Στην Αθήνα πλέον δεν αισθάνεσαι ασφάλεια
Ο Σέρβος σκηνοθέτης Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς μιλάει για τα Βαλκάνια, την κρίση, την τέχνη
- Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 07/04/2011
Ηρθε στην Αθήνα από τη Γερμανία ο Σέρβος σκηνοθέτης Νικίτα
Μιλιβόγιεβιτς, για τις πρόβες μιας θεατρικής παράστασης που βασίζεται σ’
ένα από τα πιο αγαπημένα και σημαντικά μυθιστορήματα της σύγχρονης
ελληνικής πεζογραφίας.
Το έργο «Η μητέρα του σκύλου» του Παύλου
Μάτεσι, που παρουσιάζεται από τις 7 Απριλίου στη Νέα Σκηνή «Νίκος
Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου. Στη Γερμανία, στο Ντίσελντορφ,
παρουσίασε ένα άλλο εμβληματικό λογοτεχνικό κείμενο: «Το γεφύρι του
Δρίνου» του Σέρβου νομπελίστα Ιβο Αντριτς. Γιατί ο Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς
καταπιάνεται πολύ συχνά με λογοτεχνικά κείμενα. Τα διασκευάζει και τα
παρουσιάζει στο θεατρικό κοινό.
Στη διάρκεια της διαδρομής του
έχει παρουσιάσει στο θέατρο κείμενα του Τόμας Μαν, του Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι, του Ιβο Αντρις κ. ά. Τον Παύλο Μάτεσι τον γνώρισε πριν
από αρκετά χρόνια, όταν είχε σκηνοθετήσει για το θέατρο «Αμόρε» δύο
ακόμα λογοτεχνικά κείμενα. Οι παραστάσεις άρεσαν στον Παύλο Μάτεσι και
χάρισε στον σκηνοθέτη το βιβλίο του, που ήταν ήδη μεταφρασμένο στα
σέρβικα. Tότε το διάβασε για πρώτη φορά.
– Τι βρήκατε στις σελίδες αυτού του βιβλίου από τη σύγχρονη βαλκανική ιστορία;
–
Οταν το ξαναδιάβασα πρόσφατα για την παράσταση, συνειδητοποίησα πόσα
κοινά στοιχεία έχουμε στην ιστορία μας οι Σέρβοι και οι Ελληνες.
Είμαστε, και οι δύο λαοί, αξιοθαύμαστοι επιζήσαντες. Η ιστορία
επαναλαμβάνεται συνέχεια και στις δύο χώρες. Και πολύ συχνά οι εξελίξεις
δεν εξαρτώνται από μας.
Θυμάμαι στη δεκαετία του ’70 η τότε
Γιουγκοσλαβία ήταν ένα είδος παραδείσου για την Ελλάδα. Οταν ήρθα στην
Ελλάδα για πρώτη φορά στη δεκαετία του ’90, ήταν η Ελλάδα παράδεισος για
τη Σερβία. Ηταν ήδη μέλος της Ε. Ε., κάτι το οποίο ακόμη προσπαθεί η
Σερβία.
– Στη σημερινή Αθήνα βλέπετε αλλαγές;
– Ναι,
υπάρχουν αλλαγές. Το αισθάνομαι στον δρόμο, απλώς και μόνο παρατηρώντας
τους ανθρώπους. Υπάρχουν πια πάρα πολλοί μετανάστες. Το προηγούμενο
διάστημα έμενα σ’ ένα ξενοδοχείο γύρω από την Ομόνοια, και κυριολεκτικά
δεν μπορούσα να διασχίσω το πεζοδρόμιο. Υπήρχε μια ένταση. Ναρκωτικά,
έμποροι, μετανάστες, πόρνες. Πριν δεν ήταν έτσι. Με εξέπληξε. Φαίνεται
να μην υπάρχει έλεγχος. Μέχρι τώρα στα ταξίδια μου στην Αθήνα ποτέ δεν
σκεφτόμουν ότι έπρεπε να προσέχω την τσάντα μου καθώς περπατώ. Και τώρα
όλοι μου λένε: «Νικίτα, να προσέχεις την τσάντα σου». Δεν αισθάνεσαι
ασφάλεια.
– Αυτά τα κοινά στοιχεία που διαπιστώνετε στο βιβλίο του
Παύλου Μάτεσι, πιστεύετε ότι υπάρχουν και συνεχίζουν να ταλαιπωρούν τις
κοινωνίες των Βαλκανίων μέχρι σήμερα;
– Ο κόσμος όλος είναι πολύ
μπερδεμένος και με πολλές αντιθέσεις – όπως η Ραραού, η βασική ηρωίδα
του βιβλίου και της παράστασης. Γιατί τα πράγματα αλλάζουν πολύ γρήγορα
στην ιστορία και στην καθημερινή μας ζωή, κι αυτό μπερδεύει πάρα πολύ
τους ανθρώπους. Και δεν ξέρουν ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το
κακό, τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Η εποχή δεν είναι και πολύ
ξεκάθαρη. Ολα είναι ένα μείγμα, με αντιθέσεις και αντιφάσεις. Το ίδιο
συμβαίνει και στη Σερβία.
– Ποιο είναι το στοιχείο του βιβλίου που θέλετε να τονίσετε στην παράσταση;
–
Η μάχη για το πώς θα επιβιώσουμε. Κάτι πολύ επίκαιρο και σήμερα. Πολλοί
άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν. Το τι συμβαίνει στην πραγματικότητά
σου, τώρα, το βλέπεις αν κοιτάξεις στο παρελθόν. Και από το παρελθόν
βλέπεις το μέλλον.
– Γνωρίζετε ότι περνάμε μια έντονη οικονομική
κρίση στην Ελλάδα. Και η Σερβία έχει περάσει πολύ δύσκολα τα τελευταία
χρόνια. Σε σχέση με τους ανθρώπους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σήμερα
ξέρουμε λιγότερο πώς να επιβιώσουμε;
– Αυτό είναι αλήθεια. Και
ειδικά για τη νέα γενιά, είναι κάτι τελείως αλλιώτικο. Ερχονται
αντιμέτωποι με μια διαφορετική πραγματικότητα και έχουν συνηθίσει
αλλιώς. Σκέφτομαι τι κάναμε στη Σερβία για τις δικές μας νέες γενιές.
Είμαστε μία από τις πέντε χώρες όπου υπάρχει τεράστια φυγή των νέων προς
το εξωτερικό. Τι κάνουμε τελικά με τη νέα γενιά, με τη ζωή τους; Θα
πληρώσουν για πράγματα που δεν τα δημιούργησαν. Εκανα μια παράσταση στη
Σερβία μ’ αυτό το θέμα. Γιατί χάσαμε μια γενιά. Με ποιον θα χτίσουμε
ξανά τη χώρα; Αυτή είναι η πραγματικότητα.
– Εχετε μεγαλώσει σε
μια χώρα όπου η τέχνη είχε κι έναν ρόλο διαπαιδαγώγησης. Εξακολουθεί να
υπάρχει αυτή η ματιά στους καλλιτέχνες ή έχουν γίνει κι αυτοί πιο
ατομικιστές;
– Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει παγκοσμίως. Και στην
τέχνη. Ταξιδεύω πολύ, βλέπω πολλές παραστάσεις, σ’ όλο τον κόσμο.
Διαφορετικά πράγματα και διαφορετικά είδη θεάτρου. Και καταλαβαίνω ότι
είμαστε σε μια μανία με τη φόρμα. Σαν να χάσαμε το ενδιαφέρον μας για το
τι πραγματικά υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Παρ’ ότι έχω δει ενδιαφέρουσες
παραστάσεις, νομίζω ότι σαν να χάσαμε τον στόχο, την κατεύθυνση. Ο
καθένας ψάχνει να βρει τον δικό του δρόμο. Πολλά πράγματα μας
αποδιοργανώνουν και μας μπερδεύουν, η μόδα αλλάζει γρήγορα. Για έναν νέο
καλλιτέχνη είναι πολύ δύσκολο να κτίσει τον δικό του τρόπο σκέψης.
Ομως, γνωρίζω και νέους καλλιτέχνες που έχουν προσωπικότητα και άποψη. Ο
Στανισλάβσκι είχε πει: «Υπάρχουν δύο είδη καλλιτεχνών. Σε κάποιους
αρέσει η τέχνη μέσα τους και σε κάποιους άλλους αρέσει ο εαυτός τους
στην τέχνη».
- Το λογοτεχνικό κείμενο δίνει μεγαλύτερες δυνατότητες από το θεατρικό
– Εχετε ανεβάσει στη σκηνή κι άλλα λογοτεχνικά κείμενα. Τι βρίσκετε στη συνομιλία θεάτρου και λογοτεχνίας;
–
Θεωρώ ότι σ’ ένα πολύ καλό λογοτεχνικό κείμενο, ο συγγραφέας σού δίνει
μεγαλύτερες δυνατότητες απ’ ό, τι σ’ ένα θεατρικό έργο. Για παράδειγμα, ο
τρόπος που περιγράφει οτιδήποτε ή τι συμβαίνει μέσα στους χαρακτήρες,
μπορείς να βρεις πολλές δυνατότητες μέσα στη λογοτεχνία, που μπορούν να
ερεθίσουν τη φαντασία. Γι’ αυτόν το λόγο, πολλά λογοτεχνικά κείμενα
είναι πολύ καλά για το θέατρο. Μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι με τη
φαντασία, να μεταμορφώνω λέξεις από τη λογοτεχνία σε κάτι άλλο. Από τη
γλώσσα της λογοτεχνίας πρέπει πια να βρεις τη σκηνική γλώσσα. Κι αυτή η
αλχημεία για μένα είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
– Το θέατρο και η λογοτεχνία μπορούν να μας δείξουν μια κατεύθυνση μέσα μας;
–
Είμαι αισιόδοξος, επειδή είμαι στο θέατρο. Το θέατρο είναι μια
ψευδαίσθηση. Πρέπει να πιστέψεις σε κάτι και πιστεύω στον ιδιαίτερο
στόχο της λογοτεχνίας και του θεάτρου, της τέχνης γενικά, στη ζωή. Και
είμαι χαρούμενος που οι παραστάσεις του Εθνικού είναι γεμάτες. Αυτή η
αίσθηση ότι ο κόσμος έχει ν’ ανταλλάξει κάτι με τη σκηνή, για μένα είναι
πάντα μια στιγμή ευτυχισμένη. Είναι βέβαια και ένα είδος ευθύνης αυτό.
Αν θέλεις να βάλεις στη σκηνή τη «Μητέρα του σκύλου», είναι μεγάλη
ευθύνη. Οι θεατές θα δουν ξανά ένα κομμάτι από την ιστορία τους. Γιατί
πολλοί άνθρωποι είχαν αντίστοιχα βιώματα με την ηρωίδα του βιβλίου.
Παίζουν:
Θέμις Μπαζάκα, Θεοδώρα Τζήμου, Υβόννη Μαλτέζου, Αντώνης Φραγκάκης,
Θεμιστοκλής Πάνου, Κώστας Βασαρδάνης, Ηρώ Μπέζου, Βασίλης Καραμπούλας,
Αγγελική Δημητρακοπούλου, Τζένη Κόλλια, Γιάννης Τσεμπερλίδης.
No comments:
Post a Comment