Οταν η γη απορροφά την ύπαρξη
Ο «αμέριμνος» μαγνητισμός του μηδενός κατά τον Μπέκετ με τη ματιά του Αντώνη Αντύπα
- Του Γιαννη Bαρβερη, Η Καθημερινή, 07/04/2011
- Σάμιουελ Μπέκετ
Ευτυχισμένες μέρες
σκην.: Αντώνης Αντύπας
Θέατρο: Απλό
Η
κυρία Ελλη Σολομωνίδου–Μπαλάνου, πάντα θαλερή και ακμαία, συμπλήρωσε
φέτος πενήντα (50) χρόνια προσφοράς, παρέα με το μοναδικό της πενάκι,
ταλαντούχο, γεμάτο οξεία παρατήρηση και εικαστική ακρίβεια. Απ’ όσο
ξέρω, θα συνεχίσει εντελώς επιλεκτικά τη συνεργασία της με την
εφημερίδα, γεγονός που λυπεί βαθύτατα τη στήλη, αλλά και τη χαροποιεί,
στον βαθμό που ένας καλλιτέχνης της ολκής της δικαιούται μετά από τόσα
χρόνια να απαλλαγεί απ’ το καθημερινό άγχος.
Φαντάζομαι, εύχομαι, ελπίζω
όλο το τεράστιο αρχείο της, ζωντανή ιστορία του θεάτρου, της μουσικής
και του χορού στον τόπο μας, να βρει την τιμητική θέση που του αξίζει.
Τέλος, όπως δεν φείσθηκα επαίνων, έτσι δεν θα φεισθώ και ευχαριστιών για
τη δική μας dame, με την οποία η πολυετής συνεργασία υπήρξε ανεκτίμητη,
ανέφελη, γεμάτη συναδελφικότητα και μια αύρα υψηλού πολιτισμού που ήδη
εκλείπει.
Οι «Ευτυχισμένες μέρες», σύγχρονο ευαγγέλιο της ύπαρξης
και της απόγνωσής της, πρωτοπαίχτηκε, θεϊκά λένε, από τη Χριστίνα
Τσίγκου, τη δεκαετία του ’60. Δεν την πρόλαβα. Είδα όμως τη μαγική Βάσω
Μανωλίδου (σε κοινή παράσταση με το «Τέλος του παιχνιδιού» στο Εθνικό
Θέατρο, όπου μεγαλούργησε ο Μινωτής). Η Μανωλίδου είδε το κείμενο
ποιητικά, το μίλησε σε ημιτόνια και χάθηκε σταδιακά μέσα στη χθόνια
ανυπαρξία με τρόπο χαριέντως μουσικό, έτσι όπως σε αγαλλίαση μερικοί
λαοί θάβουν τους νεκρούς τους.
Η Δέσπω Διαμαντίδου στο ΚΘΒΕ αντιμετώπισε
τον νομιναλισμό του κειμένου ως μια περίπου δραματική λαϊκή
«καθημερινότητα» που αποδομείται καθώς εκφέρεται. Η Ρούλα Πατεράκη, με
σύμμαχο και τη φυσική υποδοχή του Ωδείου στην Πάτρα, κατέθεσε, νομίζω,
μια από τις εντελέστερες εργασίες της, σχεδόν αυτοβιογραφούμενη μέσα από
έναν σκαληνό λεκτικό εφιάλτη, τον οποίο το ομιλούν μη–ον αποδέχεται
παθητικά ως αδήριτη μοίρα του, όπως το ψάρι το νερό ή το τηγάνι.
Η Αννα
Κοκκίνου (σκηνοθεσία της ίδιας και της Μίρκας Γεμεντζάκη) απεδέχθη τον
υπαρκτικό λήρο της Ουίννυ ως ένα σκώμμα του Θεού και προς τον Θεό.
Τέλος, πρόπερσι, η Μίνα Αδαμάκη (σκηνοθεσία Εκτ. Λυγίζος), μέσα στην
αντισηψία νοσοκομείου ή φρενοκομείου και αναπαράγοντας μέσω του video
τις συσπάσεις του προσώπου της, οδηγήθηκε τελικά σε ιδιότυπο θρίλερ με
πανικόβλητα γκρο–πλαν της «πνιγμένα» σ’ ένα ασφυκτικό κολάρο.
Στο
βαθμό που δεν έχουμε κουραστεί πια με τον Μπέκετ, ο Αντώνης Αντύπας
κατέγραψε φέτος μια από τις καθαρότερες παραστάσεις του έργου. Το
κοίταξε κατάματα, δεν εντυπωσίασε ούτε στιγμή, άφησε το κείμενο να
οικοδομηθεί με βάση την εξαιρετική, σπαρακτική στα αδιέξοδά της ερμηνεία
της Ράνιας Οικονομίδου. Στο α΄ μέρος η Ουίννυ ερμηνεύθηκε από την
ηθοποιό μέσα στην «καθημερινότητα» ενός εξορθολογισμένου τρόμου,
συνδυασμένου με δήθεν χαρίεσσες απορίες. Στο β΄ μέρος, η έγκλειστη μέχρι
το λαιμό ηθοποιός πέρασε στην εξωστρεφέστερη φρίκη, για να καταλήξει
στην παραδοχή ενός αντιανθρώπινου φινάλε. Ο ποιητής Διονύσης Καψάλης
έχει χαρίσει στο έργο ένα ροϊκό ελληνικό μετάφρασμα για κάθε σκηνοθετική
χρήση. Ηρεμα μουσικά ρέκβιεμ άνοιξαν και έκλεισαν το όλον, με βάση τη
μαεστρία της Ελένης Καραΐνδρου. Ο Κωστής Γαλανάκης υπερασπίστηκε την
παρουσία – απουσία του Ουίλλυ μ’ έναν αρμόδιο φωνητικό μπλαζεδισμό.
Τέλος, με ενθουσίασε το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα: ένα σκληρό στην
απολίθωσή του, «χυμένο» κατωφερές μπετόν, σαν λίγο μετά την καταστροφή,
αλλά και άμεσα παραπεμπτικό στον μπετοναρισμένο αστικό περίγυρο που ήδη
μας περισφίγγει. Ιδιοφυές!
Αψιμυθίωτη δουλειά ουσίας.
No comments:
Post a Comment