Για το θέατρο του Μπέκετ έχω καταθέσει περισσότερες από μια
φορές την άποψή μου. Εδώ θα προσθέσω μόνο λίγα. Για τον Μπέκετ, κατ'
εξοχήν εκπρόσωπο του "θεάτρου του παραλόγου", ο άνθρωπος βρίσκεται
τυχαία ριγμένος μέσα σε ένα σύμπαν ακατανόητο, χωρίς αρχή, μέση, τέλος
καταδικασμένος να πλανιέται αέναα ασκόπως, βουβός, τυφλός, έρμαιο της
τύχης, χωρίς αίσθηση προορισμού και δίχως ελεύθερη βούληση. Μπροστά στην
κοινή βεβαιότητα του θανάτου, μπροστά στο αναπόδραστο γεγονός της
θνητότητας, όλα τα άλλα σβήνουν: ελπίδα, φόβος, προσδοκίες. Ύπαρξη και
ιστορία συνθλίβονται μαζί, στην εν κενώ συσκευασία μιας απόλυτης
θεατρικής φόρμας που κρούει λυρικές χορδές ενώπιον της εκάστοτε
καιομένης "Ρώμης", αναπαράγοντας κάθε φορά πιστά τον εαυτό της. Αυτός
είναι ο κατ' εξοχήν χώρος του θεάτρου του παραλόγου του Μπέκετ: ένας ου
τόπος, ένα μη νόημα και μια α-πορία μπροστά στην παντοδυναμία του
θανάτου. Στοιχεία που το διακρίνουν καθαρά τόσο από την αρχαιοελληνική
τραγωδία, όσο και από το ελισαβετιανό της απείκασμα σε καθρέφτη, όπου το
νόημα εμμένει.
Η καθήλωση των ηρώων του Μπέκετ στον χώρο ή στον χρόνο και η καταδίκη
τους σε αιώνια "επανάληψη του ίδιου" είναι σε τελική ανάλυση μη
τραγική. Τα λόγια τους, όταν παρωδούν τον "Εκκλησιαστή" ή τον "Ιώβ",
τους φέρνουν κοντύτερα στην κωμωδία. Η Ουίνι π.χ. των "Ευτυχισμένων
ημερών", δεν υπέστη ποτέ καμία πτώση και καμία τραγική μεταβολή της
τύχης από ευτυχίας εις δυστυχίαν. Δεν μοιάζει να έχει καν περάσει
από πάνω της ο δεινός εικοστός αιώνας. Το παρελθόν της που διαρκώς
ανακαλεί δεν έχει καμία έκβαση στο παρόν, και αφήνεται έτσι να γλιστρά
ευγενικά στη χοάνη των ετών, στη δίνη του χρόνου, με χλιαρές
διαμαρτυρίες για το "μάταιον του βίου" κ.λπ., συνομιλώντας τρυφερά... με
την οδοντόβουρτσά της και τραγουδώντας το βαλς "Πόσο σε αγαπώ" από την
"Εύθυμη χήρα" του Λέχαρ.
Ο ίδιος ο Μπέκετ έχει δηλώσει ότι για αυτόν "το θέατρο δεν είναι ένας
ηθικός θεσμός και ότι δεν θέλει να καθοδηγεί με τα έργα του, θέλει μόνο
να φέρει την ποίηση στο θέατρο, μια ποίηση που πέρασε μέσα από το κενό
και κάνει μια καινούργια αρχή σε έναν καινούργιο χώρο". Δεν πρέπει, άρα,
να αναζητάμε στα έργα του Μπέκετ φιλοσοφικές ή άλλες "αλήθειες", ούτε
απαντήσεις σε υπαρξιακά κ.ά. αδιέξοδα. Η μόνη αλήθειά τους βρίσκεται
στην αδιαμεσολάβητη θεατρικότητα και στη μουσική της γλώσσας τους: ένα
κατιόντα τονικό κώδικα με άπειρες υποδιαιρέσεις που φτάνουν -δυνητικά-
στο μηδέν της γλώσσας και στην αλαλία (Η λ. γλώσσα, εδώ λαμβάνεται στη
λατινική σημασία της = σχόλιο).
Οι "Ευτυχισμένες μέρες", που είναι στην πραγματικότητα ένα ηχόδραμα
για μια φωνή, απαιτούν μια ηθοποιό - σολίστα εσωτερικής διάθεσης και
υψηλής υποκριτικής "αφέλειας" που να μην "ερμηνεύει" την Ουίνι, αλλά να
λειτουργεί ως ηχείο της χωρίς άλλα σχόλια πλην του χιούμορ. Αυτό επειδή
τα λόγια της ηρωίδας αν δεν ηχήσουν όπως είναι "κούφια", μπορεί να
ακουστούν ως κοινότυπα. Με αποτέλεσμα την πλήξη.
Σε σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα και σε ωραία παρ' ότι κάπως
"λογοτεχνική" μετάφραση του Διονύση Καψάλη δίνεται στο "Απλό Θέατρο" η
νέα παράσταση των "Ευτυχισμένων ημερών". Η σκηνοθετική ματιά του Αντύπα
διαθέτει αμεσότητα, δίνει το κείμενο του έργου τίμια χωρίς περίπλοκα
στολίδια κι άλλους περισπασμούς. Η Ράνια Οικονομίδου, πιστή στην
υποκριτική της φύση, "δείχνει" σωστά όπως είναι φτιαγμένη από ελαφρά
"πτητικά" υλικά, την Ουίλυ χωρίς να επιχειρεί να την ερμηνεύσει
αρκούμενη να λειτουργεί ως απλό ηχείο της. Έλειψε όμως, νομίζω, από την
"περσόνα" που έπλασε το απαραίτητο χιούμορ. Ο Κώστας Γαλανάκης (Γουίλι),
ως φωνή "πλάτη" ή "προφίλ" αποδεικνύει και πάλι, πως ό,τι κι αν κάνει
στη σκηνή παραμένει ένα ολοκληρωτικό θεατρικό φαινόμενο. Η μουσική της
Καραΐνδρου αγγίζει ακροθιγώς το κείμενο, για να το αναδείξει.
Λειτουργικά τα σκηνικά, τα κοστούμια (Πάτσας) και οι φωτισμοί του
Σινάνου.
***
Στο θέατρο "Βαφείο" του αείμνηστου Λάκη Καραλή δίνεται μια
ενδιαφέρουσα παράσταση μιας άγνωστης και άπαικτης στην Ελλάδα κωμωδίας
του Τέννεση Ουίλλιαμς, με τον τίτλο: "Μια όμορφη Κυριακή στο Κρεβ Κερ".
Τοποθετημένο στο Σαιν Λιούις στα μέσα της δεκαετίας του '30, γραμμένο με
χιούμορ και πολλή ανθρωπιά. Το έργο αφηγείται την ιστορία τεσσάρων
γυναικών που αγωνίζονται για την ανεξαρτησία και την ταυτότητά τους. Η
μετάφραση του Γιώργου Βούρου, που επίσης χρεώνεται τα σκηνικά και τη
μουσική επιμέλεια είναι αρμόδια και η σκηνοθεσία του οδηγεί με σίγουρο
χέρι τέσσερις ικανές ηθοποιούς. Η Μαρία Σκούπα είναι μια έξοχη "κομίκα",
ένας αυθεντικός θηλυκός κλόουν. Η Πηνελόπη Σταυροπούλου με υποκριτικό
προφίλ που "χαράζει" αφήνει έντονες εντυπώσεις. Η Ντομένικα Ρέγκου
διαθέτει άφθονο "αλάτι", κάποτε μάλιστα πικρό. Η Ελένη Σταυράκη έχει
ευχέρεια να φτιάχνει εικόνες.
Τα κοστούμια που ντύνουν ωραία... τον ωραίο πληθυσμό της παράστασης, είναι της Άννας Ζώτου και της Φωτείκας Καράλη.
No comments:
Post a Comment