως ένα βαθμό αυτό έχει
γίνει έκτοτε, με την εμφάνιση δραματουργών όπως ο Μάριους φον
Μάγιενμπουργκ και ο Ρόλαντ Σιμελπφένιγκ. Ο Οστερμάγιερ, όμως, πιστεύει
ότι πολλοί Γερμανοί δραματουργοί βλάπτονται από τους υπερβολικούς
επαίνους όταν ακόμα είναι νέοι. Και θεωρεί ότι δεν φέρνουν στο θέατρο
αρκετή εμπειρία της πραγματικής ζωής.
Εφυγα από το Βερολίνο
νιώθοντας ότι το γερμανικό θέατρο βρίσκεται σε σημαντικό σταυροδρόμι.
Εχει αρκετό δυναμισμό, ωστόσο πώς μπορεί να συμφιλιώσει την παραδοσιακή
επιθυμία του αστικού κοινού για τους κλασικούς με την ανάγκη να
πραγματευθεί τα σημερινά προβλήματα της χώρας, όπως το ζήτημα της
πολυπολιτισμικότητας; Το δίλημμα είναι παρόμοιο με αυτό που
αντιμετωπίζουμε στη Βρετανία και αλλού. Υποψιάζομαι ότι το μέλλον του
θεάτρου εξαρτάται από τη λύση που θα δώσει. [Η Καθημερινή, 07/04/2011]
No comments:
Post a Comment